Για τους οπαδούς τριών, τουλάχιστον, ευρωπαϊκών ομάδων, ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς είναι κάτι σαν Μεσσίας: ο άνθρωπος που πιάνει χώμα και το μετατρέπει σε χρυσάφι. Για τους υπόλοιπους, τους ουδέτερους φίλους του μπάσκετ (ή απλώς τους φίλους του μπάσκετ...), ο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς είναι κάτι σαν δαίμονας: ο άνθρωπος που με τις μεθόδους του διώχνει τον κοσμάκη από τα γήπεδα και μετουσιώνει ένα υπέροχο σπορ σε κουραστική (για θεατή και παίκτες) αγγαρεία.

«Ο θάνατος του μπάσκετ», ήταν ο τίτλος που διάλεξε το «Τρίποντο» για να περιγράψει το εν Αθήναις θαύμα της Λιμόζ. Ως συνήθως, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση.

Ο Μάλκοβιτς, ο οποίος επιστρέφει (με τη Ρεάλ) ως αντίπαλος του Παναθηναϊκού απόψε στο ΟΑΚΑ, είναι ένας παράξενος, δύσκολος άνθρωπος. Βαθύτατα καλλιεργημένος και θυμόσοφος, ωστόσο αλαζών και αγέλαστος, πιο εύκολα κάνει εχθρούς παρά φίλους. «Καίσαρα» τον βάφτισε εδώ ο αμίμητος Μίχαελ Κοχ. Αυτό που οι Αμερικανοί ονομάζουν «overachieving» είναι η σπεσιαλιτέ του: να εφαρμόζει δηλαδή στο παρκέ το δόγμα «δύο συν δύο ίσον πέντε». Ή έξι ή επτά ή οκτώ και κάποτε κάποτε άριστα δέκα!

Με μια μικτή ξυλοκόπων, όπως η Λιμόζ του 1993, κατέκτησε την κορυφή της Ευρώπης. Με ένα ετερόκλητο συνονθύλευμα μετρίως μέτριων, όπως η Ρεάλ του 2005, κέρδισε το δυσκολότερο πρωτάθλημα της γηραιάς ηπείρου. Ακόμα και η Γιουγκοπλάστικα του «πρώτου αίματος» (1989) δεν ήταν παρά μια πρωτόπειρη παρέα προικισμένων μεν, αμούστακων δε πιτσιρικάδων.

Οταν βέβαια ωρίμασαν οι μαθητές του «Μπόζα», δίδαξαν τι εστί βερύκοκο ακόμα και στον ίδιο το δάσκαλό τους, ο οποίος στο μεταξύ είχε μετακομίσει στη Βαρκελώνη (1991). Ο Μάλκοβιτς δικαιούται να πιστεύει ότι έχει μερίδιο στην κατάκτηση και αυτού του τροπαίου.

Στον Παναθηναϊκό, ο Σέρβος «Καίσαρας» υποχρεώθηκε να ρίξει νερό στο κρασί του ώστε να συμβιώσει με βεντέτες όπως ο Ντόμινικ Ουίλκινς, αλλά και οι Παναγιώτης Γιαννάκης, Στόγιαν Βράνκοβιτς, Νίκος Οικονόμου. Την πρώτη χρονιά (1995-96) οδήγησε αυτή την εξαιρετική ομάδα στο πρώτο για την Ελλάδα ευρωπαϊκό στέμμα. Πριν όμως τελειώσει η σεζόν, ο Μάλκοβιτς κατελήφθη από αλλεργικό σύνδρομο και βάλθηκε να ξαποστέλνει ό,τι τον έκανε να βγάζει σπυριά.

Ο τσακωμός του Ντόμινικ με τον Μάλκοβιτς έφερε το ταπεινωτικό 38-73 του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας, ενώ το καλοκαίρι που ακολούθησε συνοδεύτηκε από ομαδικό πογκρόμ. «Το μεγάλο μου λάθος, παιδί μου, ήταν που άφησα τον Μάλκοβιτς να διαλύσει αυτή την ομάδα», μου είπε κάποτε σε στιγμές αυτοκριτικής ο Παύλος Γιαννακόπουλος.

Διαλυμένος εις τα εξ ων συνετέθη και γεμάτος λεγεωνάριους, ο Παναθηναϊκός του 1997 τερμάτισε μόλις 5ος στην Α1, ηττήθηκε στον ημιτελικό του Κυπέλλου από τον Απόλλωνα μολονότι γηπεδούχος και χρειάστηκε 2-3 χρόνια για να ξανασηκώσει κεφάλι. Έπειτα ήρθε ο Ομπράντοβιτς και μπήκε το νερό στο αυλάκι.
Οι σφογγοκωλάριοι του Μάλκοβιτς, οι υμνωδοί που τον προσκυνούν και τον υποδέχονται με άνθη στο αεροδρόμιο, όποτε ο Σέρβος έρχεται στα μέρη μας, προτιμούν να θυμούνται μόνο τα κατορθώματά του. Εμένα θα μου επιτρέψετε να υπενθυμίζω (και στους οπαδούς του «τριφυλλιού») και τις δύο όψεις του νομίσματος. Αν ήταν ο Παναθηναϊκός μαγαζάκι σαν τη Λιμόζ, θα είχε κάθε δίκιο να θεωρεί τον Μάλκοβιτς Μεσσία. Αλλά τα κατορθώματα που ακολούθησαν την πολύκροτη θητεία του «Μπόζα» απέδειξαν ότι ο πραγματικός Μεσσίας του ΠΑΟ λέγεται Ζέλικο Ομπράντοβιτς.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube