Κάποτε θα συνέβαινε. Ίσως μάλιστα και να άργησε. Η «βασίλισσα» για πρώτη φορά στην ιστορία της κινδυνεύει να συμπληρώσει τρία χρόνια χωρίς τίτλο. Ο Φλορεντίνο Πέρεθ έκανε ό,τι μπορούσε, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Η προχθεσινή παραίτησή του αποτελεί μια ξεκάθαρη ομολογία αποτυχίας.
Αποτυχίας μιας πολιτικής που ακολούθησε την τελευταία πενταετία ο Πέρεθ, η οποία μπορεί να μην έφερε τους τίτλους που πολλοί θα περίμεναν -το αντίθετο μάλιστα- αλλά μετέτρεψε τον μαδριλένικο σύλλογο στον πλουσιότερο του κόσμου. Και αυτό το κέρδος μπορεί να αποτελέσει τον αερόσακο, που θα απορροφήσει τους κραδασμούς που θα επιφέρει η παραίτηση του Πέρεθ. Γιατί κραδασμοί θα υπάρξουν και θα γίνουν εμφανείς το καλοκαίρι, οπότε και είναι πιθανό να αποχωρήσουν κάποια από τα μεγάλα αστέρια της ομάδας. Αποδείχτηκε ότι στο σύγχρονο ποδόσφαιρο ουδείς μπορεί να αδιαφορήσει για μερικές πολύ απλές αλήθειες. Οι ομάδες δεν είναι τσίρκο για να τις γυρίζει κάποιος δεξιά κι αριστερά και να απαιτεί από τους ποδοσφαιριστές να κάνουν –σαν εκπαιδευμένες αρκούδες– τα κόλπα που αρέσουν στον κόσμο, έτσι ώστε αυτός, ευχαριστημένος από το θέαμα, να αγοράζει όλο και περισσότερες φανέλες με το σήμα της Ρεάλ, όλο και περισσότερες τσάντες, όλο και περισσότερα μπουφάν, όλο και περισσότερα τασάκια –με το σήμα της Ρεάλ πάντα.
Πολλοί ίσως σκεφτούν χαιρέκακα πως τα χρήματα δεν μπορούν να αγοράσουν –πάντα– την ευτυχία. Αλλοι, που χαίρονταν το μεγαλείο του παιχνιδιού τόσων μεγάλων αστέρων, θα νιώσουν θλίψη. Ολες αυτές οι εντυπωσιακές κινήσεις των Μαδριλένων στη μεταγραφική αγορά τα τελευταία χρόνια, κινήσεις με έντονα χαρακτηριστικά κυνισμού, γυρίζουν μπούμερανγκ στην ομάδα των «galacticos» και τις επιδιώξεις της. Δεν ήταν λίγοι οι άνθρωποι του ποδοσφαίρου που είχαν επισημάνει ότι η τακτική του πρόεδρου της Ρεάλ ήταν συνταγή αυτοκαταστροφής, αφού αντί να ισχυροποιήσει απογύμνωσε την ομάδα από ανασταλτικούς χαφ και αμυντικούς παίκτες, ενώ ήταν ο βασικός υπεύθυνος για την παρέλαση των προπονητών στον πάγκο.
Η ομάδα της Ρεάλ θύμιζε μια απροσπέλαστη γραμμή μαζινό, που όταν δοκιμάστηκε σε συνθήκες παρατεταμένης και πραγματικής μάχης αποδείχθηκε χάρτινη. Η Ρεάλ στον χώρο του ποδοσφαίρου είναι μια ομάδα-μύθος. Απολαμβάνει φήμη ανάλογη με αυτή που έχει η Φεράρι στον χώρο του αυτοκινήτου. Τόσο η Ρεάλ όσο και η Φεράρι συνδέονται με τη χρυσή εποχή του παρελθόντος. Η Φεράρι είναι ο μύθος που στοιχειώνει την αυγή του μηχανοκίνητου αθλητισμού, ενώ η Ρεάλ με τα πέντε συνεχή Κύπελλα Πρωταθλητριών αποτέλεσε τον ποδοσφαιρικό μύθο της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Και οι δύο περνούσαν περιόδους παρακμής, γεγονός που έκανε τον κόσμο να αναρωτιέται πότε θα αρχίσουν να κερδίζουν τίτλους ξανά. Και όταν το έκαναν όλοι παραπονούνταν για την κυριαρχία τους. Οι μηχανές, όμως, δεν είναι σαν τους ανθρώπους, που κουράζονται πολύ ευκολότερα. Και οι παίκτες του μαδριλένικου συλλόγου είναι εμφανώς κουρασμένοι. Ισως η πνευματική κούραση να είναι πολύ χειρότερη από τη σωματική και νομίζω ότι από αυτή την κούραση υποφέρουν οι παίκτες της Ρεάλ. Το παιχνίδι που κάποτε ευχαριστούσε τους ίδιους έχει μεταβληθεί σε μια διαδικασία αέναης επανάληψης, χωρίς ίχνος ενθουσιασμού και πρωτοτυπίας.
Ο Φλορεντίνο Πέρεθ διακατέχεται από το σύνδρομο των παλιών παραγωγών του Χόλιγουντ. Ενα σύνδρομο, μια φιλοσοφία που έλεγε «ας δούμε τα λεφτά στην οθόνη». Με άλλα λόγια, αγοράζεις ακριβούς σταρ για να τους χρησιμοποιείς. Οπως οι χρυσοπληρωμένοι μύθοι του Χόλιγουντ γύριζαν τη μία ταινία μετά την άλλη παίζοντας σε αρκετές «πατάτες», έτσι και ο γαλαξίας αστέρων της Ρεάλ δεν αγοράστηκε για να κάθεται στον πάγκο, αλλά για να παίζει με την κάθε ευκαιρία. Από την καλοκαιρινή περιοδεία στη Ν/Α Ασία και την Ιαπωνία μέχρι τα παιχνίδια του ισπανικού Κυπέλλου, του πρωταθλήματος και του Τσάμπιονς Λιγκ.
Η φιλοδοξία του Πέρεθ ήταν να δημιουργήσει μια ομάδα ανάλογη –ίσως και μεγαλύτερη– της μεγάλης ομάδας των Ντι Στέφανο, Πούσκας, Χέντο και Κοπά. Αυτή η φιλοδοξία του, μια επίδειξη άχρηστης μεγαλομανίας, έγινε τελικά μια απλή επιτύμβια στήλη.
Ένας Οτο σχεδόν άτρωτος
Όταν ήρθε στον πάγκο της Εθνικής πολλοί είδαν την πρόσληψή του με κακό μάτι. Ιδιότροπος, μεγάλης ηλικίας, ξεπερασμένος, έχει καιρό να κάνει κάτι της προκοπής, δεν μπορεί να «μάθει» πράγματα στους ποδοσφαιριστές και άλλες τέτοιες επιφυλάξεις είχαν διατυπωθεί κατά κόρον όταν έγινε γνωστό ότι ο Ρεχάγκελ, αναλάμβανε την Εθνική Ελλάδας.
Στην αρχή ήρθαν και μια «πεντάρα» σε ένα φιλικό και ο καβγάς με τον Γεωργάτο και πολλοί στραβομουτσούνιασαν ακόμα περισσότερο. Στο παιχνίδι με την Ουκρανία στη Λεωφόρο είχαν ήδη ετοιμαστεί τα πρωτοσέλιδα για την περίπτωση που θα αποτυχαίναμε να προκριθούμε στην Πορτογαλία. Ηρθε μετά το θαύμα του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος και ο Ρεχάγκελ έφτασε στον δικό του Ολυμπο. Εναν Ολυμπο από τον οποίο δεν κατέβηκε ούτε όταν απέτυχε να οδηγήσει την Εθνική στο Μουντιάλ, ανανεώνοντας παράλληλα τη συμφωνία του με την Ομοσπονδία. Αν υπάρχει κάτι στη συμπεριφορά του Ρεχάγκελ που είναι ενοχλητικό, δεν είναι ο κάπως αλαζονικός τρόπος του, αλλά η «αλλεργία» του στην κριτική που γίνεται –αρκετές φορές βάσιμα– στις επιλογές του.
Να μην παρακολουθεί από κοντά το ελληνικό πρωτάθλημα, να προτιμά να μένει στη Γερμανία, να μην παρακολουθεί τις μικρότερες Εθνικές και να μη συνεργάζεται με τους προπονητές τους, να εμμένει στις κλήσεις συγκεκριμένων ποδοσφαιριστών, να καθυστερεί την ανανέωση, ενώ δεν συνεργάζεται και με τους προπονητές των συλλόγων.
Δεν συμπαθεί ιδιαίτερα τους δημοσιογράφους και δεν το κρύβει και νομίζω ότι και οι δημοσιογράφοι δεν τον συμπαθούν ιδιαίτερα, αφού είναι απόμακρος και «δεν δίνει ειδήσεις». Στην πρόσφατη σύγκρουσή του με τον Μαλεζάνι το ζητούμενο δεν είναι αν έχει δίκιο ή άδικο, όσο ο τρόπος με τον οποίο ο Γερμανός βγάζει προς τα έξω την απάντησή του στον προπονητή του ΠΑΟ. Ενας τρόπος που δείχνει πρώτα απ' όλα ενόχληση.
Ο Ρεχάγκελ πολύ συχνά δείχνει να αντιμετωπίζει τη δουλειά του ως μια δουλειά που βρίσκεται υπεράνω κριτικής. Η επιτυχία της Πορτογαλίας αποτελεί ένα τεράστιο ανάχωμα σε όσους θα τολμούσαν να του κάνουν κριτική. Και πρόκειται για ένα ανάχωμα που βολεύει περισσότερο κι από τον Ρεχάγκελ την ίδια την Ομοσπονδία.