Σκηνές γραφικότητας και ποδοσφαιρικής καθυστέρησης. Μάγοι, βουντού και χοροί της βροχής. Τελετουργίες για την επίκληση των καλών πνευμάτων και ξόρκια που τρομοκρατούν τους αντιπάλους.
Ακατάληπτες γλώσσες και ένα πολύχρωμο και αλαλάζον πλήθος στις κερκίδες. Ποδοσφαιριστές οι οποίοι κινούνται χωρίς σχέδιο στον αγωνιστικό χώρο, προσπαθώντας να μιμηθούν τις εικόνες ενός παιχνιδιού που η Δύση έχει αναγάγει σε ένα προϊόν με υψηλή προστιθέμενη αξία. Αν κάποιος περίμενε ότι αυτή θα ήταν η κυρίαρχη εικόνα που θα έδινε στα μάτια του Ευρωπαίου παρατηρητή το Κύπελλο Εθνών της Αφρικανικής Ηπείρου, έκανε λάθος. Και μάλιστα μεγάλο. Οσο κι αν δεν διακρίνεται με την πρώτη ματιά, οι Αφρικανοί ποδοσφαιριστές γίνονται όλο και περισσότερο επαγγελματίες. Ακόμα κι αν δεν έχουν όλα τα χαρακτηριστικά του «επαγγελματία ποδοσφαιριστή» που έχουμε μάθει να αναγνωρίζουμε, μαθαίνουν γρήγορα.
Πολλοί από αυτούς παίζουν ήδη σε ευρωπαϊκές ομάδες και λειτουργούν σαν ένας «καλός» αγωγός μεταφοράς ποδοσφαιρικής κουλτούρας σε μία ήπειρο που είναι διψασμένη για ποδόσφαιρο, όσο διψασμένη είναι για ζωή. Το ποδόσφαιρο γίνεται η πρώτη μεγάλη παγκόσμια γλώσσα. Μία γλώσσα που παρά τις μικρές διαφοροποιήσεις της από ήπειρο σε ήπειρο, έχει αποκτήσει μια σειρά ενιαίων χαρακτηριστικών που οδηγούν με γοργά βήματα σε μια πρωτοφανή ομογενοποίηση. Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2000, οι 16 ομάδες που αγωνίστηκαν είχαν στη δύναμή τους συνολικά 352 ποδοσφαιριστές. Οι 203 από αυτούς αγωνίζονταν σε 4 μόλις πρωταθλήματα. Το αγγλικό, το γαλλικό, το ισπανικό και το γερμανικό.
Κάτι ανάλογο συνέβη και 4 χρόνια μετά, στην Πορτογαλία, και, όπως πάνε τα πράγματα, είναι σίγουρο ότι θα συμβεί και σε 8 χρόνια το πολύ, στο Κόπα Αφρικα. Οι ποδοσφαιριστές, όπως κάθε εργαζόμενος, μετακινούνται προς τις περιοχές όπου υπάρχουν ευκαιρίες απασχόλησης. Ειδικά οι ποδοσφαιριστές της «μαύρης ηπείρου», που βλέπουν το ποδόσφαιρο σαν διαβατήριο για να ξεφύγουν από την πείνα και τον θάνατο. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές ομάδες, οπως οι μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν ξεπεράσει τα όρια του έθνους-κράτους, απλώνονται παντού και παίρνουν τις πρώτες ύλες που τους χρειάζονται.
Ο νόμος Μποσμάν πρόσφερε την απορύθμιση που είχε ανάγκη η ευρωπαϊκή ποδοσφαιρική αγορά, για να αλλάξουν ο χαρακτήρας και η δομή του παιχνιδιού. Ενα παιχνίδι που έχει πλέον τα χαρακτηριστικά μιας ιδιαίτερα επικερδούς δραστηριότητας, που ενσωματώνεται ομαλά στο περιβάλλον της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. «Σε αυτόν τον κόσμο του τέλους του αιώνα μας, το επαγγελματικό ποδόσφαιρο καταδικάζει οτιδήποτε είναι άχρηστο και είναι άχρηστο οτιδήποτε δεν αποφέρει κέρδη... Το παιχνίδι έχει μετατραπεί σε θέαμα με λίγους πρωταγωνιστές και πολλούς θεατές. Εχει μεταμορφωθεί σε ποδόσφαιρο για κοίταγμα. Το θέαμα έχει μετατραπεί σε μία από τις πλέον επικερδείς οικονομικές δραστηριότητες παγκοσμίως. Ομως, δεν οργανώνεται για να γίνει παιχνίδι, αλλά για να αποφευχθεί το παιχνίδι.
Οι τεχνοκράτες του επαγγελματικού αθλητισμού επέβαλαν ένα ποδόσφαιρο καθαρής ταχύτητας, πολλής δύναμης, που απεμπολεί την απόλαυση, ατροφεί τη φαντασία και απαγορεύει το θράσος...». Αυτά έγραφε ο Ουραγουανός συγγραφέας Εντουάρντο Γκαλεάνο στα μέσα της δεκαετίας του '90, προφητεύοντας ένα ποδόσφαιρο τόσο προβλέψιμο, που γίνεται βαρετό. Ενα ποδόσφαιρο που θυμίζει τον αφορισμό του Frank Zappa και των Mothers of invention «we’re only in it for the money». Το κάνουμε για τα φράγκα. Γιατί στο φινάλε μόνο αυτά μετράνε. Με τη διαφορά ότι η ντρίμπλα του Ρεδόντο στον Μπεργκ ή το γκολ του Ροναλντίνιο με την Τσέλσι είναι τόσο σπάνια πια, που γίνονται πανάκριβα. Οπως τα κοσμήματα. Που δεν μπορούμε να τα αγοράσουμε όλοι, αλλά που μπορούμε να προσπαθήσουμε να κλέψουμε ή έστω να αντιγράψουμε. Με μία παρέα φίλους σε ένα γήπεδο 5Χ5, μεσημέρι Σαββάτου, με ψευδοκίνητρο το τσιμπούσι μετά το παιχνίδι.
Πού είναι η Σούπερ Λίγκα, οέο;
Ε, και; Τι πάει να πει ότι όλοι έχουν βγάλει τα μαχαίρια κι σφάζονται για τη διαιτησία; Ο καθένας όπως μπορεί. Αλλος με τα DVD του, άλλος με τις ανακοινώσεις του, άλλος με τη σιωπή του. Σε ένα ποδόσφαιρο που δεν χρειάζεται να περιμένει το άνογμα του τριωδίου για να μασκαρευτεί, όλα είναι αναμενόμενα. Από σχέδια για τη Σούπερ Λίγκα, από επιτροπές για το επαγγελματικό ποδόσφαιρο που λειτουργούν σαν τροφεία κολλητών, φίλων και συγγενών, από τα μεγαλόπνοα σχέδια για σύγχρονα γήπεδα και την οριστική πάταξη της βίας, όλα αυτά λειτουργούν σαν προσωπεία, σαν μάσκες για να ξεγελάσουν και να αλλοτριώσουν. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για το παιχνίδι.
Οι παράγοντες για την καρέκλα τους, οι «επενδυτές» για την τσέπη τους και οι «φίλαθλοι» για τη συντήρηση του οπαδικού φονταμενταλισμού, που τρέφεται με νίκες. Νίκες με κάθε τρόπο και φυσικά κάθε μέσο. Ποιο παιχνίδι τώρα; Ο Χρήστος Πανόπουλος είναι το πρότυπο του σύγχρονου παράγοντα. Που δραστηριοποιείται στην περιφέρεια, σε μία μεσαία ομάδα, που δημιουργεί υποδομές και επενδύει. Που αγοράζει φθηνά και πουλάει ακριβά. Που έχει ιδέες και σχέδια για το μέλλον. Που εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες και τις καταστάσεις. Ε, με τέτοιο προσοντολόγιο, δεν χρειάζεται να «διαπαιδαγωγεί» κιόλας. Αυτό είναι δουλειά των δασκάλων και των καθηγητών. Δουλειά του Χρήστου Πανόπουλου και του κάθε Πανόπουλου είναι να δημιουργεί πελάτες για να τους πουλήσει ένα προϊόν ελάχιστα ελκυστικό. Και μερικές φορές απωθητικό.
Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα του ελληνικού ποδοσφαίρου και όχι η διαιτησία. Ο κ. Πανόπουλος -και οι ομόλογοί του- όμως, διαμαρτύρονται μόνο για τη διαιτησία. Δεν θυμάμαι ποτέ να επιβλήθηκε πρόστιμο στους ποδοσφαιριστές μιας ομάδας που -όχι έχασαν- έπαιξαν κακό ποδόσφαιρο. Για το κακό ποδόσφαιρο φταίνε πάντα οι «άλλοι». Πραγμα που διευκολύνει τους πάντες. Εκτός από το ίδιο το παιχνίδι, που για να αναπνεύσει χρειάζεται πρώτα απ’ όλα φιλάθλους και μετά οπαδούς. Αλλά είπαμε. Τους φιλάθλους θα τους φτιάξει η Σούπερ Λίγκα. Οέο...