Ο Θοδωρής Ζαγοράκης είναι έξαλλος με πρωτοσέλιδο εφημερίδας που τον καλούσε να φύγει από την Εθνική την επομένη ενός αγώνα στον οποίο δεν ήταν κακός και μάλιστα σημείωσε το δεύτερο γκολ της καριέρας του. Το θέμα στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι δυστυχώς η απόδοση του ποδοσφαιριστή, αλλά το είδος της δημοσιογραφικής κριτικής και το γιατί φτάσαμε σε ένα τέτοιο σημείο. Σιγά σιγά η Εθνική ομάδα αντιμετωπίζεται ολοένα και με λιγότερο αγωνιστικά κριτήρια, αφού μοιάζει να είναι μία μη φυσιολογική ομάδα.
Δικαιούται κάποιος να καλεί έναν ποδοσφαιριστή να φύγει από την Εθνική ή να σταματήσει το ποδόσφαιρο; Σε πρώτη σκέψη θα απαντούσα ότι κάτι τέτοιο δεν έχει το δικαίωμα να το κάνει κανείς. Ο δημοσιογράφος μπορεί καλόπιστα να επισημάνει ότι ένας παίκτης δεν έχει την πρέπουσα, για την περίπτωση, απόδοση. Μπορεί επίσης να επιχειρηματολογήσει υπέρ ή κατά μιας κλήσης ενός ποδοσφαιριστή: συμβαίνει σε όλον τον κόσμο. Το να υποδεικνύεται, όμως, σε έναν παίκτη να φύγει, μου μοιάζει παράταιρο: σε τελική ανάλυση, ο Ζαγοράκης δεν πάει στην Εθνική μόνος του, πάει γιατί τον καλούν. Η ευθύνη της παρουσίας του δεν μπορεί να βαραίνει τον ίδιο, αλλά όσους κάνουν τις κλήσεις. Αυτό λέει η λογική. Η λογική όμως και η συγκεκριμένη ομάδα είναι δύο πράγματα πολύ διαφορετικά.
Θέση
Πιάνομαι επίτηδες από την περίπτωση του Ζαγοράκη, γιατί ξέρω ότι θα παρεξηγήσει τη θέση μου λιγότερο από κάποιους άλλους. Το πρόβλημα στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι η επισήμανση μιας εφημερίδας: είναι το γιατί αυτή γίνεται. Θα ήταν κουτό να υποστηρίξει κάποιος ότι αυτή η επισήμανση γίνεται, γιατί μια εφημερίδα έχει πρόβλημα με έναν ποδοσφαιριστή ή με την Εθνική ομάδα: γιατί να έχει; Το κίνητρο μιας τόσο υπερβολικής -εν μέρει άδικης- και σίγουρα άκομψης δημοσιογραφικής παρέμβασης δεν έχει να κάνει με αντιπάθειες και συμπάθειες, αλλά με κάτι άλλο: ουσιαστικά ο Ζαγοράκης καλείται να πάρει ο ίδιος την απόφαση να σταματήσει, γιατί εκτιμάται ότι δεν υπάρχει κανείς άλλος, πλην του ιδίου, που να έχει το ηθικό σθένος να του το προτείνει.
Εκτίμηση
Από τη στιγμή που στην Εθνική ομάδα αποφασίστηκε (;!) να γίνει ένα είδος παράξενης αυτοδιαχείρισης, είναι τελείως λογικό η κριτική (ειδικά για τέτοιου είδους ζητήματα) να γίνεται στους παίκτες και όχι στον Ρεχάγκελ. Αν ο προπονητής είχε αλλάξει και ο νέος καλούσε πάλι τον Ζαγοράκη, καμία κριτική δεν θα γινόταν στον αρχηγό: είμαι βέβαιος. Αν τώρα γίνεται, είναι γιατί υπάρχει μια διάχυτη εντύπωση ότι μετά το Euro η εσωτερική ιεραρχία της Εθνικής άλλαξε: δεν είναι όλοι οι παίκτες ίδιοι, αλλά ότι οι πρωταθλητές Ευρώπης έχουν μεγαλύτερο ρόλο από τους υπόλοιπους. Η εντύπωση αυτή δεν είναι αυθαίρετη –αρκεί κανείς να επισημάνει ότι στην Εθνική καλούνται ποδοσφαιριστές που δεν αγωνίζονται στις ομάδες τους! Είναι απολύτως κατανοητό ότι το κατόρθωμα της Πορτογαλίας τούς έκανε όλους περισσότερο φίλους. Είναι επίσης ανθρώπινο το ότι όταν συζητιόταν η παραμονή του Ρεχάγκελ, όλοι οι ποδοσφαιριστές του τάχθηκαν υπέρ της ανανέωσης του συμβολαίου του. Οταν όμως ανανεώνεις το συμβόλαιο ενός προπονητή χωρίς να κάνεις καμία τεχνική εκτίμηση της κατάστασης, ποντάροντας μόνο στο ότι οι παίκτες τον βλέπουν σαν καλό πατερούλη και οι φίλαθλοι τον αγαπούν, είναι απόλυτα βέβαιο ότι θα οδηγηθείς σε τέτοιου είδους αδιέξοδα.
Συμβόλαιο
Την περασμένη εβδομάδα, πριν από την ανακοίνωση της αποστολής στο Ριάντ, διάβαζα τα ρεπορτάζ. Ο Καραγκούνης, λέει, τηλεφωνούσε για να τον καλέσουν, μπας και παίξει κάνα ματς, αφού στην Μπενφίκα δεν υπολογίζεται. Ο Μπασινάς είχε προτάξει την υπόθεση υπογραφής νέου συμβολαίου και θα πήγαινε στο Ριάντ μόνο αν στο μεταξύ συμφωνούσε με την ΑΕΚ. Από τέτοιες μικρές ασήμαντες λεπτομέρειες καταλαβαίνει κανείς ότι δεν υπάρχει στις τάξεις αυτής της ομάδας τίποτε από εκείνη τη μαγιά που την έκανε μεγάλη. Θα τολμούσε κάποιος ποδοσφαιριστής να πει στον Ρεχάγκελ πριν από τέσσερα χρόνια ότι δεν θα πάει σε ένα φιλικό, γιατί διαπραγματεύεται το συμβόλαιό του; Δεν το πιστεύω! Εδώ ο Γεωργάτος, επειδή διαμαρτυρήθηκε για μια τεχνική οδηγία, δεν ξανακλήθηκε ποτέ του!
Ψυχραιμία
Η ιστορία του θυμού του Ζαγοράκη είναι διδακτική. Μια εφημερίδα τού ζήτησε να σταματήσει μόνος του και αυτός θύμωσε, απαντώντας ότι δεν σεβάστηκαν την προσφορά του: βρήκα τον θυμό του λογικό, αν και ο Θοδωρής έχει διαβάσει τόσα πολλά ώστε θα περίμενα να αντιδράσει πιο ψύχραιμα. Δεν βρήκα λογική, όμως, τη στάση του Ρεχάγκελ και του Γκαγκάτση, οι οποίοι για να τον καθησυχάσουν του είπαν ότι θα παίζει στην Εθνική μέχρι να κρεμάσει τα παπούτσια του, για όσο γουστάρει ο ίδιος: τα ίδια, διαβάζω, είπαν και στον Δέλλα, τον Καψή, τον Φύσσα, τον Νικοπολίδη. Δεν έχω τίποτα με τα παιδιά (ίσα ίσα).
Αναρωτιέμαι, όμως, από πού προκύπτει η βεβαιότητα του Γκαγκάτση και του Ρεχάγκελ ότι η απόδοσή τους και η προσφορά τους θα είναι τέτοιες ώστε να δικαιούνται την κλήση. Από πότε η συμμετοχή σε μία ομάδα έγινε κληρονομικό δικαίωμα;
Αχάριστοι
Ο αντίλογος είναι ότι δεν πρέπει να είμαστε αχάριστοι απέναντι στους ήρωές μας. Καμία αντίρρηση. Μόνο που η φθορά ενός μύθου ισοδυναμεί με την καταστροφή του. Προσπαθώντας να μην είμαστε αχάριστοι, κινδυνεύουμε να γίνουμε αυτοκαταστροφικοί. Οι δικοί μας ήρωες πρέπει να φύγουν από το εθνικό συγκρότημα με ψηλά το κεφάλι και αυτό θα συμβεί μόνο αν η τελευταία εικόνα που θα δείξουν είναι η πρέπουσα. Δεν λέω ότι πρέπει να σταματήσουν και ξέρω πολύ καλά ότι όλοι έχουν τη θέληση να δώσουν πολλά. Χρήσιμος όμως στρατιώτης είναι αυτός που μπορεί να πολεμήσει και όχι απαραίτητα ο ήρωας που κάποτε πήρε παράσημα. Η Εθνική κινδυνεύει να βρεθεί με πολλούς ήρωες και λίγους στρατιώτες.