Το σύμπαν-Παναθηναϊκός μοιάζει να είναι δύο παράλληλοι κόσμοι. Ξένοι, μεταξύ τους. Ο ένας είναι ο κόσμος της ομάδας. Του ποδοσφαιρικού τμήματος. Η ουσία. Ο άλλος είναι ο κόσμος της διοίκησης και του περιγύρου της. Η επικοινωνία. Το παρακολούθημα της ουσίας.
Ποδοσφαιρική πολιτική, εξ ορισμού, πρωτίστως παράγει η ομάδα. Η ΠΑΕ, επίσης εξ ορισμού, έπεται. Υπό την έννοια ότι προέχει τι ποδόσφαιρο παίζεται. Και ακολουθεί τι λέμε για το ποδόσφαιρο που παίζεται. Αυτό, στο σύμπαν-Παναθηναϊκός, δεν φαίνεται να είναι τόσο ξεκάθαρο.
Θυμίζει το πράγμα την κυβέρνηση. Οπου το φαίνεσθαι μπαίνει πάνω από το είναι. Εάν ισχύει η εικόνα, ότι ο τόπος κυβερνάται από έναν καναπέ κι ένα τηλεκοντρόλ (βλέπουμε τι παίζουν τα κανάλια κι αναλόγως πράττουμε), τότε με τον Παναθηναϊκό το παρεμφερές είναι ότι, τις πρώτες ώρες μετά την ήττα απ' τον Ολυμπιακό, έβγαινε σαφής η αγωνία.
Ποιοι θα εμφανιστούν, το ίδιο βράδυ, στην TV. Τι θα πουν. Κατ' επέκτασιν, τι θα γράψουν αύριο οι εφημερίδες. Κατά περαιτέρω επέκτασιν, τι θέλουμε να γράψουν. Η επέκταση της επεκτάσεως είναι πώς θα τις πειθαναγκάσουμε να γράψουν ό,τι θέλουμε. Η συνέχεια, κατόπιν τούτου, αναμενόμενη.
Οταν η επικοινωνία αναδεικνύεται ως πιο σημαντική κι απ' την ουσία, το αποτέλεσμα (λόγω της επιδράσεως του ενός κόσμου του σύμπαντος-Παναθηναϊκός πάνω στον άλλον) είναι ότι σε ένα λεπτό μονταρισμένων δηλώσεων του Εκι, μετά το ντέρμπι, ακούγεται τουλάχιστον πέντε φορές η λέξη «διαιτητής».
Θυμίζει, γενικότερα, την εποχή μας. Είναι η εποχή της τηλεορασεοκρατίας. Απ' τα συμπτώματα της εποχής υποφέρει και η διαιτησία. Φάσεις που διαρκούν όσο το ν' ανοιγοκλείσεις τα βλέφαρα και απαιτούν απόφαση προτού μεσολαβήσει ολόκληρο τικ-τακ, απομονώνονται σε αυστηρές συνθήκες εργαστηριακής ανάλυσης. Η πλήρης αποστείρωση της μπάλας.
Εκεί, ο πραγματικός χρόνος (τα βλέφαρα) επιμηκύνεται, για την καρέ-καρέ μελέτη, δραματικά. Ο δε διαθέσιμος χρόνος, για να καταλήξει ο μελετητής στο «ασφαλές» συμπέρασμα, είναι απείρως πολλαπλάσιος του ενός τικ-τακ. Το σύνηθες είναι ότι φτάνουμε στο οξύμωρο, ο διαιτητής να 'χει πέσει έξω (στη μία φάση ή στις δύο) αλλά να 'ναι στ' αλήθεια, στην πραγματική και όχι στην τηλεοπτική ζωή, καλός. Το ακόμα πιο αστείο, που μπορεί να συμβεί, είναι ο όντως κακός διαιτητής να 'χει... κατά σύμπτωσιν αποφασίσει σωστά (στη μία κορώνα-γράμματα φάση ή στις δύο), οπότε αποδίδεται πάλλευκος στην κοινή γνώμη!
Η τηλεορασεοκρατία βασανίζει, επίσης, τους παίκτες και τις συμπεριφορές τους. Εκδηλώνονται μες στην άψη της μάχης, κρίνονται στην ψυχρή ατμόσφαιρα του στούντιο. Εχει, όσο να 'ναι, απόσταση. Ισχύει απολύτως ό,τι αργότερα είπε ο -αναμεμιγμένος στον στιγμιαίο καβγά με τον Γκονσάλες- Οκκάς. «Ναι, είμαι κατακριτέος, έβαλα την ομάδα μου σε κίνδυνο αποβολής. Αλλά δίχως τέτοιες στιγμές δεν υπάρχει ντέρμπι Ολυμπιακού - Παναθηναϊκού». Τα συγχαρητήριά μου στον ρέφερι, που επί τόπου έθεσε την κατανόηση του προφανούς, αυτού που ο Οκκάς ανέδειξε, πάνω απ' την εφαρμογή του γράμματος του κανονισμού. Που ανέδειξε, ως αναμενόταν, η τηλεορασεοκρατία.
Αντί επιλόγου, δύο σκέψεις, κι ας πέσουν χάμω, εν συνεχεία όσων εκθέσαμε (για τους «πράσινους» κολλεγιόπαιδες και για τους «κόκκινους» ήρωες της μέσης ηλικίας) χθες:
• Η μία, για τον Παναθηναϊκό. Για την αναζήτηση ηγέτη, των ηγετών που θα στηρίξουν και θα εκτοξεύσουν τους πολύ αξιόλογους νέους. Μήπως -μια ιδέα είναι- ν' αρχίσουν μεταξύ άλλων να ψάχνουν την περίπτωση (και να καλλιεργήσουν πρόσφορο έδαφος) επαναπατρισμού του Γιώργου Καραγκούνη;
• Η άλλη, για τον Ολυμπιακό. Οι γέροι κι οι πιτσιρικάδες έχουν και τα καλά τους, έχουν και τα κακά τους. Όπως απολαμβάνουμε τα μεν, ωφελεί να 'μαστε προετοιμασμένοι για (και, εν τέλει, ν' αποδεχόμαστε) τα δε. Ο 34χρονος Ριβάλντο «πεθαίνει» να μείνει εδώ. Στο όμορφο απάγκιο. Ο 23χρονος Τουρέ, στο ίδιο εδώ, νιώθει πως δεν τον χωράει ο τόπος. «Πεθαίνει» να ξανοιχτεί στον ωκεανό.
Φυσικό είναι, και το ένα και το άλλο. Όπως φυσικό είναι ότι ο 34χρονος Ριβάλντο παίρνει λεφτά για να 'ναι εδώ, ενώ ο 23χρονος Τουρέ φέρνει λεφτά για να πάει κάπου καλύτερα από εδώ. Δεν μπορεί κανείς στη ζωή να τα 'χει όλα.