Το εθνικό παραμύθι τελείωσε, η εθνική νεράιδα δεν έχει λόγους να κρατά το ραβδί ντυμένο στα γαλανόλευκα...
Μια φορά κι έναν καιρό ο γράφων -στην «ώριμη εφηβεία» του, τότε- ήταν «κολλημένος» με το πιο γνωστό τραγούδι των Ramones. Το «Somebody Put Something In My Drink». Ο ενθουσιασμός του δεν οφειλόταν μόνο στον ελκυστικό ρυθμό του κομματιού, αλλά και σε μια παρανόηση: νόμιζε ότι οι Ramones τραγουδούσαν «dream» (όνειρο), όχι «drink» (ποτό).
Αποτέλεσμα: θαύμαζα -τρομάρα μου- έναν στίχο «σοφιστικέ», φιλόδοξο, βαθύ. «Κάποιος έβαλε κάτι στο όνειρό μου». Πω, πω, εδώ ο Μαγιακόφσκι συναντά τους «μπίτνικ» ποιητές. Αντιλήφθηκα το λάθος μου, όταν το τραγούδι είχε σχεδόν λιώσει στο πικάπ (βινύλιο, γαρ). «Ελιωσα» κι εγώ από την απογοήτευσή μου. Το «προχωρημένο» rock πνεύμα των Ramones είχε αποδειχθεί σκέτο οινόπνευμα!
Αβάστακτη απομυθοποίηση. Εξομολογούμαι το νεανικό πάθημα, για λόγους αλληλεγγύης: φαντάζομαι πόσοι άνθρωποι που είχαν πιστέψει στο «ολυμπιακό ιδεώδες», το οποίο πριν από τους Αγώνες του 2004 μας σερβιρίστηκε με άφθονη εθνοκεντρική και «υπερ-πατριωτική» γαρνιτούρα, κατανοούν τώρα πως το «αρχαίο πνεύμα αθάνατο» ήταν... μεταμοντέρνο παραισθησιογόνο. Ασυγκρίτως χειρότερο κι από την πλέον ύπουλη «μπόμπα» ή ό,τι άλλο φανταστεί κανείς εμπνεόμενος από τον κανονικό στίχο των Ramones.
Είπε λοιπόν (ποιον έπεισε η «διάψευση»;) στη «Republica» η Γιάννα Αγγελοπούλου: «Δυστυχώς για μακρά χρονική περίοδο, λόγω των Ολυμπιακών, αναγκαστήκαμε να εγκατασταθούμε όλοι μονίμως στην Ελλάδα. Η Ελλάδα δεν είναι μια άνετη χώρα. Θαυμάσια αλλά όχι άνετη για τις δουλειές μας και τις σπουδές των παιδιών μας». Εντάξει, για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα έχουμε τις απόψεις μας, χωρίς -αυτό δα έλειπε- να αποτελούν κριτήριό μας οι απαιτήσεις των τέκνων της. Για σταθείτε όμως.
Ο,τι και να πούμε εμείς, τα «αιρετικά» μιάσματα που δεν επιθυμούσαν την ανάληψη των Αγώνων, ούτως ή άλλως χαρακτηριζόμαστε από «αμφίβολο πατριωτισμό»! Εκείνη όμως δεν είχε αναχθεί σε Ιέρεια του μεγαλείου της «ισχυρής Ελλάδας»; Η παραληρούσα δοξολογία προς το «μεγαλείο» αυτό δεν απαιτούσε να καταπιούμε τις μεγαλοπρεπέστερες μπούρδες που ακούσαμε ποτέ; Η Φανή Χαλκιά νίκησε, επειδή πρόγονός της ήταν ο Ευκλείδης. Οργανώσαμε τους «καλύτερους» Αγώνες (δηλαδή τους ανατριχιαστικά πολυδάπανους), διότι «μίλησε» η ανωτερότητα των γονιδίων και του πολιτισμού μας. Αποκαταστήσαμε τη χαμένη τιμή του Ολυμπισμού -ναι, αυτού του παραμυθιού της Χαλιμάς- υποδεχόμενοι και... δεύτερο σπόνσορα στη φλόγα. Ετσι, για να μάθει η άτιμη η Coca Cola τι εστί Ελλάδα...
Για χάρη αυτού του «μεγαλείου», ορισμένοι ήταν πρόθυμοι να αποδεχθούν ότι ακόμα κι αν καιγόταν ολοσχερώς το άλσος της Φιλοθέης, τα βεγγαλικά της Ιέρειας θα αποτελούσαν συγκινητική μετενσάρκωση της φωτιάς που κατέστρεψε την Τροία. Και τώρα η Ιέρεια αποκαλύπτει ότι στην «ισχυρή Ελλάδα» της τελειότητας η ίδια ασφυκτιά σαν Μαρία Αντουανέτα περιορισμένη σε γκαρσονιέρα. Δράμα...
Οχι, εδΩ δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με μια «ξεδιάντροπα αλαζονική κυρία», όπως την είχε χαρακτηρίσει κάποτε Γερμανός δημοσιογράφος. Ο υπεροπτικός ελιτισμός της Ιέρειας είναι συμβολικά αποκαλυπτικός: ο «πατριωτισμός» του 2004 είχε «πρακτορεύσει» άψογα τα συμφέροντα πολιτικών και οικονομικών ελίτ. Βλέπετε, εργολάβοι, σπόνσορες, κατασκευαστικές εταιρείες και κυκλώματα ντόπινγκ χρειάζονταν επειγόντως τη συναίνεση εκείνων, οι οποίοι έμελλε να αποκομίσουν ένα δυσθεώρητο κατά κεφαλή χρέος -μαζί με περισσότερο τσιμέντο και με στέγαστρα που αφήνουν «ασκεπή» τη νεόπλουτη ματαιοδοξία. Το εθνικό παραμύθι τελείωσε, η εθνική νεράιδα δεν έχει λόγους να κρατά το ραβδί ντυμένο στα γαλανόλευκα...