Το μεγάλο μπαμ στις αμοιβές των αθλητών στις ΗΠΑ πέρασε τον Ατλαντικό και οι νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης καθορίζουν πλέον τα πάντα. Δεν υπάρχει πια «δίκαιη» ή «υπερβολική» τιμή

Προσπαθήστε να φανταστείτε τη σκηνή. Είναι ένα από εκείνα τα γκρίζα, βροχερά σαββατιάτικα απογεύματα του Νοεμβρίου, με μια αραιά ομίχλη, που το Λονδίνο έχει σαν σήμα κατατεθέν του. Εχει ήδη νυχτώσει. Αλλωστε, νυχτώνει νωρίς τέτοια εποχή του χρόνου. Παρ' όλα αυτά το «Χάιμπουρι» είναι γεμάτο. 'Η σχεδόν γεμάτο. Η Λίβερπουλ έχει κερδίσει ένα κόρνερ από τα δεξιά. Ο Τζέραρντ το χτυπά και στέλνει την μπάλα στην καρδιά της άμυνας της Αρσεναλ. Εκεί, στο σημείο του πέναλτι περίπου, ο Ασλεϊ Κόουλ σηκώνεται για να διώξει με το κεφάλι. Για παίκτες της κλάσης του, τέτοιες φάσεις είναι ρουτίνα. Θέλεις η βροχή, θέλεις τα φάλτσα που είχε η μπάλα, τα φώτα, ίσως και η τύχη, παίζουν του Κόουλ ένα πολύ βρόμικο παιχνίδι. Η μπάλα φεύγει με δύναμη από το κεφάλι του και καρφώνεται στην αριστερή γωνία του τερματοφύλακα της Αρσεναλ, που έχει χαζέψει, σαν τον πιτσιρικά που βλέπει τον Μάικλ Τζόρνταν να περνάει δίπλα του. Πάρα πολλοί φίλοι της Αρσεναλ σκέφτονται εκείνη τη στιγμή. «Τζάμπα λεφτά». Γιατί όταν παίρνεις 400 χιλιάδες ευρώ τον μήνα, περίπου, δεν μπορείς να κάνεις τέτοια λάθη.

Φαντάζομαι ότι πολύ λιγότερο αποδεκτά θα είναι τέτοια λάθη αν ο Κόουλ από το καλοκαίρι φορά τη φανέλα της Ρεάλ Μαδρίτης, πράγμα που πολύ θα ήθελε. Είναι σίγουρο ότι από τους Μαδριλένους ο Κόουλ θα πάρει περισσότερα χρήματα, αφού και η εφορία στην Ισπανία είναι πολύ περισσότερο «ευγενική» από την αγγλική, που στα 100 ευρώ παίρνει τα 50. Στην Ισπανία, η εφορία δεν θα έπαιρνε περισσότερα από 32 ευρώ στα εκατό.

Κάθε φορά που το συμβόλαιο ενός ποδοσφαιριστή πλησιάζει στη λήξη του, ο ποδοσφαιριστής ή ο μάνατζέρ του καρφώνουν ένα νούμερο στο μέτωπο και αρχίζουν τις διαπραγματεύσεις. Οσο καλύτερος θεωρείται ο ποδοσφαιριστής, τόσο μεγαλύτερο είναι το νούμερο και τόσο σκληρότερες είναι οι διαπραγματεύσεις. Σε πολλούς, ίσως και όχι άδικα, έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι επαγγελματίες ποδοσφαιριστές έχουν μόνο τσέπες και καθόλου «ψυχή».
Η αλήθεια είναι ότι μια καλή μεταγραφή μπορεί να εξασφαλίσει τη ζωή κάποιου, αφού πλέον οι αμοιβές των ποδοσφαιριστών έχουν ξεφύγει από κάθε λογική. Ισως οι ποδοσφαιριστές να παίρνουν μετά τον Μποσμάν την εκδίκησή τους.

Πριν από λίγα χρόνια, οι παράγοντες των ομάδων στην Αγγλία αποκαλούνταν fat cats. Γιατί τα πολλά χρήματα πήγαιναν στις δικές τους τσέπες. Τώρα, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Και δεν χρειάζεται να το αρνιόμαστε. Ολοι θα θέλαμε να βρισκόμασταν στη θέση του Κόουλ όταν υπογράψει το νέο του συμβόλαιο. Είτε με την Αρσεναλ είτε -το πιθανότερο- με τη Ρεάλ. Τα χρήματα, που κάνουν τον κόσμο να γυρίζει, δεν μπορούσαν να αφήσουν το ποδόσφαιρο ανεπηρέαστο.
Το μεγάλο μπαμ στις αμοιβές των αθλητών στις ΗΠΑ πέρασε τον Ατλαντικό και οι νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης καθορίζουν πλέον τα πάντα. Δεν υπάρχει πια «δίκαιη» η «υπερβολική» τιμή. Αυτά που δεν μπορείς να πάρεις από την ομάδα που βρίσκεσαι, κάποια άλλη είναι πρόθυμη να σου τα δώσει. Τα μεγάλα ποσά των μεταγραφών, όπως γνωρίζουν όλοι οι φίλαθλοι, έχουν επίδραση και σε άλλα στοιχεία του παιχνιδιού. Στις τιμές των εισιτηρίων, για παράδειγμα, ή στις φανέλες των ομάδων που πωλούνται στις μπουτίκ. Στην Αγγλία ή την Ισπανία οι φίλαθλοι μπορεί να γκρινιάζουν, αλλά τα γήπεδα γεμίζουν και ένα σωρό πιτσιρικάδες γυρνάνε με τη φανέλα του Ρούνεϊ, του Ροναλντίνιο, του Μπέκαμ ή του Ρονάλντο.

Φυσικά, το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο δεν είναι το μόνο σπορ που παρουσιάζονται τέτοια φαινόμενα. Πριν από τρία ή τέσσερα χρόνια, η αμερικανική ομάδα του μπέιζμπολ Texas Rangers πλήρωσε 252 εκατομμύρια δολάρια για να έχει στη σύνθεσή της τον Αλεξ Ροντρίγκεζ για τα επόμενα 10 χρόνια. Μια μεταγραφή - ορόσημο στο αμερικανικό μπέιζμπολ. Ο Αμερικανός οικονομολόγος Ρόμπερτ Φρανκ, που μελετά αυτό που πλέον ονομάζεται «οικονομία των σπορ», εκτιμά ότι ζούμε στην κοινωνία του «The winner-takes-it-all». Ο νικητής τα παίρνει όλα. Ο Κόουλ, στο τέλος της ερχόμενης χρονιάς, μπορεί να έχει μέση απόδοση που να είναι ελαφρώς καλύτερη από αυτήν που θα έχει ένας αμυντικός της Γουλβς ή της Γουότφορντ. Η αμοιβή του, όμως, θα είναι πολλαπλάσια της αμοιβής των άλλων δύο.

Το ίδιο πράγμα συμβαίνει και αλλού. Στην όπερα, για παράδειγμα. Πρακτικά, η ποιοτική διαφορά ανάμεσα στον Πλάθιντο Ντομίνγκο και τον 20ό καλύτερο τενόρο στον κόσμο είναι πολύ μικρή. Η διαφορά στις αμοιβές τους, όμως, είναι τεράστια.
Το φαινόμενο αυτό οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι αγορές έχουν γίνει πολύ μεγάλες και περισσότερο πολύπλοκες, πράγμα που επιτρέπει στους καλύτερους επαγγελματίες να προβάλλουν το προϊόν τους (δηλαδή τον ίδιο τον εαυτό τους) σε μεγαλύτερη έκταση. Η δυνατότητα κερδοφορίας του ονόματος του Πλάθιντο Ντομίνγκο έχει γίνει πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι στο παρελθόν χάρη στις τεχνολογικές ανακαλύψεις. Εκτός από το βινύλιο, υπάρχουν τα CD’s τα DVD και οι βιντεοταινίες.

Ετσι συμβαΙνει και με τους ποδοσφαιριστές. Από τη μεσαία ομάδα πάνε στη μεγάλη, μεγαλύτερη δημοτικότητα, περισσότερες εμφανίσεις, παιχνίδια στην Ευρώπη, σπόνσορες, διαφημίσεις. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι οι μεγαλύτερες αγορές έχουν προκαλέσει και την άνοδο της οικονομικής αξίας των επαγγελματιών στον αθλητισμό, όπως ακριβώς συμβαίνει και στις επιχειρήσεις, στις οποίες οι καλοί μάνατζερ, αλλάζουν εταιρείες με πριμ εκατομμυρίων.
Ο παραλογισμός των αμοιβών, όμως, έχει ξαναφέρει στην επιφάνεια το θέμα του Σάλαρι Καπ, που θεωρείται ότι μπορεί να μειώσει το άνοιγμα μεταξύ ισχυρών και αδύναμων. Και αυτό θα είναι καλό για το ίδιο το παιχνίδι, αφού θα γίνει λιγότερο προβλέψιμο, άρα θα αποκτήσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube