Mετά την οικονομική άνοιξη στην οποία οδήγησαν την ευρωπαϊκή ποδοσφαιρική αγορά ο γάμος της τηλεόρασης με το ποδόσφαιρο και ο νόμος Μποσμάν, ήρθε ο βαρύς χειμώνας μιας σκληρής οικονομικής πραγματικότητας, που υπήρξε αποτέλεσμα της υπερεκτίμησης της αξίας του προϊόντος που ονομάζεται ποδόσφαιρο, της απληστίας, της σπατάλης και της κακοδιοίκησης. Ο πρωταθλητισμός σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει ένα κόστος που αποδείχτηκε δυσβάστακτο για πάρα πολλές ομάδες στη «γηραιά ήπειρο», οι οποίες όμως είχαν πραγματοποιήσει τεράστια οικονομικά ανοίγματα ή συνέδεσαν το οικονομικό τους μέλλον με την τύχη κάποιων οικονομικών μεγιστάνων. Αυτοί οι μεγιστάνες (που σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποίησαν τις ποδοσφαιρικές ομάδες των οποίων ήταν ιδιοκτήτες και σαν «πλυντήριο χρήματος»), όταν η επιχειρήσεις τους κατέρρευσαν, συμπαρέσυραν στην οικονομική καταστροφή και τις ομάδες των οποίων ήταν ιδιοκτήτες.
Πέρα από μια σειρά και άλλων αιτίων που οδήγησαν στην οικονομική κατάρρευση των συλλόγων, ένας από τους βασικούς –αλλά αγνοημένους– λόγους είναι ότι οι πόλεις που οι ομάδες είχαν ως έδρα δεν ήταν σε θέση να συντηρήσουν οικονομικά συλλόγους με εξωπραγματικούς προϋπολογισμούς. Σύμφωνα με έναν υπολογισμό που πραγματοποίησαν οι «Financial Times» πριν από λίγο καιρό, κάθε δίμηνο μέχρι το τέλος του 2004 μία ομάδα, από μια μεσαίου μεγέθους ευρωπαϊκή πόλη –με πληθυσμό από 150 χιλιάδες έως 1 εκατομμύριο– «χανόταν» από τον χάρτη του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Οπως χάθηκε για μία επταετία σχεδόν η Φιορεντίνα, η ομάδα μιας πόλης που θα μπορούσε να θεωρηθεί και πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, αν αναλογισθεί κάποιος το πλήθος των τουριστών που συρρέουν για να θαυμάσουν τα ανάκτορα των Μεδίκων, τον εντυπωσιακό καθεδρικό ναό της ή τα δεκάδες έργα του Μικελάντζελο, που είναι διασκορπισμένα σε αυτή την πόλη-υπαίθριο μουσείο. Μετά τους «βιόλα» ήρθε η σειρά της Πάρμα, μιας πόλης 150 χιλιάδων κατοίκων, που ήταν η έδρα της Parmalat. Της μεγάλης ιταλικής πολυεθνικής εταιρείας τροφίμων.
Η Parmalat ήταν ιδιοκτησία της οικογένειας Τάντζι, που για λόγους πρεστίζ απέκτησε και την ομάδα της πόλης, της Πάρμα, για την οποία ξόδεψε περισσότερα από 300 εκατομμύρια ευρώ. Οταν όμως στα βιβλία της επιχείρησης Parmalat ανακαλύφθηκε μια μαύρη τρύπα ύψους 10 δισ. ευρώ, η κατάρρευση της εταιρείας συμπαρέσυρε και την ομάδα. Αλλη τρανταχτή περίπτωση στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο αποτελεί η Λιντς, η ομάδα με τα χρέη που ξεπέρασαν τα 120 εκατομμύρια ευρώ, ενώ μπορεί να ακολουθήσει η Ντεπορτίβο, αν δεν βρει έναν τρόπο να ρυθμίσει τα χρέη της.
Οι ομάδες άλλων μεσαίων ευρωπαϊκών πόλεων –όπως η Λίβερπουλ, η Γλασκώβη, το Ντόρτμουντ, το Αμστερνταμ, το Νότιγχαμ, η Μασσαλία– αποχώρησαν από το γκρουπ των πρωταγωνιστών με λιγότερο εντυπωσιακούς τρόπους. Και όλες αυτές οι πόλεις έχουν δώσει ομάδες που στέφθηκαν πρωταθλήτριες Ευρώπης, αλλά τώρα αντιλαμβάνονται ότι πολύ δύσκολα μπορούν να συντηρήσουν οικονομικά ομάδες που θέλουν να πρωταγωνιστούν στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, καθώς το κόστος του πρωταθλητισμού είναι πλέον δυσβάστακτο. Τις δεκαετίες του '60 και του '70 στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο κυριάρχησαν οι ομάδες των πόλεων μεσαίου μεγέθους, αλλά στην εποχή της παγκοσμιοποίησης τα οικονομικά –και όχι μόνο– δεδομένα έχουν αλλάξει. Για παράδειγμα, ο σημερινός πληθυσμός του Λίβερπουλ δεν ξεπερνά τις 450 χιλιάδες ανθρώπους, δηλαδή είναι μικρότερος κατά το 1/3 (ίσως και κάτι περισσότερο) από τον πληθυσμό που είχε η πόλη όταν μεσουρανούσε η κόκκινη αρμάδα. Βέβαια, οφείλει να παραδεχτεί κάποιος ότι οι μεσαίου μεγέθους πόλεις είναι τυπικό δείγμα πόλης της Δ. Ευρώπης, που έχει μόλις 8 αστικές περιοχές που ξεπερνούν τα 3 εκατομμύρια πληθυσμό. Από την Ευρώπη, άλλωστε, λείπουν οι μεγαλουπόλεις τύπου Τόκιο, Νέας Υόρκης, Σάο Πάολο ή της πόλης του Μεξικού.
Τώρα πια και με την πείρα του παρελθόντος, οι περισσότερες μεσαίες ευρωπαϊκές ομάδες διαμορφώνουν τους προϋπολογισμούς τους και τις επιλογές τους με πολύ μεγάλη προσοχή, καθώς δεν έχουν τις πλάτες και το πορτοφόλι κάποιου μεγάλου οικονομικού κολοσσού. Το γεγονός αυτό, όμως, διευρύνει ακόμα περισσότερο την απόσταση ανάμεσα στους πλούσιους και τους λιγότερο ισχυρούς.
Εκπαίδευση δεν σημαίνει και γνώση
Στη Γαλλία, οι μαθητές και οι φοιτητές έχουν βγεί στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι για τον νόμο που έφερε η κυβέρνηση Ντε Βιλπέν, με στόχο την καταπολέμηση της ανεργίας των νέων. Εναν νόμο που προβλέπει ότι οι εργοδότες μπορούν να απολύουν από την πρώτη τους δουλειά, όποτε θέλουν και χωρίς αιτιολογία, τους νέους κάτω των 26 ετών. Οι νεαροί Γάλλοι, με αφορμή το αίτημα για απόσυρση αυτού του νόμου, ήδη εμπλουτίζουν με περισσότερα αιτήματα τις κινητοποιήσεις τους. Αιτήματα που φανερώνουν και τις ανησυχίες τους για τον ρόλο του πανεπιστημίου στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Προχθές, ο ΟΟΣΑ έδωσε στη δημοσιότητα μια έκθεση για τον χαρακτήρα και την «αποτελεσματικότητα» της ευρωπαϊκής εκπαίδευσης. Στην έκθεση αυτή ο διεθνής οργανισμός παρατηρεί πως η Ευρώπη βρίσκεται πίσω στον «πόλεμο» για την εκπαίδευση και κατηγορεί κυρίως Γάλλους και Γερμανούς, υποστηρίζοντας ότι έχουν μέτρια εκπαιδευτικά συστήματα που –πέραν όλων των άλλων ελαττωμάτων τους– δεν είναι απαλλαγμένα και από ταξικές προκαταλήψεις. Προκαταλήψεις που έχουν το χαρακτηριστικό να δίνουν τη δυνατότητα παροχής εκπαίδευσης και στους μη έχοντες, επιβαρύνοντας τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Και αυτή η επιβάρυνση είναι αντιαναπτυξιακή. Στις προτάσεις του ο ΟΟΣΑ προτείνει να ενθαρρυνθεί η δημόσια και η ιδιωτική χρηματοδότηση της παιδείας, να υπάρχουν στις διοικήσεις των πανεπιστημίων άτομα –«επενδυτές» τους ονομάζει– που δεν θα προέρχονται από τον ακαδημαϊκό χώρο, να δημιουργηθούν εκπαιδευτικά ιδρύματα που θα μπορούν να ανταποκρίνονται στη ζήτηση της αγοράς εργασίας και να βελτιωθεί η πρόσβαση σε αυτά τα ιδρύματα, που θα πρέπει να έχουν υψηλό επίπεδο ποιότητας. Στην έκθεση δεν καταγράφονται προβληματισμοί που να αφορούν στον δημόσιο χαρακτήρα της δωρεάν Παιδείας, ούτε ανησυχίες για τη μετατροπή των πανεπιστημίων από χώρους παραγωγής γνώσης σε κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης. Το ζητούμενο είναι οι ειδικευμένοι «πτυχιούχοι» που θα καλύπτουν τις ανάγκες των αγορών και των επιχειρήσεων για κέρδη. Και όταν οι ανάγκες αυτές αλλάξουν, οι ειδικευμένοι μπορούν να πάνε να πηδηχτούνε...
Επενδυτές της τελευταίας στιγμής
Αυτό που συμβαίνει με τον ΠΑΟΚ είναι μοναδικό φαινόμενο. Οποτε η ομάδα φτάνει στο χείλος της καταστροφής, τότε κάνουν την εμφάνισή τους «ονόματα» και σενάρια για πιθανούς επενδυτές. Επενδυτές που ενδιαφέρονται για την ομάδα της Θεσαλονίκης, η οποία είναι «γωνιακό» μαγαζί. Περιέργως, όλα αυτά τα σενάρια παραβλέπουν το γεγονός ότι το «γωνιακό» μαγαζί έχει απαξιώσει τις δυνατότητες κερδοφορίας του, λόγω της διαχείρισης των «σωτήρων» του και της συμπεριφοράς των οπαδών του.
Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο της ιστορίας του ΠΑΟΚ αφορά στους ίδιους τους επενδυτές, που είναι σωτήρες όταν αγοράζουν το μαγαζί από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη, για να μεταμορφωθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα σε «ανεπιθύμητους σκιτζήδες». Το κομμάτι τους, όμως, το έχουν κάνει στο μεσοδιάστημα, συνήθως με τις πλάτες των πολιτικών της Θεσσαλονίκης που έχουν υπουργικές θέσεις. Και ο «Δικέφαλος» βυθίζεται κάθε φορά όλο και περισσότερο σε ένα πηγάδι δίχως πάτο.