Εχει νόημα να εύχομαι καλύτερο ποδοσφαιρικό θέαμα για το 2006 ή απλώς μπορώ να ελπίζω σε κάποιο θαύμα;
Το ποδόσφαιρο, όπως όλα τα πράγματα που κρύβουν μεγαλείο, είναι απλό. Και γι αυτόν ακριβώς τον λόγο και εύπλαστο. Μπορεί να γίνει το ποδόσφαιρο των θρύλων, της τραγωδίας, της απόλαυσης, της πίκρας, της σύμπτωσης, της συνωμοσίας, της ανίας, της εξουσίας, του κέρδους.
Ή και όλα μαζί. Για έναν πολύ απλό λόγο. Διότι κουβαλάει μέσα του τον άνθρωπο, άρα και τα χαρακτηριστικά του. Όμως, όπως ο άνθρωπος, έτσι και ο χαρακτήρας του ποδοσφαίρου διαμορφώνεται υπό την επίδραση που ασκεί στο παιχνίδι το περιβάλλον. Ενα περιβάλλον στο οποίο προέχει η απόλαυση του παιχνιδιού, διαμορφώνει ένα ποδόσφαιρο συναρπαστικό, ένα ποδόσφαιρο ενδιαφέρον.
Ενα περιβάλλον στο οποίο κυριαρχούν η επιδίωξη του κέρδους και η επιβεβαίωση της εξουσίας του ισχυρότερου μπορεί να διαμορφώσει ένα ποδόσφαιρο καχυποψίας, βίας, ανίας, εν ολίγοις ένα ποδόσφαιρο χωρίς κανόνες, ένα ποδόσφαιρο αδιάφορο ή και κακό. Στο ίδιο το παιχνίδι ενυπάρχουν η τύχη, το πεπρωμένο και η περίσταση. Και εμείς, οι θεατές, ερμηνεύουμε τα αποτελέσματα με ένα ή και με τα τρία αυτά στοιχεία.
Που το καθένα έχει μία καλή και μία κακή πλευρά. Οταν κερδίζει η ομάδα που υποστηρίζω, αυτό συμβαίνει είτε διότι είχε περισσότερη τύχη είτε διότι ήταν «γραφτό» να κερδίσει είτε διότι εκμεταλλεύθηκε τις περιστάσεις καλύτερα από τον αντίπαλο. Οταν όμως η ομάδα μου χάνει, εννέα φορές στις δέκα έχει αδικηθεί. Σχεδόν πάντα από τον διαιτητή. Και σχεδόν πάντα «βάσει σχεδίου». Λες και ο διαιτητής –που είναι άνθρωπος– δεν μπορεί να κάνει λάθος.
Είτε από ανικανότητα είτε εξαιτίας των περιστάσεων. Φυσικά, μπορεί να κάνει λάθος και από πρόθεση. Αυτό το λάθος, από πρόθεση, είναι που τρέφει το «βάσει σχεδίου» στο μυαλό του θεατή που η ομάδα του έχει ηττηθεί. Κάθε λάθος διαιτητή, για τον φίλαθλο ή τον οπαδό του οποίου η ομάδα έχει ηττηθεί, είναι λάθος από πρόθεση. Ενα λάθος που πρέπει να οδηγήσει σε μια ήττα «βάσει σχεδίου». Τα λάθη από πρόθεση και οι «ήττες βάσει σχεδίου» συμβαίνουν πάντα εκεί που το παιχνίδι αναπτύσσεται σε περιβάλλον καχυποψίας και αδιαφάνειας. Και το περιβάλλον στο οποίο ζει και αναπτύσσεται εδώ και χρόνια το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι ένα περιβάλλον καχυποψίας και αδιαφάνειας.
Εκεί Οπου οι ήττες είναι πάντα «βάσει σχεδίου». Οχι όμως και οι νίκες. Οι νίκες είναι αποτέλεσμα ικανότητας. Ενας βολικός τρόπος σκέψης, που υιοθετεί μια απλοϊκή και συμφέρουσα ερμηνεία της τύχης, του πεπρωμένου και των περιστάσεων. Το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται το ελληνικό ποδόσφαιρο μαρτυρεί την ανωριμότητα και την ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται από την πολιτεία, τους παράγόντες, τους φιλάθλους και τους δημοσιογράφους.
Μια ανωριμότητα που, στην ουσία, κανέναν δεν ενοχλεί, αφού όλοι ωφελούνται από αυτήν. Ο καθένας την εμπορεύεται στη δική του αγορά. Με διαφορετικό περιτύλιγμα και σε διαφορετική τιμή. Αναρωτιέμαι πάντα στο τέλος μιας ποδοσφαιρικής Κυριακής, με τη στυφή γεύση της καχυποψίας για ένα ή περισσότερα αποτελέσματα, τι νόημα έχει να κρίνεις και να καταδικάσεις συμπεριφορές. Που όσες φορές και να τις καταδικάσεις, άλλες τόσες θα επαναληφθούν. Αφού έτσι διαιωνίζεται μια κατάσταση που βολεύει όλους. Διότι βολεύονται οι «δήθεν» παράγοντες με τον αέρα του τσαμπουκά και οι «σοβαροί» επενδυτές. Η πολιτεία «πόντιος Πιλάτος».
Οι αδικημένοι φίλαθλοι και οι ικανοποιημένοι οπαδοί. Οι συνταξιούχοι καθηγητές διαιτησίας, που ξεδιαλύνουν στα μόνιτορ όλα όσα έκαναν λάθος στα γήπεδα όταν σφύριζαν. Οι δημοσιογράφοι του «εμείς σας είχαμε προειδοποιήσει» και οι δημοσιογράφοι του «εγώ απλώς κάνω τη δουλειά μου». Όλοι, σαν την ορχήστρα του Τιτανικού που συνέχιζε να παίζει για να μην κυριαρχήσει ο πανικός, την ώρα που τα παγωμένα νερά του Ατλαντικού κατάπιναν γοργά το «αβύθιστο» κρουαζιερόπλοιο. Αναρωτιέμαι.
Το πνεύμα της Πορτογαλίας αποδείχτηκε μια φενάκη, που λειτούργησε για λίγο, σε δεκάρικες εξαγγελίες πολιτικών και ποδοσφαιροπαραγόντων. Τώρα, ως φαίνεται, το πρόβλημα του ελληνικού ποδοσφαίρου είναι μόνον οργανωτικό και θα λυθεί όταν αρχίσει να λειτουργεί η Super λίγκα, η Pro λίγκα ή κάποια άλλη λίγκα που θα έχει οπωσδήποτε ξένο, κατά προτίμηση αγγλικό όνομα. Λες και ένα ρεμάλι αλλάζει χαρακτήρα όταν κάποιος από την παρέα του τού κολλήσει το παρατσούκλι «σερ».
Εχει νόημα να εύχομαι καλύτερο ποδοσφαιρικό θέαμα για το 2006 ή απλώς μπορώ να ελπίζω σε κάποιο θαύμα, όσο κι αν έχω κουραστεί τόσα χρόνια να ελπίζω;