Mετά το ντέρμπι της Κυριακής, το πρώτο πράγμα που είχε ενδιαφέρον ήταν οι αντιδράσεις κάποιων φίλων της ΑΕΚ, που ελπίζω να μην είναι η πλειονότητα. Αναρωτιέμαι, πώς είναι δυνατόν να κατηγορείς μία ομάδα, όταν έχασε ένα παιχνίδι που δεν είχε τις δυνάμεις να κτυπήσει; Υποθέτω ότι κάποιοι οπαδοί παραγνωρίζουν την πραγματικότητα. Μία πραγματικότητα που όσο κι αν ωραιοποιήθηκε, δεν ήταν δυνατόν να αντέξει μέχρι το τέλος του πρωταθλήματος.
Αυτή η δήλωση στην αρχή της χρονιάς ότι η ΑΕΚ πάει για πρωτάθλημα, μία δήλωση που βασίστηκε στην περσινή αγωνιστική εικόνα του πρωταθλήματος και των πρωταγωνιστών του, δημιούργησε προσδοκίες που δεν υποστηρίζονταν από τις πραγματικές δυνατότητες της ομάδας. Μιας ομάδας που έχει ακόμη πολλά αγωνιστικά κενά, μία φοβική–αμυντικογενή αντιμετώπιση των παιχνιδιών, ενώ παράλληλα δεν έχει συγκεκριμένη αγωνιστική φυσιογνωμία. Όλοι, όταν φέτος μιλούν για την ΑΕΚ, κάνουν λόγο για μία σκληρή ομάδα με κλειστή άμυνα που σκοράρει δύσκολα.
Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο η άμυνα μπορεί να είναι το κλειδί για τις επιτυχίες, αλλά μόνο η άμυνα δεν είναι αρκετή. Κι αυτή η εικόνα του «Δικεφάλου» είναι προϊόν ανάγκης. Δημιουργήθηκε γιατί δεν υπήρχαν οι οικονομικές δυνατότητες για να χτιστεί μία ομάδα απαιτήσεων. Με τα υλικά που υπήρχαν δεν μπορούσε να γίνει κάτι ανταγωνιστικότερο και κυρίως κάτι καλύτερο από τον Ολυμπιακό, τουλάχιστον. Μία ομάδα χωρίς εναλλακτικές λύσεις στον πάγκο δεν μπορεί να πιστεύει ότι μπορεί να πάρει το πρωτάθλημα.
Η περσινή κακή εικόνα του Παναθηναϊκού, αλλά και του Ολυμπιακού, δεν ήταν δυνατόν να επαναληφθεί και φέτος. Και οι δύο ενισχύθηκαν, σε αντίθεση με την ΑΕΚ που με διάφορες αλχημείες προσπαθεί να καλύψει τις όποιες τρύπες και τα καταφέρνει στα περισσότερα παιχνίδια. Όμως σε ματς που ο αντίπαλος των «κιτρινόμαυρων» είναι δυνατός, οι αλχημείες στον καταρτισμό της ενδεκάδας δεν αρκούν. Σε τέτοια παιχνίδια δεν αρκεί μόνο το όπλο της άμυνας, γιατί αν έχεις μόνον αυτή στο οπλοστάσιό σου υπολείπεσαι εκείνου που μπορεί να επιτεθεί. Κι ο Ολυμπιακός, σε αντίθεση με την ΑΕΚ, μπορούσε. Ο Φερνάντο Σάντος είναι ο βολικότερος στόχος της κριτικής. Παραγνωρίζουν αυτοί που τον θεωρούν υπεύθυνο για τις κακές εμφανίσεις ότι δεν υπάρχει καλύτερη λύση -προς το παρόν- για τον πάγκο. Ποιος θα μπορούσε να έρθει στη θέση του Πορτογάλου -ο οποίος γνωρίζει υλικό, πρόσωπα και νοοτροπίες- και να πετύχει κάτι καλύτερο με το υπάρχον δυναμικό; Γιατί φαντάζομαι ότι στην ΑΕΚ δεν θα έπαιρναν προπονητή για ένα χρόνο.
Σε ό,τι αφορά στη διαχείριση του υλικού, η μόνη έντιμη και βάσιμη κριτική που μπορώ να κάνω στον Σάντος έχει να κάνει με τη μη χρησιμοποίηση των νέων. Μία επιλογή την οποία έχει ακολουθήσει ο Πορτογάλος, όντας δέσμιος εκείνης της δήλωσης που έγινε στην αρχή της χρονιάς για το πρωτάθλημα. Όταν η διοίκηση και ο κόσμος κατ’ επέκταση πιστεύουν ότι μπορούν να κυνηγήσουν το πρωτάθλημα, δεν ρισκάρεις τη χρησιμοποίηση νέων και άπειρων ποδοσφαιριστών με το υλικό που έχεις. Το μεγάλο λάθος στον «Δικέφαλο» ήταν αυτό. Η φιλοδοξία για το πρωτάθλημα εγκλώβισε τον «Δικέφαλο» και οδήγησε στην δημιουργία μιας ομάδας του παρόντος, χωρίς αύριο. Αν, όμως, θυμάμαι καλά, άλλοι ήταν οι στόχοι της διοίκησης μετά την ένταξή της στο άρθρο 44. Εκπονήθηκε ένα πενταετές πλάνο μ' έναν τριπλό στόχο. Το οικονομικό νοικοκύρεμα, το χτίσιμο μιας νέας ομάδας και το γήπεδο. Αν στον πρώτο στόχο τα πράγματα προχωρούν, στους άλλους δύο δεν έγινε τίποτα. Σκέφτομαι ότι αν η ΑΕΚ είχε απελευθερωθεί από τη δική της ψύχωση για το πρωτάθλημα, αυτό θα είχε ευεργετικές επιπτώσεις στην αγωνιστική εικόνα της. Οπως ο Μαλεζάνι κέρδισε νεαρούς ποδοσφαιριστές -χάνοντας το πρωτάθλημα και την Ευρώπη- κάτι ανάλογο θα μπορούσαν να κάνουν στην ΑΕΚ, απαλλασσόμενοι από το κυνήγι του πρωταθλήματος. Η πίεση, άλλωστε, στον ΠΑΟ είναι πολύ μεγαλύτερη.
Τώρα, υπομονή άλλο έναν χρόνο, κατά τον οποίο θα πάρουν ευκαιρίες οι νέοι για να είναι έτοιμοι τη μεθεπόμενη χρονιά. Οπότε θα έχει λυθεί το γηπεδικό, θα έχουν βελτιωθεί τα οικονομικά και θα υπάρχει η δυνατότητα να φέρεις κάτι καλύτερο στον πάγκο και να αποκτήσεις μία καλύτερης ποιότητας ψύχωση.
Ο σερ Αλεξ και ο χρόνος
Είναι σίγουρο ότι αν ο Φέργκιουσον δεν ήταν τόσο πεισματάρης και ξεροκέφαλος, αν δεν είχε αυτήν την εκνευριστική -ορισμένες φορές- αυτοπεποίθηση, δεν θα κατάφερνε να μείνει στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ πάνω από μία διετία. Ευτύχησε να έχει μία φουρνιά εξαιρετικών νεαρών ποδοσφαιριστών το ’92 και δύο ποδοσφαιριστές γύρω από τους οποίους μπόρεσε να χτίσει ό,τι ονειρευόταν.
Ως προπονητής δεν έφερε επαναστατικές καινοτομίες στο παιχνίδι, ένας καλός διαχειριστής του 4-4-2 υπήρξε, ενώ όταν χρειάστηκε να ακολουθήσει ένα διαφορετικό σύστημα, διάλεξε το 4-5-1, περιορίζοντας μία φύσει επιθετική ομάδα. Ως μάνατζερ, όμως, ο σερ Αλεξ αποδείχτηκε ιδανικός. Είχε την ικανότητα να διαβλέψει τη χρησιμότητα τόσο του Καντονά όσο και του Κιν, ενώ ρίσκαρε τα πάντα, περιμένοντας τον Νιστελρόι να γυρίσει από τον τραυματισμό του, μόλις τον είχε αποκτήσει. Πόνταρε στη σταδιακή ωρίμανση του Σμάιχελ και στο αποτελεσματικό day to day management των ζητημάτων της ομάδας από τους συνεργάτες του.
Ήταν τυχερός σε ό,τι αφορά στην οικονομική δύναμη της ομάδας, αφού μπόρεσε να ξοδεύει όσα ήθελε για να φέρει τους ποδοσφαιριστές που είχε ανάγκη. Όμως, από την αποχώρηση του Μπέκαμ και μετά, όταν άρχισε να σπάνε ένας ένας οι κρίκοι της αλυσίδας, η κρίση του λάθεψε ένα σωρό φορές. Στάθηκε τυχερός που ο Κεϊρόζ του μίλησε για τον Ρονάλντο κι ευτύχησε να κυνηγήσει τον Ρούνεϊ, επί της ουσίας χωρίς αντίπαλο. Γιατί, έπειτα απ' αυτόν, όπου κτυπήθηκε στην αγορά με τον Αμπράμοβιτς, έχασε.
Η αγορά της ομάδας από τον Γκλέιζερ φανέρωσε τα μεγάλα κενά της ομάδας και ο σερ Αλεξ μοιάζει πλέον μ' ένα θαυματοποιό που δεν μπορεί να βγάλει άλλους λαγούς από το καπέλο του. Η εικόνα που παρουσίασε η Γιουνάιτεντ στο σαββατιάτικο παιχνίδι με τη Λίβερπουλ είναι μία εικόνα που δείχνει όλο και πιο συχνά φέτος. Και είναι μία εικόνα παρακμής, τόσο της ομάδας όσο και του ίδιου του Φέργκιουσον. Ο χρόνος όμως είναι ισχυρότερος ακόμα και από τη φήμη, και ο σερ Αλεξ δείχνει τώρα πολύ μόνος, πολύ γέρος και απόλυτα ξεπερασμένος.