Eίναι αλήθεια ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση άργησε πολύ να προσεγγίσει τον κόσμο του αθλητισμού και να εκτιμήσει την κοινωνική του σπουδαιότητα. Από το 1992, που οι αγγλικές ομάδες υπογράφουν την πρώτη μεγάλη συμφωνία για την πώληση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων των παιχνιδιών τους, μέχρι την απόφαση Μποσμάν, που άλλαξε εκ βάθρων τον χαρακτήρα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, η Ε.Ε. ήταν απούσα. Μόλις τον Δεκέμβριο του 1999 στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποβάλλει την πρώτη της έκθεση για τον αθλητισμό. Μία έκθεση που περιέγραφε ένα πλαίσιο που είχε ήδη ξεπεραστεί από τις εξελίξεις.
Σε αυτή την έκθεση, πάντως, η Ε.Ε. αναγνώριζε την κοινωνική σημασία που έχει ο αθλητισμός και τη σπουδαιότητα της καταπολέμησης του ντόπινγκ, όπως επίσης και την ανάγκη να υπάρξει ένα πλαίσιο προστασίας του ερασιτεχνικού χαρακτήρα του αθλητισμού. Η ταχύτατη μετατροπή των ποδοσφαιρικών ομάδων σε επιχειρήσεις παραγωγής αθλητικού θεάματος και η διαρκώς αυξανόμενη οικονομική δραστηριότητα -στον χώρο ιδίως του ποδοσφαίρου- διαμόρφωσαν στην Ε.Ε. μια πραγματικότητα για την οποία χρειαζόταν ένα συνεκτικό κι ολοκληρωμένο ρυθμιστικό πλαίσιο. Σε ό,τι αφορά τα οικονομικά χαρακτηριστικά ιδίως του ποδοσφαίρου, πριν από έναν χρόνο η έκθεση της Deloitte & Touch εκτιμούσε ότι στη ζώνη της Ε.Ε. πριν από τη διεύρυνση, το ποδόσφαιρο ήταν μία επιχειρηματική δραστηριότητα με ετήσιο τζίρο που έφτανε τα 10 δισ. ευρώ. Εναν χρόνο μετά το Τάμπερε, στη συνθήκη της Νίκαιας, τον Δεκέμβριο του 2000 προστέθηκε μία αναφορά για την ανάγκη προστασίας των ιδιαίτερων, πολιτιστικών, εκπαιδευτικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών του αθλητισμού. Οσο κι αν αυτή η προσθήκη σε πολλούς δεν λέει τίποτε σπουδαίο, είναι σημαντική για αρκετούς λόγους.

Ενας λόγος, για παράδειγμα, είναι ότι μπορεί να προσφέρει κάποια στιγμή στο μέλλον το υπόβαθρο για την δημιουργία αυτού που ονομάζεται «νομική βάση» στον κοινοτικό προϋπολογισμό, ώστε μελλοντικά να επιτρέψει τη δημιουργία και τη χρηματοδότηση προγραμμάτων και πολιτικών δράσεων που να αφορούν στον αθλητισμό. Ενας ακόμη εξίσου σοβαρός -αν όχι σοβαρότερος- λόγος είναι η διάθεση της Ε.Ε. να προστατέψει το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο από τα δαρβινικά χαρακτηριστικά της αγοράς, στην οποία επιβιώνουν μόνον οι ισχυρότεροι. Η βρετανική προεδρία της Ε.Ε. στον τομέα αυτό έκανε σημαντική δουλειά, γεγονός που αποτυπώθηκε και στο συμβούλιο των υπουργών Αθλητισμού τον περασμένο Δεκέμβριο στη Λειψία. Εκεί συζητήθηκαν θέματα που πριν από δύο χρόνια θα θεωρούνταν ταμπού ή εκτός ενδιαφέροντος, όπως το σάλαρι καπ ή η προστασία των νεαρών ποδοσφαιριστών από μία μεταγραφική αγορά που τείνει να πάρει τα χαρακτηριστικά του σκλαβοπάζαρου.
Φαντάζομαι ότι θα είχε ενδιαφέρον αν ο υφυπουργός Αθλητισμού στο πλαίσιο του καθορισμού της πολιτικής ατζέντας, από τη μεριά της κυβέρνησης, έφερνε στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου αυτά τα ζητήματα, για να διαπιστώσουμε μεταξύ άλλων και τι έχει καταλάβει -αν έχει- από αυτά που συζητήθηκαν. Δεν υπαινίσσομαι τίποτε που να μην μπορώ να το πω ξεκάθαρα. Ο κ. Ορφανός είναι βαθιά νυχτωμένος. Διότι αν δεν ήταν, θα μας ενημέρωνε και θα πυροδοτούσε τη συζήτηση για πρωτοβουλίες όπως αυτή που στην Αγγλία είναι γνωστή με τον όρο Supporters Trust. Ενα σχέδιο της αγγλικής κυβέρνησης που υλοποιήθηκε με τη βοήθεια πανεπιστημιακών και συνδέσμων φιλάθλων, με στόχο τη συμμετοχή των φιλάθλων στη διοίκηση και την οικονομική διαχείριση των ομάδων. Μία πρωτοβουλία που γεννήθηκε μετά το ηφαιστειογενές τοπίο το οποίο άφησε πίσω της η χρεοκοπία της ITV. Μια χρεοκοπία που οδήγησε πολλές αγγλικές ομάδες των μικρότερων κατηγοριών στο χείλος της καταστροφής.

Εντάξει, εδώ είναι «Μπαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε», όπως είχε πει παλιότερα ο Διονύσης Σαββόπουλος, οπότε δεν θα μπορεί να έχουμε απαιτήσεις από ανθρώπους οι οποίοι ακόμα και επεισόδια σαν αυτά της περασμένης Κυριακής στην Τούμπα τα θεωρούν κάπως υπερβολική εκδήλωση καρναβαλικού γλεντιού. Από την άλλη, βέβαια, μπορεί να είναι και για το καλό του ποδοσφαίρου -ή και του αθλητισμού, γενικότερα- το ότι ο αρμόδιος υπουργός κοιμάται. Ισως να ονειρεύεται κάτι καλό. Ενα ακόμα μακρινό ταξίδι με έξοδα, πάντα, του Δημοσίου.

Πάντσερ για συνεργείο

Eγραφε χθες ο Χρ. Σωτηρακόπουλος ότι δεν θα πρέπει να μας ξεγελάει το αποτέλεσμα του προχθεσινού παιχνιδιού ανάμεσα στην Ιταλία και τη Γερμανία, η οποία δεν μπορεί να παρουσιάσει αυτή την εικόνα στο Μουντιάλ, που θα γίνει σε τρεισήμισι μήνες. Συμφωνώ μαζί του, αλλά το κρίσιμο ερώτημα για μένα είναι το πόσο καλύτερη μπορούμε να περιμένουμε τη Γερμανία; Και πιστεύω ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε τόσο μεγάλη βελτίωση από τους Γερμανούς που να τους κατατάσσει στα φαβορί. Εντάξει, μεγάλη χώρα είναι, με πλούσια ποδοσφαιρική παράδοση και τρεις κατακτήσεις του Παγκοσμίου Κυπέλλου, είναι και διοργανώτρια του τουρνουά, θα «βοηθηθεί», αλλά πόσο; Σίγουρα όχι μέχρι τον τελικό. Ισως, μέχρι τους τέσσερις, πράγμα που θα είναι κομματάκι προκλητικό.

Δεν μπορεί να επαναληφθεί το προηγούμενο του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2002, στο οποίο χάρη στην τύχη τους, τη διαιτητική βοήθεια, τον Καν -κατά πρώτο λόγο- και τον Κλόζε, έφτασαν στον τελικό. Ολοι θυμούνται τι πάρτι έγινε με τις κάρτες σε εκείνο το ματς με το Καμερούν, τον πιο σοβαρό αντίπαλο που συνάντησαν οι Γερμανοί στην πορεία τους προς τη Γιοκοχάμα. Είναι φανερό ότι οι Γερμανοί από το 2000 και μετά βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση. Υστερούν απελπιστικά στην παραγωγή ταλέντων, ενώ και η διαχείριση του υλικού τους παραμένει προβληματική.
Στο γερμανικό ποδόσφαιρο παρατηρεί όλο και πιο συχνά κάποιος την ανάδειξη ταλαντούχων ποδοσφαιριστών που είναι παιδιά μεταναστών (Ασαμόα, Κουράνι, Κλόζε) που σε μερικές περιπτώσεις επιλέγουν να αγωνιστούν με την εθνική ομάδα της χώρας καταγωγής τους (π.χ. Μπαστούρκ). Ο Κλινσμαν αποτέλεσε μία λύση ανάγκης για τον πάγκο, αλλά δεν φαίνεται να έχει τη διάθεση για δουλειά που είχε ο Φέλερ, παρά το γεγονός ότι πολλοί τον θεωρούν περισσότερο «ποιοτικό», παρασυρμένοι μάλλον από τις επιδόσεις που είχε ως ποδοσφαιριστής. Επιπλέον, ο Κλίνσμαν εμφανίζεται ανίκανος να διαχειριστεί και τις συγκρούσεις εγωισμών ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές του, όπως δείχνει και η διαμάχη Καν-Λέμαν. Φαντάζομαι ότι μπορεί να έκανε οργανωτική ζημιά στο μουντιάλ ένας πρόωρος αποκλεισμός των Γερμανών. Μήπως όμως έκανε καλό στο ποδόσφαιρο;

Το Ασφαλιστικό της ανασφάλειας

Η κυβέρνηση, που έχει πάρει φόρα με τις «μεταρρυθμίσεις», ετοιμάζεται να ανοίξει το Ασφαλιστικό και να κατευθύνει την συζήτηση εκεί που τη συμφέρει και εκεί που της υποδεικνύουν τόσο η Ε.Ε. όσο και άλλοι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί. Αύξηση ορίων συνταξιοδότησης, αύξηση εισφορών των εργαζομένων με μείωση εισφορών των εργοδοτών, ενώ θα δώσει και «γήπεδο» στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες. Το πρόβλημα του Ασφαλιστικού είναι πρωτίστως πρόβλημα πόρων και όχι παροχών. Δηλαδή πρόβλημα εσόδων και όχι υψηλών συντάξεων. Πρόβλημα που μεγεθύνεται από τον αριθμό των ανέργων και των συνταξιούχων. Από την εισφοροδιαφυγή που φθάνει το 30% των ετήσιων δαπανών και την απροθυμία του κράτους να προσφέρει πόρους από τον κρατικό Προϋπολογισμό. Ξέρετε πόσα χρωστάει το Δημόσιο στο ΙΚΑ; Μόλις 9 δισ. ευρώ. Πόσα μένουν τον χρόνο στις τσέπες των επιχειρηματιών που κάνουν «γαργάρα» τις υποχρεώσεις τους; Μόλις 7 δισ. ευρώ. Ψίχουλα, δηλαδή, γεγονός που δεν είναι κακό αν μεταμορφώσουμε τους συνταξιούχους σε σπουργίτια. Και όσα τρώνε πολύ, να τα κυνηγάμε με μία σφεντόνα σε μια επίδειξη γνήσιου βρετανικού sportsmanship.


ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube