Υπάρχει ένα μυστήριο που περιτριγυρίζει τη Γιουβέντους. Τη δημοφιλέστερη ομάδα στην Ιταλία και μία από τις πιο μεγάλες και ισχυρές ομάδες στην Ευρώπη. Μια ομάδα που, όπως είχα γράψει προ ημερών παρουσιάζοντας μια έρευνα για τις πωλήσεις του merchandising των ομάδων, πραγματοποιεί το μεγαλύτερο ποσοστό των πωλήσεών της εντός Ιταλίας, όπου υπολογίζεται ότι έχει περίπου 11 εκατομμύρια οπαδούς. Το μυστήριο που τυλίγει τη «Μεγάλη Κυρία» έχει να κάνει με την απουσία των οπαδών της από το γήπεδο. Ισως η Γιουβέντους να είναι η μοναδική ομάδα στην Ευρώπη –και μάλιστα από τις μεγάλες– που σχεδιάζει την ανακατασκευή του γηπέδου της, στοχεύοντας να το κάνει μικρότερο. Δεν είναι εύκολο να λύσει κάποιος αυτό τον γρίφο. Πώς μια τόσο μεγάλη ομάδα έχει τόσο μικρή υποστήριξη. Στο παιχνίδι του Τσάμπιονς Λιγκ με τη Βέρντερ, ένα παιχνίδι που ήταν ζωής και θανάτου, γύρω στις 30 χιλιάδες θέσεις του γηπέδου έμειναν άδειες.
Τα εισιτήρια του παιχνιδιού της «Γιούβε» με την Αρσεναλ έχουν κυκλοφορήσει εδώ και δέκα περίπου μέρες, αλλά η ζήτηση παραμένει υποτονική. Μιλάμε για ένα παιχνίδι για τους 8 του Τσάμπιονς Λιγκ, με μια εμπορική αντίπαλο. Ακόμη και στο ντέρμπι με τη Μίλαν, η εικόνα του «Ντέλε Αλπι» ήταν απογοητευτική. Τα άδεια καθίσματα ήταν μάλλον περισσότερα από όσα στο ματς με τη Βέρντερ. Θυμάμαι πριν από καιρό τι θόρυβος είχε γίνει με τον Ακράτητο, όταν σε ένα παιχνίδι της ομάδας των Λιοσίων στο πρωτάθλημα –αν θυμάμαι, με τη Λάρισα– κόπηκαν μόλις 26 εισιτήρια. Ανάλογο θόρυβο θα έπρεπε να προκαλέσει η επίδοση της Γιουβέντους σ' ένα ματς Κυπέλλου με τη Σαμπντόρια, πριν από λίγο καιρό, όταν έκοψε μόλις 237 εισιτήρια.

Οι δικαιολογίες που είχαν ακουστεί ήταν πολλές. Εκανε πολύ κακό καιρό, το Κύπελλο είναι μια διοργάνωση περιορισμένου ενδιαφέροντος και παράλληλα υπήρχε και τηλεοπτική κάλυψη. Η τηλεόραση, βέβαια, σε όλη την Ευρώπη είναι μια καλή δικαιολογία, ειδικά στην Ιταλία, όπου η Γιουβέντους έχει τους περισσότερους συνδρομητές στη συνδρομητική τηλεόραση του Sky.

Προφανώς, γι’ αυτόν τον λόγο η «Γιούβε» πήρε 208 εκατομμύρια ευρώ για να παραχωρήσει τα τηλεοπτικά της δικαιώματα για την επόμενη τριετία. Ο μέσος όρος των εισιτηρίων της «Γιούβε» έχει πέσει κάτω από τις 30 χιλιάδες, γεγονός που από μόνο του είναι σημαντικό και αξιοπερίεργο. Αυτή η εικόνα έχει απασχολήσει το επιτελείο της «Γιούβε», γι’ αυτό και περιορίζει τη χωρητικότητα του γηπέδου στις 42 χιλιάδες. Στο τέλος της περιόδου θα αρχίσουν οι εργασίες ανακατασκευής του «Ντέλε Αλπι», με στόχο να το μεταμορφώσουν σε ένα καθαρά αγγλικό γήπεδο. Το «Ντέλε Αλπι» χτίστηκε για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 και αποτέλεσε ένα «σκάνδαλο» σε ό,τι αφορά το κατασκευαστικό κόστος και το κόστος συντήρησής του. Η Γιουβέντους τότε παράτησε το «Κομουνάλε», την παραδοσιακή της έδρα, όπου μάζευε 70 χιλιάδες ανθρώπους, και μετακόμισε σε ένα γήπεδο που δεν άρεσε σε κανέναν και δεν βόλευε και κανέναν να πάει εκεί.

Η βασικότερη εξήγηση για την απουσία των φίλων της «Γιούβε» από το γήπεδο έχει να κάνει με τη μεγάλη διασπορά των φίλων της σε ολόκληρη την Ιταλία, συνυπολογιζομένου του γεγονότος ότι το μεγαλύτερο κομμάτι των κατοίκων του Τορίνου υποστηρίζει την ιστορική και ομώνυμη ομάδα της πόλης. Φαντάζομαι ότι και οι νέοι νόμοι που ισχύουν στην Ιταλία για την ονομαστικοποίηση των εισιτηρίων περιόρισαν σε μεγάλο βαθμό την «ελεύθερη» κυκλοφορία τους, καθώς ένα διαρκείας παλιότερα εξυπηρετούσε περισσότερους από δύο φίλους της ομάδας. Η διοίκηση της «Γιούβε» πολλές φορές είχε σκεφτεί να εγκαταλείψει το Τορίνο ως έδρα της ομάδας, αφού η εμπειρία από τα παιχνίδια που είχε δώσει η ομάδα στο παρελθόν, ως γηπεδούχος εκτός Τορίνου, ήταν εξαιρετική. Την περίοδο 1994-95, όταν η «Μεγάλη Κυρία» φιλοξένησε στο «Σαν Σίρο» του Μιλάνου την Πάρμα και την Μπορούσια Ντόρτμουντ, είχε 85 χιλιάδες εισιτήρια. Sold out ήταν και ένα ματς που έπαιξαν στο Παλέρμο. Οπως και στην Μπολόνια. Στη νέα περίοδο, η «Γιούβε» θα μοιράζεται με την Τορίνο το «Κομουνάλε», που ανακατασκευάστηκε για τους χειμερινούς Ολυμπιακούς και έχει χωρητικότητα 28 χιλιάδων θέσεων. Το καινούργιο γήπεδο θα χρειαστεί ένα χρόνο, τουλάχιστον, για να είναι έτοιμο και –όπως ελπίζουν οι άνθρωποι της «Γιούβε»– γεμάτο.

Η δημόσια εκπαίδευση δεν χρηματοδοτείται

Τον περασμένο Δεκέμβριο η 8μελής επιτροπή πανεπιστημιακών, που συγκροτήθηκε στο πλαίσιο του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας, υπέβαλε τις προτάσεις της για τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση των ΑΕΙ της χώρας. Η επιτροπή, βέβαια, (γεγονός που αποσιωπείται πάντα από την κυβέρνηση) είχε ένα σοβαρό πρόβλημα αντιπροσωπευτικότητας, αφού δεν μετείχαν σε αυτήν εκπρόσωποι όλων των εμπλεκομένων φορέων, όπως μέλη του διδακτικού προσωπικού, των φοιτητών και του διοικητικού προσωπικού. Οι προτάσεις αυτές είναι που έχουν προκαλέσει τις αντιδράσεις φοιτητών και καθηγητών, που θα βρεθούν μαζί σήμερα στο πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο.

Οι προτάσεις που υπέβαλε τον Δεκέμβριο η Επιτροπή μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες. Στις θεσμικές, που προϋποθέτουν νομοθετική ρύθμιση και ενδεχομένως και αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, και σε μια άλλη δέσμη προτάσεων, για την υλοποίηση των οποίων χρειάζονται νομοθετικές ρυθμίσεις και υπουργικές αποφάσεις. Η υλοποίηση αυτής της δεύτερης δέσμης προτάσεων έχει οικονομικό κόστος που θα επιβαρύνει τον προϋπολογισμό. Η επιτροπή, που δεν προχώρησε στην κοστολόγηση της δεύτερης δέσμης των προτάσεών της, –πράγμα που ίσως και να μην είναι δική της δουλειά– παραδέχεται πως «... δεν νοείται δημόσια και δωρεάν πανεπιστημιακή εκπαίδευση χωρίς επαρκή χρηματοδότηση».

Ομως η χρηματοδότηση της δημόσιας παιδείας στην Ελλάδα είναι απογοητευτική, πράγμα που έχει επίπτωση και στην ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, αλλά και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Ειδικά της τριτοβάθμιας, γεγονός που αποτελεί το άλλοθι της κυβέρνησης στη συζήτηση που γίνεται για την ίδρυση των ιδιωτικών πανεπιστημίων, τα οποία –υποτίθεται ότι– προσφέρουν καλύτερης ποιότητας εκπαίδευση. Ισως γιατί οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών πανεπιστημίων δεν ενδιαφέρονται για το κέρδος, αλλά για το «πρεστίζ». Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό των πιστώσεων του προϋπολογισμού που πηγαίνει για την παιδεία δεν ξεπερνά το 3,6% του ΑΕΠ, την ώρα που στην Πορτογαλία είναι διπλάσιο. Υποψιάζομαι ότι εκείνο που ενδιαφέρει την κυβέρνηση είναι πώς να μετατρέψει τα πανεπιστήμια σε κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης, ώστε να επιτευχθεί η περιβόητη διασύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των επιχειρήσεων.

Προβληματισμοί για πιθανές μελλοντικές αλλαγές στις συνθήκες της αγοράς εργασίας ή για την απώλεια ενός βασικού χαρακτηριστικού του πανεπιστημίου, αυτού που το ξεχώριζε ως παραγωγό γνώσης, δεν περιλαμβάνονται στο σκεπτικό και τις επιλογές της κυβέρνησης.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube