«O λαός του ΠΑΟΚ θα πρέπει να καταλάβει ότι...». Πρόκειται για τη διασκεδαστικότερη φράση του διημέρου, με την οποία ξεκινούν πολλά κείμενα ή πολλές προφορικές τοποθετήσεις, αρμοδίων και αναρμοδίων, για τα αίσχη της Κυριακής. Και είναι η διακεδαστικότερη, γιατί ο «λαός» του ΠΑΟΚ έχει καταλάβει, εδώ και πολύ καιρό, το παιχνίδι που παίζεται γύρω από την ομάδα του «Δικεφάλου».
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο απουσιάζει από το γήπεδο. Εδώ πρέπει να υπάρξει μία διευκρίνιση, ίσως περιττή. Οι πρωταγωνιστές των επεισοδίων της Κυριακής δεν περιλαμβάνονται στον «λαό του ΠΑΟΚ».
Πρόκειται για τους ελλείποντες κρίκους της εξέλιξης του πιθήκου σε άνθρωπο. Η εξέταση της συμπεριφοράς τους ή των κινήτρων τους είναι αντικείμενο επιστημονικών ειδικοτήτων που έχουν σχέση με τη Γενετική και τη Βιολογία και όχι με τη δημοσιογραφία. Η αναζήτηση των υπευθύνων για την πρόβα χάους που παρακολουθήσαμε την Κυριακή μοιάζει με την αναζήτηση του δολοφόνου σε ένα κακής ποιότητας αστυνομικό μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα είναι τόσο κακό, που δεν αξίζει να το διαβάσει κάποιος. Το κακό είναι ότι αυτό το μυθιστόρημα διδάσκεται στα σχολεία αθλητικής συμπεριφοράς στη Βόρεια Ελλάδα. Με τις ευλογίες της πολιτείας, που το προωθεί χάρη στην πολιτική συμπεριφορά των εκλεκτών του λαού της Θεσσαλονίκης και το δημοσιογραφικό έργο των αθλητικών εφημερίδων της πόλης και του περιφερειακού σταθμού της κρατικής τηλεόρασης.
Οι κατά καιρούς «Θεσσαλονικάρχες», ανεξαρτήτως του κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία, έχουν ως πρωταρχικό στόχο τους την κολακεία των οπαδών των ομάδων της πόλης και την εκπαίδευσή τους σε μια συμπεριφορά που έχει δύο βασικά σκέλη. Το πρώτο αφορά στην εμπέδωση του αισθήματος της αδικίας που γίνεται εδώ και χρόνια εις βάρος τους από το «κράτος της Αθήνας». Το δεύτερο αφορά στην έμπρακτη παροχή της διαβεβαίωσης ότι ο «Θεσσαλονικάρχες» θα είναι πάντα εκεί για τους δικούς τους και θα παρεμβαίνουν πάντα και με κάθε τρόπο, ακόμα και εξωθεσμικά, για να διορθώνουν την «αδικία».
Το κόλπο είναι ότι οι ίδιοι έχουν φροντίσει στη «θεσμική κατοχύρωση» της αδικίας ώστε να μπορούν να δικαιολογούν τις ενέργειές τους. Βλέπετε, αν ήθελαν να διορθώσουν τις στρεβλώσεις στο μοντέλο περιφερειακής ανάπτυξης και αποκέντρωσης (στρεβλώσεις που δεν περιορίζονται στον αθλητισμό) θα έπρεπε να εκπονήσουν συγκεκριμένα σχέδια και πολιτικές, που όμως θα τους στερούσαν το δικαίωμα να παίξουν τον ρόλο του πολιτικού προστάτη και να μοιράζουν πόρους του κρατικού προϋπολογισμού.
Ετσι, όμως, θα διακινδύνευαν την επανεκλογή τους και την «παραπολιτική» τους ύπαρξη. Κανείς, πλέον, δεν ανησυχεί σοβαρά για την τύχη των ομάδων της Θεσσαλονίκης και ιδιαιτέρως του ΠΑΟΚ, που είναι το μεγάλο μαγαζί της πόλης. Ο,τι και να γίνει, η κυβέρνηση πάντα θα βρίσκει τον τρόπο να παρεμβαίνει. Και όταν υπάρχει τρόπος να εφησυχάσουν οι ανησυχούντες, δεν θα χρειαστεί να απαιτήσουν. Η φύση του προβλήματος, μη γελιέστε, είναι καθαρά πολιτική. Και η επίλυσή του είναι θέμα βούλησης, η οποία δεν υπάρχει.
Ο νυν υφυπουργός Αθλητισμού και ψηφοσυλλέκτης αρκείται σε μία δήλωση ότι θα γίνουν κι άλλες συλλήψεις και προσαγωγές υπόπτων. Λες και το πρόβλημα είναι καθαρά αστυνομικής μορφής. Ετσι, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αν επαναληφθεί πέντε–έξι φορές ακόμα θα συλληφθούν όλοι οι «κακοί» και μετά τα πράγματα θα πάρουν τον δρόμο τους. Εναν δρόμο, που ύστερα από την κατασκευή του μετρό και της υποθαλάσσιας διάβασης στην πόλη, θα προσφέρει περισσότερες επιλογές. Για να οδηγηθεί κάποιος στο πουθενά έχοντας την ψευδαίσθηση ότι επιτέλους, μπορεί να πάει μακριά.
Ενας ακόμα υποψήφιος «πρώην»
Kάθε φορά που οι καταστάσεις στον ΠΑΟΚ εξελίσσονται με τον συνηθισμένο τρόπο που οδηγεί στην απομάκρυνση του εκάστοτε προέδρου, ο επόμενος που θα αναλάβει θέτει όλο και χαμηλότερους στόχους.
Η ομάδα κατρακυλάει τα τελευταία χρόνια αργά αλλά σταθερά και οι αιτίες είναι πολλές. Μία από τις βασικότερες έχει να κάνει με την ποιότητα των επιχειρηματιών που αναλαμβάνουν τις τύχες του «Δικεφάλου». Κανείς δεν έχει την οικονομική επιφάνεια που απαιτούν οι καιροί για να ξαναφέρει τον ΠΑΟΚ στην ομάδα των πρωταγωνιστών. Και εκτός από την οικονομική επιφάνεια, δεν διαθέτουν ούτε και επιχειρηματική κουλτούρα που θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα σχέδιο της προκοπής, ενώ πολύ σύντομα εγκλωβίζονται σε έναν μικρόκοσμο που περιτριγυρίζει την ομάδα και ο οποίος επιβάλλεται με ευκολία.
Ο Γ. Γούμενος δεν αποτελεί εξαίρεση. Αποτυχημένος χρηματιστηριακός διαχειριστής, είδε στον «Δικέφαλο» προοπτικές κέρδους, ενώ εκείνο που χρειαζόταν η ομάδα ήταν μια πολιτική περιορισμού των ζημιών. Ο χρόνος για την αποχώρησή του μετράει ήδη αντίστροφα. Ανέλαβε την ομάδα αγοράζοντας με 1 εκατομμύριο ευρώ –σε δόσεις- μετοχές, χρέη και αδιέξοδα. Αν αγόραζε μόνο τα δύο πρώτα, ίσως να είχε ελπίδες. Το περίεργο είναι ότι ο Γούμενος είχε σχέδιο, αλλά δεν ήταν συμβατό με την πραγματικότητα. Αλλά από τη στιγμή που μετά τον Παντελάκη κανείς δεν αντιμετώπισε την ομάδα πρώτα ως επιχείρηση και μετά σαν οτιδήποτε άλλο, ο κατήφορος είχε ήδη αρχίσει.
Αυτή η καταστροφική πορεία θα αντιστραφεί μόνον αν βρεθεί κάποιος που θα έχει τη δύναμη να εφαρμόσει μία πολιτική «σοκ», όπως αυτές των οικονομολόγων στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, μετά την πτώση του τείχους. Ομως, τέτοιος άνθρωπος δεν φαίνεται στον ορίζοντα και το χειρότερο είναι πως ο ΠΑΟΚ μεταβάλλεται κάθε μέρα που περνάει σε μία προβληματική ΔΕΚΟ, την οποία το Δημόσιο προς το παρόν συντηρεί μέχρι να διαπιστώσει ότι η μόνη λύση που διαθέτει θα είναι να την ξεφορτωθεί.
Μαθήματα αλληλεγγύης
«Δεν μπορεί τα αιτήματα ενός, όσο δίκαια κι αν είναι, να θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα άλλων κοινωνικών ομάδων», είπε ο πρωθυπουργός την περασμένη Παρασκευή, προσπαθώντας να αιτιολογήσει την πολιτική επιστράτευση των ναυτεργατών. Η ρήση του πρωθυπουργού, πάντως, εμφανίζει ένα παράδοξο αφού βάζει στην ίδια μοίρα «αιτήματα» με «συμφέροντα». Τελείως διαφορετικά πράγματα που αν είχαν μαθηματική αναγωγή, θα ήταν σαν να προσθέταμε μήλα με πορτοκάλια. Βέβαια, σε αυτά που είπε ο πρωθυπουργός, που περιγράφουν ένα καθεστώς σύγκρουσης μεταξύ κοινωνικών ομάδων στο οποίο η κυβέρνηση δεν έχει ευθύνες αλλά καλείται να παίξει τον ρόλο του διαιτητή, δεν έχει διευκρινιστεί ποιος είναι υπεύθυνος για τη μη ικανοποίηση των «όσο δίκαιων κι αν είναι» αιτημάτων. Μια διευκρίνιση που ο πρωθυπουργός δεν χρειαζόταν, όσο βρισκόταν στην αντιπολίτευση. Τότε, έφταιγε η κυβέρνηση.