Ο Ριβάλντο θα μείνει στον Ολυμπιακό και του χρόνου. Και δεν αποκλείεται να (προ)συμφωνήσει να μείνει κι ένα χρόνο ακόμα. Ο Σωκράτης Κόκκαλης έχει αποφασίσει ότι ο Βραζιλιάνος πρέπει να παραμείνει εδώ και καιρό. Στις χειμερινές διακοπές του στις Αλπεις όλοι τον ρωτούσαν για τον Ριβάλντο και για το αν θα κληθεί στην εθνική Βραζιλίας κι αυτός καμάρωνε. Τότε ανακοίνωσε την παραμονή του Βραζιλιάνου πρώτα στην οικογένειά του και στα παιδιά του, που είναι φανατικοί του «Ρίμπο», αλλά όχι και στους συνεργάτες του. Δεν θέλησε να καπελώσει τον Τροντ Σόλιντ και του παραχώρησε το δικαίωμα να είναι αυτός που θα δώσει την είδηση. Ο έξυπνος Νορβηγός άλλο που δεν ήθελε.
Η περίπτωση Ριβάλντο είναι το αριστούργημα του Σωκράτη Κόκκαλη. Η διαχείριση του Βραζιλιάνου από τον πρόεδρο του Ολυμπιακού υπήρξε υποδειγματική. Δεν ξέρω αν ο «Ρίμπο» θα πάει τελικά στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Αν πάει, το χρωστάει στον πρόεδρο του Ολυμπιακού.
Λάθος
Ο Ριβάλντο προτάθηκε στον Ολυμπιακό στα τέλη Μαρτίου του 2004. Μετά το αποτυχημένο πέρασμα από τη Μίλαν και την αδυναμία του να επιστρέψει και να προσαρμοστεί στο βραζιλιάνικο πρωτάθλημα, έψαχνε μια ομάδα στην Ευρώπη. Ο Γιώργος Λούβαρης, που πήρε το σχετικό fax, έκρινε την περίπτωση απόκτησής του εξαιρετική. Το ίδιο και ο Γιώργος Γλου, που τότε ασχολείτο με την ΠΑΕ ενεργά. Υπήρχαν κι άλλοι που δεν τον ήθελαν. Δεν θέλω να πω ποιοι, δεν έχει σημασία. Θυμάμαι ότι όταν πρωτοσυζητήσαμε το όνομα του Βραζιλιάνου στον SuperΣΠΟΡ FΜ, με πήρε κάποιος από την ΠΑΕ και με κατσάδιασε: «Ο Λούβαρης», μου είπε, «θέλει αντί για μια γρήγορη ομάδα, να βγάζουμε βόλτα τον επιτάφιο. Απορώ πώς δεν βλέπεις το λάθος!».
Πάλι καλά
Ο Κόκκαλης άργησε πολύ να πει το «ναι». Ηθελε ένα μεγάλο όνομα για το νέο Καραϊσκάκη, αλλά ο Μπάγεβιτς προτιμούσε ο παίκτης αυτός να είναι σέντερ φορ –για μαγικά υπήρχε ο Ζιοβάνι. Εγιναν κρούσεις σε παίκτες που αρνήθηκαν (στον Λάρσον, στον Κάριου, στον Αμορόζο), έγινε οικονομία ώστε να μείνουν χρήματα για το μεγάλο όνομα (γι' αυτό ήρθαν ο Μάριτς, ο Ρέζιτς, οι ελεύθεροι Οκκάς και Σούρερ), αλλά παίκτης–κράχτης φορ δεν βρέθηκε. Πάλι καλά, γιατί μπορεί να μη βλέπαμε τον «Ρίμπο».
Θαυμαστής
Στην ιστορία δεν έχει σημασία το γιατί και το πώς ήρθε, αλλά το πώς ο πρόεδρος του Ολυμπιακού στήριξε την επιλογή του. Ο Κόκκαλης δεν αντιμετώπισε τον Ριβάλντο σαν στοργικός μπαμπάς (όπως έχει κάνει με τον Ζιοβάνι ή τον Ελευθερόπουλο), ούτε σαν απαιτητικός εργοδότης (όπως έπραξε με τον Καρεμπέ ή τον Ζε Ελίας), αλλά ως μεγάλος θαυμαστής του. Στη Μίλαν δεν κατάφεραν να πάρουν παρά ελάχιστα από τον Ριβάλντο γιατί τον είδαν σαν έναν (ακόμα) παίκτη–κράχτη που φέρνει λεφτά στο ταμείο. Ο Γκαλιάνι, όταν έφυγε ο «Ρίμπο», είχε πει ότι ήταν μια επιτυχημένη εμπορική πράξη, αφού η Μίλαν πούλησε 45.000 φανέλες με το όνομά του. Οι καλές εμπορικές κινήσεις όμως δεν αποδίδουν και αγωνιστικά. Για τον Βραζιλιάνο δεν υπήρξε ούτε υπομονή ούτε σεβασμός. Ο Κόκκαλης δεν είχε μόνο αυτά -είχε και πολύ μεγάλη πίστη στην επιλογή του.
Νουθεσίες
Ούτε ο Μπάγεβιτς ούτε ο Σόλιντ κατάλαβαν ευθύς εξαρχής τον Ριβάλντο. Ο Μπάγεβιτς προσπαθούσε να τον χωρέσει στην ίδια ενδεκάδα με τον Ζιοβάνι (πράγμα τακτικά αδύνατο) και δεν κατάλαβε ότι ο Βραζιλιάνος είχε ανάγκη έναν παρτενέρ που να μαζεύει πάνω του τους αμυντικούς ώστε να κινείται πιο ελεύθερα. Τον χρησιμοποιούσε ως δεξί χαφ που συγκλίνει, θύμωνε όταν τον έβλεπε να κάνει κατάχρηση κατοχής της μπάλας, τον άλλαζε όταν περπατούσε, χωρίς να καταλαβαίνει ότι όταν το κάνει, φορτώνει τις μπαταρίες του για ένα τελευταίο φίνις. Ο Σόλιντ τον χρησιμοποιούσε ως δεξί ή αριστερό χαφ στο 4-3-3, δεν του έδινε το δικαίωμα να πηγαίνει στην πλάτη των επιθετικών, του ζητούσε να καλύπτει το ακραίο μπακ, όπως το σύστημα προβλέπει. Θυμάμαι ακόμα τη σκηνή με τη Λιόν, στην οποία ο σκασμένος «Ρίμπο» κάνει φάουλ στον Ζουνίνιο, τον οποίο αδυνατεί να μαρκάρει. Οι νουθεσίες του προέδρου και στους δύο, οι διακριτικές υπενθυμίσεις ότι πρόκειται για έναν παίκτη που περπατώντας κέρδισε το Μουντιάλ, ήταν στην ιστορία του «Ρίμπο» καθοριστικές. Ο πρόεδρος στήριξε τον παίκτη στο κρίσιμο διάστημα και οι δύο προπονητές αντί να τον προσπεράσουν, υποχρεώθηκαν να τον καταλάβουν και να τον σεβαστούν. Ο Μπάγεβιτς είχε μόνο καλά λόγια για τον Ριβάλντο στο τέλος της περσινής σεζόν, ο Σόλιντ ζητάει την παραμονή του, αφήνοντάς τον στο γήπεδο να κάνει περίπου ό,τι γουστάρει.
Τρόπος
Ενας άλλος πρόεδρος θα θύμωνε με τις δηλώσεις του κατά των προπονητών ή τις απαιτήσεις του να παίζει με συγκεκριμένο τρόπο. Στη Μίλαν τον άφησαν στην άκρη και πήραν το Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά άλλο η Μίλαν κι άλλο ο Ολυμπιακός. Πιστεύω ότι μέσα στο μυαλό του Κόκκαλη η ιδέα να ξαναδεί τον Ριβάλντο στην καταπληκτική κατάσταση που ήταν το 2002 υπήρχε από τη στιγμή που έδωσε στον Λούβαρη τη συγκατάθεσή του για την απόκτησή του: πιο πολύ και από το γεγονός ότι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο ο Ολυμπιακός θα είναι πολλαπλά ωφελημένος, πρέπει να μέτρησε ο απλός ανθρώπινος θαυμασμός του προέδρου του Ολυμπιακού για τους μεγάλους παίκτες. Ο Κόκκαλης αντιμετώπισε τον Ριβάλντο όπως οι συλλέκτες που αναδεικνύουν την ομορφιά ενός σκουριασμένου αντικειμένου γυαλίζοντάς το με τις ώρες: στην αρχή δεν καταλαβαίνεις γιατί ματαιοπονούν, στο τέλος θαυμάζεις κι εσύ το έργο τέχνης που η ξεροκεφαλιά και η αγάπη τους ανέδειξε. Ο «Ρίμπο» τού Κόκκαλη του χρωστάει πιο πολλά απ' όσα ο Ολυμπιακός σε αυτόν. Η ιστορία είναι η ακριβώς αντίθετη από του Ζιοβάνι.
Πορτοφόλι
Σε όποια ομάδα κι αν είχε πάει ο Ριβάλντο, η καριέρα του θα είχε ήδη τελειώσει -στον Ολυμπιακό αναγεννήθηκε, λατρεύτηκε, βρήκε κίνητρα και όνειρα. Κι έναν πρόεδρο–θαυμαστή. Το να αποκτάς μεγάλους παίκτες εξαρτάται από το πορτοφόλι σου. Το να ξέρεις να τους φέρεσαι εξαρτάται από το πόσο εν τέλει αγαπάς το ποδόσφαιρο.
Μπουνταλάδες
Εχω την απόλυτη βεβαιότητα ότι αυτή η ομάδα της εθνικής Γερμανίας που είδαμε να συντρίβεται από τους Ιταλούς θα φτάσει στο Μουντιάλ μέχρι τα ημιτελικά. Κι ας είναι κακή, ασυντόνιστη, χαμένη μέσα στο γήπεδο και χωρίς ένα φυσικό ηγέτη. Οι Γερμανοί θα περπατήσουν στο Παγκόσμιο Κύπελλο που διοργανώνουν στο σπίτι τους (μην ξεχνάτε ότι στην προηγούμενη διοργάνωση έπαιξαν στον τελικό κι ας είχαν χειρότερη ομάδα!), αλλά το θέμα είναι πώς.
Δεν αποκλείω ο Κλίνσμαν να σκέφτεται μια ομάδα που να μπορεί να αποδώσει μόνο ως γηπεδούχος: τους έχω τους Γερμανούς ικανούς γι' αυτού του είδους τα μικρά τρικ. Εχουν ψηλά παιδιά στην επίθεση, θα πάρουν την πρωτοβουλία, θα παίξουν με πολλά γεμίσματα και με τις εμπνεύσεις του Μπάλακ: φτάνουν αυτά για να διακριθείς; Ελα ντε! Το βέβαιο είναι ότι δεν φτάνουν για να έχεις μια καλή ομάδα και οι Γερμανοί καλή ομάδα δεν έχουν. Για την ακρίβεια, έχουν σταματήσει να έχουν καλή ομάδα από το Πανευρωπαϊκό της Αγγλίας το 1996: έκτοτε και για σχεδόν 8 χρόνια αναζητούνται.
Γιατί; Πιστεύω ότι οι Γερμανοί, αντίθετα με τους Γάλλους, τους Ολλανδούς, ακόμα και τους Αγγλους, δεν κατάφεραν να ενσωματώσουν με την ικανότητα που το έκαναν οι υπόλοιποι τα παιδιά των οικονομικών μεταναστών στην αθλητική τους ζωή. Η εθνική τους ομάδα (μολονότι έχει δύο-τρεις «ξένους») παραμένει πολύ λευκή, πολύ άρια. Είναι παράξενο ότι στην εθνική Γερμανίας δεν υπάρχει ένας Γερμανός τουρκικής καταγωγής –ο Μπαστούρκ γέννημα-θρέμμα του γερμανικού ποδοσφαίρου προτίμησε την πατρίδα των παππούδων του. Ο Σολ, ο Κουράνι, ο Πολωνός Ποντόλσκι μοιάζουν εξαιρέσεις στον κανόνα, την ώρα που η εθνική Γαλλίας είναι γεμάτη Αφρικανάκια και η εθνική Ολλανδίας αντλεί δύναμη από τους Μολούκους. Προς Θεού, δεν υπαινίσσομαι ότι υπάρχει κάτι το ρατσιστικό σε αυτή την εξέλιξη –ίσα ίσα νομίζω ότι συμβαίνει το αντίθετο: η Γερμανία δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα στα παιδιά των οικονομικών μεταναστών και τα δικά της και δεν θα ήθελε φτωχούς και ανασφάλιστους μετανάστες που να παράγουν ποδοσφαιριστές. Πιστεύω πως η γενικότερη οικονομική ευημερία της Γερμανίας την προηγούμενη δεκαετία είχε αποτέλεσμα να μη βγουν ποδοσφαιριστές επιπέδου: η μπάλα ήταν και παραμένει διασκέδαση των φτωχών. Οι σημερινοί Γερμανοί είναι παιδιά του θαύματος που προηγήθηκε: καλοζωισμένοι και λιγάκι μπουνταλάδες.