Το μοντέλο ποδοσφαίρου που φανταζόμαστε ή που θέλουμε να παίζει η αγαπημένη μας ομάδα και που το έχουμε μέσα στο κεφάλι μας δεν εμφανίζεται ποτέ στο παρόν, στο τώρα, παρ’ όλο που μπορούμε να το εντοπίσουμε στο παρελθόν ή να ελπίζουμε πως θα το απολαύσουμε στο μέλλον. Και αφού το ιδανικό μοντέλο ποδοσφαίρου υπάρχει –το έχουμε, άλλωστε, στο μυαλό μας- κάποιος έχει ευθύνη που δεν εφαρμόζεται.
Αντιπαρέρχομαι την εκτίμηση ότι τα ιδανικά μοντέλα ποδοσφαίρου μπορεί να είναι τόσα όσοι και οι υποστηρικτές μιας ομάδας και εστιάζω την προσοχή μου στον υπεύθυνο. Κάποιες φορές είναι ο πρόεδρος της ομάδας, που δεν έβαλε το χέρι βαθιά στην τσέπη, ώστε η ομάδα να αποκτήσει εκείνους τους ποδοσφαιριστές που θα την έκαναν ασυναγώνιστη.
Κάποιες άλλες φορές –λιγότερες αυτές– υπεύθυνος είναι ο ή οι παράγοντες που έπεισαν τον πρόεδρο να κάνει εκείνη τη μεταγραφή από την οποία θα έβγαζαν τη μίζα τους και παράλληλα εμπόδισαν την πραγματοποίηση της μεταγραφής που είχε πραγματικά ανάγκη η ομάδα. Άλλες φορές η ευθύνη ανήκει στους δημοσιογράφους, μερικοί εκ των οποίων έχουν στενή σχέση με μάνατζερ ποδοσφαιριστών, οι οποίοι δημιουργούν κλίμα υπέρ ή κατά κάποιου ποδοσφαιριστή. Ο συνηθέστερος, όμως, υπεύθυνος είναι ο προπονητής, ο οποίος πληρώνει την αποτυχία της οικοδόμησης ενός ανταγωνιστικού συλλόγου μέσα στο γήπεδο. Καλός, για τους οπαδούς των μεγάλων ομάδων, είναι ο προπονητής που δεν χάνει στα ντέρμπι, που κερδίζει τίτλους, που κάνει τα χατίρια της κερκίδας και καλές πορείες στην Ευρώπη.
Για τους οπαδούς των ομάδων μεσαίας δυναμικότητας, καλός είναι ο προπονητής που μπορεί να «βγάλει» την ομάδα στην Ευρώπη ή να κατακτήσει το Κύπελλο, που θα κερδίσει οπωσδήποτε όλες τις άλλες ομάδες που είναι της ιδίας δυναμικότητας και που θα κερδίσει όλους τους μεγάλους στην έδρα της. Για τους οπαδούς των μικρών, καλός προπονητής είναι αυτός που θα κρατήσει την ομάδα στην πρώτη εθνική, που θα κάνει κάποιες τρανταχτές νίκες και που μπορεί να προχωρήσει στο Κύπελλο. Σχεδόν ποτέ στον προπονητή δεν αναγνωρίζονται ελαφρυντικά σε περίπτωση αποτυχίας. Δεν εξετάζουμε το ενδεχόμενο να μην έχει στη διάθεσή του αγωνιστικό υλικό τέτοιας ποιότητας που να του επιτρέπει να πρωταγωνιστήσει ή να αποφύγει τον υποβιβασμό.
Επίσης, μας διαφεύγει το γεγονός ότι, ενώ όλοι ομολογούν πως το χτίσιμο μιας ομάδας χρειάζεται χρόνο, ο προπονητής δουλεύει διαρκώς κάτω από αφόρητη πίεση, προκειμένου να παρουσιάσει θετικά αποτελέσματα σε όσο το δυνατόν μικρότερο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, ο προπονητής έχει ένα ακόμα σημαντικό μειονέκτημα.
Το ιδανικό μοντέλο ποδοσφαίρου που έχει στον νου του δεν ταυτίζεται με εκείνο που υπάρχει στο δικό μας μυαλό. Πόσο όμως συμβάλλει στην αγωνιστική μεταμόρφωση μιας ομάδας η απομάκρυνση ενός προπονητή ο οποίος θεωρείται ότι απέτυχε;
Μια μελέτη Γερμανών ερευνητών, που παρουσιάστηκε πριν από 2 χρόνια, δείχνει ότι η απόλυση ενός προπονητή μεσούσης της περιόδου και η αντικατάστασή του από άλλον δεν βοηθά καθόλου στην αγωνιστική ανάκαμψη της ομάδας. Ερευνητές του πανεπιστημίου του Μίνστερ μελέτησαν 35 χρόνια ιστορίας της Μπουντεσλίγκα και ανέλυσαν τον αντίκτυπο που είχαν 206 αλλαγές προπονητών μέσα σε μία αγωνιστική περίοδο.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης, στα πρώτα τρία ή τέσσερα παιχνίδια που ακολουθούν την αντικατάσταση ενός προπονητή η ομάδα παρουσιάζει μια κάποια αγωνιστική βελτίωση, η οποία όμως δεν διαρκεί όσο ήλπισαν οι φίλαθλοι ή ο πρόεδρος της ομάδας. Αυτό υποστήριξε η μία εκ των δύο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, η Αλεξάνδρα Τιπενάουερ, ο πατέρας της οποίας, ο Χανς Ντίτερ Τιπενάουερ, ήταν προπονητής σε ομάδες της Μπουντεσλίγκα και απολύθηκε μάλιστα το 1980 από τον πάγκο της Αρμίνια Μπίλεφελντ. Εξετάζοντας μια μεγαλύτερη χρονική περίοδο, που προηγείται και έπεται της απόλυσης ενός προπονητή, συγκεκριμένα μια χρονική περίοδο 12 παιχνιδιών, η μελέτη υποστηρίζει ότι η απόδοση της ομάδας δεν παρουσιάζει διαφορές. Ενα από τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης δείχνει ότι το 70% των ομάδων που απέλυσαν τους προπονητές τους μεσούσης της περιόδου τερμάτισε στο χαμηλότερο 1/3 της τελικής βαθμολογίας του πρωταθλήματος. Σε ό,τι αφορά στις ομάδες που απολύουν έναν προπονητή και προσλαμβάνουν κάποιον άλλον προκειμένου να αποφύγουν τον υποβιβασμό, ούτε αυτή η επιλογή λειτουργεί.
Σύμφωνα με τη μελέτη, το 59,6% των ομάδων που υιοθέτησαν αυτή την επιλογή δεν κατάφερε να αποφύγει τον υποβιβασμό, ενώ μόνο το 37% των ομάδων που αντιμετώπισαν προβλήματα και δεν άλλαξαν προπονητή υποβιβάσθηκε. Λέγεται ότι υπάρχουν ψέματα, μεγάλα ψέματα, και οι στατιστικές. Τα συμπεράσματα της μελέτης δεν είναι κανόνες για το ποδόσφαιρο. Θα είχε ενδιαφέρον, όμως, να βλέπαμε τι συμπεράσματα θα προέκυπταν από μια ανάλογη έρευνα στην Ελλάδα. Αλλωστε, μην ξεχνάτε ότι οι στατιστικές είναι σαν τη μίνι φούστα. Μπορεί να σου δίνουν μερικές καλές ιδέες, αλλά δεν σου αποκαλύπτουν το αντικείμενο του πόθου.