Η τυπική δήλωση των ποδοσφαιριστών που πάνε σε νέα ομάδα από κάποια με την οποία η σχέση τελείωσε άσχημα είναι «Δεν είχα να αποδείξω τίποτα. Το ματς για μένα δεν ήταν εκδίκηση». Αφού από λόγους παράδοσης κάνω τη δήλωση για λογαριασμό του Λουτσιάνο και του Τουρέ, θα πρέπει να γράψω ότι, από τη μέρα που ο Κόμης Μοντεκρίστο δραπέτευσε από τη φυλακή του Ιφ για να εκδικηθεί τους ανθρώπους που τον συκοφάντησαν, δεν έχει ξαναπαιχτεί τέτοια ιστορία εκδίκησης όπως αυτή που έγραψαν στο γήπεδο της Νέας Σμύρνης οι δύο παίκτες.

Πριν από πεντέμισι χρόνια, ενώ είχε πάρει διαβεβαιώσεις ότι το συμβόλαιό του θα ανανεωθεί, μια μέρα πριν τελειώσουν οι μεταγραφές, ο Λουτσιάνο μάθαινε από τον Γιώργο Λούβαρη ότι έπρεπε να βρει ομάδα. Ο λόγος της άκομψης λύσης της συνεργασίας δεν έγινε ποτέ γνωστός. Δεν χρειαζόταν, όμως, να είναι κάποιος μάντης για το πώς από εκείνη τη μέρα ένιωθε ο Λουτσιάνο, όταν χρειάστηκε να πάει στην Κύπρο για να συνεχίσει την καριέρα του. Οπως και δεν χρειάζεται να είναι κανείς ψυχαναλυτής για να μαντέψει τα αισθήματά του απέναντι στην Ξάνθη όταν απομακρύνθηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Δεν είχε παρά να παρατηρήσει τις κινήσεις του όταν χθες μπήκε στο γήπεδο της Νέας Σμύρνης ζητώντας συνεχώς την μπάλα για να αποδείξει ότι το μεγαλύτερο μίσος βγαίνει από παλιές αγάπες που προδόθηκαν.
Πριν από δέκα μήνες, ο Κωνσταντίνου «εκτελούσε» από το ένα μέτρο τον Νικοπολίδη βάζοντας τον Παναθηναϊκό στο κυνήγι του τίτλου. Δύο μήνες αργότερα, ο Κωνσταντίνου θα γινόταν κακό παιδί. Επειτα από ένα μήνα θα γινόταν ο προδότης που ενώ είχε υποσχεθεί ότι θα έψαχνε για ομάδα στο εξωτερικό κατέληγε στον Ολυμπιακό. Η αλήθεια θα χανόταν ανάμεσα σε επικοινωνιακά παιχνίδια για τις διαθέσεις του Κύπριου να συνεχίσει στο εξωτερικό, για πληροφορίες περί εξευτελιστικής προσφοράς και για φήμες για την ερωτική ζωή του παίκτη. Ο καθένας πίστευε αυτό που τον βόλευε. Το μόνο που δεν χρειαζόταν να σκεφτείς για να πιστέψεις είναι πως ο Κωνσταντίνου θα έδειχνε ότι «παλτό» τον φωνάζουν οι οπαδοί της ομάδας που δεν τον έχει.

Το μεν πάθος πρόθυμο, η δε σαρξ ασθενής. Τουλάχιστον στην περίπτωση του Λουτσιάνο, άντεξε μέχρι το 60ό λεπτό. Ήταν η διαφορά ανάμεσα στον Κωνσταντίνου και τον Λουτσιάνο, με τον πρώτο να συνεχίζει να τρέχει όταν τα 36 χρόνια του Λουτσιάνο τον είχαν προδώσει. Κάποιος μπορεί να προσθέσει ότι ο Κωνσταντίνου είχε τον Τζόρτζεβιτς και τον Ριβάλντο να σεντράρουν όταν ο Λουτσιάνο έπρεπε να περιμένει τον Μπρέσκα και τον Δημητριάδη να εμφανιστούν στην περιοχή. Η εικόνα όμως που έμεινε ήταν δύο παικτών που παίζουν για να θυμίσουν ότι είχαν αδικηθεί -και όσο υπάρχουν τέτοια πάθη, το ποδόσφαιρο δεν θα γίνει μια βιομηχανία θεάματος από ψυχρούς επαγγελματίες.

«Ναι, κι όμως, ένας αθλητικός συντάκτης μπορεί να ξέρει περισσότερα για το θέατρο απ’ όσο ένας άνθρωπος του θεάτρου». Φράση της Εύας Καϊλή στο «Big Fish». Και μετά θα μουρμουράμε όταν την επόμενη φορά βγει ο Αλέφας να λέει ότι είμαστε για το Δελφινάριο..

Η παραλία του Ρίο ντε Ζανέιρο χωρίζεται σε «πόστα». Κάθε πόστο έχει μήκος περίπου μισό χιλιόμετρο και με τα χρόνια έχει αποκτήσει χαρακτήρα. Για παράδειγμα το πόστο επτά μαζεύει τις πιτσιρίκες της Ιπανέμα, ενώ το οκτώ τις αδελφές. Το πόστο τέσσερα συγκεντρώνει τους κολλημένους με την μπάλα που όταν ο ήλιος πέσει συνεχίζουν να παίζουν με το φως των προβολέων ποδόσφαιρο και ποδοβόλεϊ στην άμμο μέχρι τις μεταμεσονύκτιες ώρες. Ακριβώς απέναντι βρίσκεται το ξενοδοχείο «Pestana Atlantica». Στη βεράντα της μιας από τις δύο σουίτες του 11ου ορόφου μπορούσα να παρακολουθώ το θέαμα. Έπειτα από πέντε μέρες παρακολούθησης Βραζιλιάνων κάθε ηλικίας να παίζουν μπάλα, μπορώ να γράψω ένα πράγμα. Οι άνθρωποι καταλαβαίνουν κάτι άλλο από αυτό που εμείς λέμε ποδόσφαιρο και παίζουν αυτό που εμείς εννοούμε μόνο και μόνο επειδή σε αυτό υπάρχει χρήμα.

Ο Βραζιλιάνος καταλαβαίνει το ποδόσφαιρο με τον τρόπο που ο τζαζίστας αντιλαμβάνεται τη μουσική. Ότι το να παίξεις μια μελωδία με απλό τρόπο είναι βαρετό και ότι παίζεις σε ένα συγκρότημα περιμένοντας τη σειρά σου για να κάνεις το σόλο σου και να δείξεις ότι εσύ είσαι ο βιρτουόζος της ομάδας. Για τον Βραζιλιάνο ο αντίπαλος είναι ο συμπαίκτης του, αφού πρέπει να μοιραστούν το ίδιο χειροκρότημα. Το αποτέλεσμα είναι ότι κάθε ένας κάνει το δικό του και ο επόμενος παίρνει την μπάλα για να δείξει ότι μπορεί να το κάνει καλύτερα.

Επειδή λοιπόν οι Βραζιλιάνοι αντιλαμβάνονται το ποδόσφαιρο ως ένα ατομικό παιχνίδι με την μπάλα, η άμμος που η πάσα δεν βολεύει τους ταιριάζει περισσότερο από το χόρτο, το έξι επί έξι της παραλίας περισσότερο από το 11 εναντίον 11 στο γήπεδο και το ποδοβόλεϊ των δύο εναντίον δύο καλύτερα απ’ όλα. Όπου στο ποδοβόλεϊ οι δύο παίκτες μπορούν να χτυπήσουν την μπάλα μέχρι τρεις φορές και το φιλέ είναι λίγο χαμηλότερα απ’ ό,τι στο κανονικό βόλεϊ και το πλασάρισμα γίνεται καλύτερα με κεφαλιά. Η συνηθισμένη φάση του ποδοβόλεϊ είναι ένα σερβίς με κλοτσιά όσο το δυνατόν πιο χαμηλά, υποδοχή με σήκωμα της μπάλας με το εσωτερικό σήκωμα από τον συμπαίκτη της μπάλας με χτύπημα στον ώμο και πλασάρισμα με κεφαλιά όσο το δυνατόν πιο κοντά και παράλληλα προς το δίχτυ των αντιπάλων ή κοντά στις γωνίες της γραμμής του άουτ. Η ικανότητα που χρειάζεται να είναι ανεπτυγμένη είναι το σήκωμα της μπάλας με τον ώμο. Είναι και ο λόγος που οι περισσότεροι Βραζιλιάνοι ποδοσφαιριστές μπορούν να κολλήσουν την μπάλα στο στήθος μέχρι να την πασάρουν με τον ίδιο τρόπο στα δέκα μέτρα. Επίσης το ποδοβόλεϊ είναι ο λόγος που οι Βραζιλιάνοι παίκτες φτάνουν στον σουρεαλισμό του να κάνουν ψαλίδι όταν ένας Ευρωπαίος θα πήδαγε για κεφαλιά.

Πολλές φορές, όταν η μπάλα πηγαίνει κοντά στο φιλέ και είναι χαμηλά, ο μόνος τρόπος να σηκωθεί στην τρίτη μπαλιά είναι με ψαλίδι. Κάνε, κάνε ψαλίδια, η ανάγκη γίνεται χούι. Στο γήπεδο κοντά την άσφαλτο της Avenida Atlantica, κάπου το απόγευμα, καθημερινά εμφανιζόταν για να παίξει ένας κοντός και γεμάτος μαύρος που όταν η μπάλα πήγαινε ψηλά έπιανε κεφαλιές. Όταν πήγαινε ψηλότερα έκανε πλάγιο ψαλίδι. Για να τον αντικαταστήσει ένας που το σπεσιαλιτέ του ήταν το τακουνάκι για τον αστράγαλο. Για να τον αντικασταστήσει άλλος που... Με τις ώρες να περνάνε και τις φιγούρες να αλλάζουν με την κάθε μία να ικτετεύει τον θαυμασμό. Μέχρι τα μεσάνυχτα, όταν τα πεντάχρονα από τις φαβέλες εμφανίζονταν για να ψάξουν τη δραπέτευση. Εκεί το θέαμα σταμάταγε να έχει πλάκα. Τουλάχιστον για να το παρακολουθείς από μια σουίτα των 300 δολαρίων όταν ξέρεις τη διαφορά ανάμεσα σε ένα παιχνίδι και ένα παιχνίδι για την επιβίωση.

«Τα πράγματα ήταν Ο.Κ. Για να το πω απλά και λαϊκά». Ο Πάνος Βόγλης στον Alpha, αποδεικνύοντας ότι εμείς από την Αλαμπάμα, όταν θέλουμε, τα λέμε έξω από τα δόντια. Ισάξιο του «Πάταξον μεν άκουσον δε, όπως λένε και στο χωριό μου», που είχε πει ο Χαρίλαος Φλωράκης όταν ήταν γραμματέας του κόμματος.

Ένα περίεργο τηλεπικοινωνιακό φαινόμενο παρατηρήθηκε στα κινητά δύο παικτών του Ολυμπιακού το Σάββατο το βράδυ. Το κινητό χτύπησε. Ακουσαν κάποιον να λέει «Γου. Χου. Μην ασχολείστε. Αύριο το βράδυ κερδίζουμε 2-0 και θα σας χαρίσουμε το πρωτάθλημα». Οι παίκτες τρελάθηκαν. Ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος με τον τσιγαρόβηχα; Εκτός αν ήταν ο Γεωργιάδης, που από χαρακτήρα για να πει «Θα νικήσουμε» η δήλωση πρέπει να γίνει σε μουγκούς συγγενείς πρώτου βαθμού, σε δωμάτιο ελεγμένο για κοριούς και είχε πάθει φιλογαυρική παράκρουση.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube