Τη φράση «έλιωσε σαν τον καλό χριστιανό» την έχω χρησιμοποιήσει μόνο για ένα φούτερ της Hanes. Νόμιζα ότι είναι αθάνατο, μέχρι που έλιωσε ο λαιμός του. Τέλος πάντων, θα το θυμάμαι με νοσταλγία, αδιαφορώντας για οτιδήποτε δεν λιώνει που δεν είναι φούτερ της Hanes. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με τα ελληνικά κανάλια, που μετά τον Βησσαρίωνα φαίνεται να ανταγωνίζονται στο ποιο θα βρει τον αρχαιότερο άλιωτο μοναχό. «Το θαύμα του μοναχού Εφραίμ. Το σκήνωμά του έμεινε αναλλοίωτο για 500 χρόνια», ήταν η είδηση που παρακολουθούσα στο κεντρικό δελτίο του Channel 9. Καλώς. Και τώρα τι να κάνουμε; Να πιστέψουμε ότι αν βάλουμε τον Βησσαρίωνα και τον Εφραίμ στο αγιόμετρο ο πρώτος βγαίνει νικητής; Μάλλον όχι... Να γίνουμε χριστιανοί επειδή ο Βησσαρίων και ο Εφραίμ δεν λιώνουν; Ούτε. Διότι τότε το ίδιο άνετα θα γινόμασταν ινδουιστές, αφού οι φακίρηδες μπορούν να μείνουν θαμμένοι για μέρες. Να βάλουμε αντιμέτωπες την Εκκλησία και την επιστήμη και όποια νικήσει να γίνουμε οπαδοί της; Δεν νομίζω ότι είναι fair. Η επιστήμη δεν ψάχνει για οπαδούς, ούτε βασίζεται σε δόγματα. Η Εκκλησία δεν βασίζεται στην έρευνα, αλλά στην πίστη. Ούτως ή άλλως, το εκκλησιαστικό δόγμα αντιτίθεται στην επιστήμη. Το «πίστευε και μη ερεύνα». Το ερώτημα, όμως, είναι τι ρόλο παίζει η δημοσιογραφία στη νεοθρησκευτική υστερία.
Η τηλεόραση δεν καθοδηγεί, αλλά ακολουθεί το κοινό. Σκοπεύει στον μέγιστο αριθμό τηλεθεατών. Γι' αυτό η γλώσσα της είναι η απλούστερη δυνατή και οι θέσεις της οι συντηρητικότερες. Γουστάρει το κοινό διαπόμπευση πολιτικών για να νιώθει ότι και οι ισχυροί είναι θνητοί; Θα έχει και σκάνδαλα και δημοσιογράφους να κάνουν τους εισαγγελείς και πολιτικούς τούς κατηγορούμενους. Γουστάρει το κοινό αθανασία επειδή φοβάται το Μεγάλο Πουθενά; Θα έχει θαύματα και μοναχούς που δεν λιώνουν ούτε σε χίλια χρόνια. Η συνηθισμένη δημοσιογραφική δικαιολογία για τέτοιες περιπτώσεις είναι το «εμείς μόνο αναφέρουμε τα γεγονότα». Οχι ακριβώς... Γιατί φυσικά και η τηλεόραση αναφέρει γεγονότα, αλλά η ίδια διαλέγει τι γεγονότα θα προβάλει. Αν οι αναλλοίωτοι μοναχοί τραβάνε, το κοινό θα δει τόσους όσοι δεν έχουν εμφανιστεί σε όλα τα splatter movies. Με το ρεπορτάζ παρουσιασμένο με γνήσια δημοσιογραφική, στεντόρεια, μπάσα φωνή: «Βρισκόμαστε στο μοναστήρι της Υπαπαντής, όπου ένα πρωτοφανές φαινόμενο, ένας μοναχός που για 500 χρόνια...». Και για ουρά στο τέλος ένα ψιθυριστό «...όπως λένε οι πιστοί», ώστε να έχουμε δημιουργήσει τις εντυπώσεις, αλλά να κρατάμε και τις αποστάσεις.
Πιστοί, στα γόνατα και προσευχηθείτε να συχωρεθούν οι αμαρτίες σας, για να μη γίνετε σαν τα φούτερ της Hanes. Οι αρρωστόφοβοι λίγη υπομονή και περιμένετε στους δέκτες σας. Οι άγιοι μοναχοί σύντομα τελειώνουν και επιστρέφουμε στην αρίθμηση των νεκρών κύκνων και τη γρίπη των πτηνών, που θα μας θερίσει όλους.
Οι Αμερικανοί παλιά, όταν ήθελαν να δείξουν ότι δεν είναι ρατσιστές, έλεγαν «some of my best friends are black». Η φράση τελικά έγινε σλόγκαν. Το «some of my best friends are...» λεγόταν για κάθε κατηγορία ανθρώπων. Να πάρω λοιπόν κι εγώ σειρά για να πω «some of my best friends are gay». Κάτι ο τρόπος ζωής, κάτι οι ελάχιστα συμβατικοί χώροι στους οποίους κινούμαι, με έφεραν να έχω έναν μεγάλο αριθμό φίλων που στην καλή τους μέρα την κουνάνε την αχλαδιά κι απ' το κούνημα βρέχει αχλάδια.
Ενας gay φίλος, λοιπόν, καθ' όλα αξιοπρεπής και ουδόλως ξεφωνημένος, με κάργα ανδροπρεπή εμφάνιση, είχε κάνει ένα ψιλοπάρτι. Με το πέρασμα της ώρας οι καλεσμένοι έφευγαν και στο τέλος είχε μείνει μια κουλτουριάρα κοινή φίλη. Αργά ήταν, το σπίτι στου διαόλου τον πατέρα ήταν και ο gay φίλος προσφέρθηκε να τη φιλοξενήσει. Στο σπίτι υπήρχε ένα κρεβάτι και η κοπέλα δεν ήξερε τις σεξουαλικές προτιμήσεις του οικοδεσπότη. Τον οποίο και γούσταρε κάργα. Οταν ξάπλωσαν, άρχισε να του τρίβεται. Ο άνθρωπος δεν είχε άλλη διέξοδο από το να ξεκαθαρίσει τη θέση του. «Φιλιώ, πρέπει να σου πω κάτι. Είμαι gay και δεν θα γίνει τίποτα». «Τι λες, ρε Γιάννη;», του απάντησε η κοπέλα, απογοητεύτηκε, αλλά δεν ήταν και λόγος για να πάρει ταξί. Κοιμήθηκαν σαν αδελφάκια. Το πρωί, στο ξύπνημα, η Φιλιώ ένιωσε αυτό το κατιτίς το σεξουαλικό να ξυπνάει μέσα της και έκανε μια δεύτερη προσπάθεια. Ο Γιάννης και πάλι την απώθησε. «Ρε Φιλιώ, δεν το είπαμε ότι είμαι gay;». «Εντελώς, ρε Γιάννη;». «Οχι, ρε Φιλιώ. Τόπους τόπους». Αντίθετα όμως με τον gay, ένα ματς μπορείς να το δεις «τόπους τόπους». Οπως ομολογώ ότι είδα το ματς του Ολυμπιακού με τη Λάρισα και το μετάνιωσα. Γιατί ήταν ματσάρα.
Για να καταλάβει κάποιος τι κόλλημα μπορείς να φας με το γκολφ, στην αρχή του ματς βρισκόμουν στο clubhouse της Γλυφάδας. Αλλά με ποιον; Με τον Τάκη Γκώνια. Εάν υπάρχει αντίλογος στη θεωρία ότι οι επαγγελματίες παίκτες δεν έχουν ομάδα, ονομάζεται Γκώνιας. Φόλα γαύρος και με τη σφραγίδα της αγνής αυθεντικότητας. Μέχρι που το κινητό μου χτύπησε. «Βλέπεις τι κάνει ο Ζωγράφος;». «Ποιος ζωγράφος;», απάντησα στον Κάρπετ. «Ο διαιτητής. Απέβαλε τον Σούρερ, αλλά το πέναλτι...». Αμάν. Το ματς του Ολυμπιακού είχε αρχίσει κι εμείς μιλάγαμε ακόμα για γκολφ. Καβάλα, λοιπόν, στο Hornet, ο υπέργηρος καμικάζι με κίνδυνο της ζωής του πρόλαβε να δει φάσεις του πρώτου και ολόκληρο το δεύτερο ημίχρονο ανάμεσα σε δύο ομάδες που εγγυώνται το σημαντικότερο στο ποδόσφαιρο: ότι δεν θα βαρεθείς.
Ξεκολλήστε για πέντε λεπτά με τη διαιτησία και εχθροί και φίλοι του Ολυμπιακού -η Λάρισα έχει παντού μόνο φίλους- με το χέρι στην καρδιά μπορούν να απαντήσουν στην εξής ερώτηση: «Υπάρχει άνθρωπος που βαρέθηκε;». Εκτός αν το αγαπημένο του άθλημα είναι το κέρλινγκ, μάλλον όχι. Οι φίλοι του Ολυμπιακού μπορεί να αγχώθηκαν όταν η ομάδα έμεινε με 10, οι εχθροί του Ολυμπιακού να εξοργίστηκαν με το πέναλτι που έδωσε ο Ζωγράφος, αλλά εχθροί και φίλοι είδαν ένα ματς από αυτά που οι Αμερικανοί αποκαλούν «bladder busters». Ματς που σου σπάει η ουροδόχος κύστη επειδή δεν σηκώνεσαι να πας για τσίσα. Ο λόγος είναι ότι η Λάρισα και ο Ολυμπιακός δεν παίζουν για να νικήσουν, αλλά για να εντυπωσιάσουν.
Το «είδαμε ματσάρα» από τι συνοδεύεται; «Φοβερές άμυνες. Το ματς τελείωσε 0-0» ή από το «η μπάλα πήγαινε πάνω κάτω και κάθε φάση μύριζε γκολ»; Οσοι απάντησαν το πρώτο, παρακαλούνται να σχηματίσουν σύλλογο «Για τη διάδοση της μούχλας στο ποδόσφαιρο», αν και δεν πρέπει να είναι αρκετοί για να πάρει ο σύλλογος άδεια από το πρωτοδικείο. Συνεχίζω με τους δεύτερους. Από τη στιγμή που κάποιος θέλει ποδόσφαιρο με την μπάλα να ανεβοκατεβαίνει συνοδευόμενη από έξι παίκτες και όχι να στέλνεται η βαθιά μπαλιά σε έναν προωθημένο φορ, θα δεχθεί ότι και η ομάδα του θα τρώει γκολ. Η απαίτησή του θα αφορά στο γιατί η επίθεση δεν έβαλε περισσότερα. Ηταν αυτός ο τύπος του ματς. Με τον Ολυμπιακό να παίζει με 10 παίκτες και να βάζει τρία γκολ, με τη Λάρισα να μένει με τη σειρά της με 10 και να βάζει ένα. Με τον Ολυμπιακό να έχει αφήσει τις δύο γωνίες της άμυνας ορφανές και τη Λάρισα ακόμα και με 11 να έχει ένα λούκι στον κεντρικό άξονα πιο πλατύ κι από highway. Με τον Ριβάλντο να παίρνει προσωπικά την απώλεια του πέναλτι και να αποζημιώνει διπλά με την απόδοσή του. Με τον Αλωνεύτη να βρίσκεται τετ α τετ απέναντι στον πιο ψαρωτικό στις εξόδους τερματοφύλακα και να τον ντριμπλάρει με την κίνηση που ένας σκιέρ περνάει τους στύλους στο σλάλομ. Ενα ματς που δύο λεπτά μετά τη λήξη του η πίεση του νερού έπεφτε από τα καζανάκια που τραβιόντουσαν ταυτόχρονα από όσους κρατιόντουσαν για να ακούσουν το τελευταίο σφύριγμα του διαιτητή. Ενα ματς που το μόνο που με στενοχωρεί είναι ότι το είδα «τόπους τόπους».
Δεν ξέρω πόσοι το έχουν παρατηρήσει, αλλά τα καλύτερα ματς γίνονται όταν οι ομάδες μένουν με λιγότερους παίκτες στον αγωνιστικό χώρο. Ο λόγος είναι ότι ενώ ο αγωνιστικός χώρος των γηπέδων του ποδοσφαίρου ορίστηκε τον 19ο αιώνα και μένει αναλλοίωτος, οι φυσικές δυνατότητες των αθλητών τα τελευταία 130 χρόνια πολλαπλασιάστηκαν. Το ποδόσφαιρο που παιζόταν πριν από 40 χρόνια κρινόταν από ατομικές αναμετρήσεις παικτών. Σήμερα, με τους παίκτες να τρέχουν σαν gay, καθένας που έχει την μπάλα πρέπει να σπάει ένα μαρκάρισμα το δευτερόλεπτο. Οι φυσικές δυνατότητες των παικτών έχουν αυξηθεί τόσο, που τα «δεκάρια», που μέχρι πριν από 20 χρόνια κάθε ομάδα είχε από ένα, έχουν εξαφανιστεί. Διότι ο τύπος του αρχοντικού παίκτη, που θα στοπάρει, θα σηκώσει το κεφάλι και μετά θα κάνει τη μαγική πάσα, έχει τόσο χρόνο επιβίωσης όσο ένας Αμερικανός πεζοναύτης στο παζάρι της Βαγδάτης.
Το να μεγαλώσουν τα γήπεδα θα ήταν η ιδανική λύση, αλλά αδύνατη. Τα μισά γήπεδα του κόσμου θα έπρεπε να ανακατασκευαστούν. Η μοναδική λύση είναι να μειωθούν οι παίκτες της κάθε ομάδας κατά έναν. Είναι, όμως, απίθανο να συμβεί. Πρώτον, θα συναντούσε την αντίδραση των συνδικάτων των παικτών παγκοσμίως, μιας και το 9% των θέσεων εργασίας θα καταργείτο αυτόματα. Ακόμα όμως κι αν οι παίκτες συμφωνούσαν, θα υπήρχε το πρόβλημα της ιστορικής συνέχειας του ποδοσφαίρου. Τα σπορ με μακρόχρονη ιστορία σπάνια αλλάζουν κανονισμούς και αν το αποφασίσουν αφορούν σε δευτερεύοντες. Στα 50 χρόνια που παρακολουθώ ποδόσφαιρο, ο σημαντικότερος κανονισμός που άλλαξε ήταν το γύρισμα από συμπαίκτη στον τερματοφύλακά του, που σήμερα είναι φάουλ. Ο λόγος της αποφυγής των αλλαγών είναι η ιστορική συνέχεια. Γιατί αν κάτι το τόσο δραστικό, όπως η μείωση του αριθμού των παικτών, αποφασιζόταν, η ιστορία του ποδοσφαίρου θα διαιρείτο σε ματς που παίζονταν με 11 και με 10 παίκτες και η σύγκριση ποδοσφαιριστών θα ήταν άνιση.