Πριν από έξι χρόνια ο Θανάσης Μηλιόρδος γινόταν ο δεύτερος Έλληνας πυγμάχος που έχανε τη ζωή του στο ρινγκ. Το πρώτο δυστύχημα στην ελληνική πυγμαχία έγινε τη δεκαετία του '50, αλλά σε μια κοινωνία που είχε ζήσει τη φρίκη του πολέμου ο θάνατος ενός ανθρώπου δεν δημιούργησε σοκ παρά μόνο στον χώρο του αθλήματος. Το 2000, με τον θάνατο του Μηλιόρδου, η αντίδραση ήταν διαφορετική. Επειδή η Δικαιοσύνη ναι μεν είναι τυφλή, αλλά ακολουθεί τα πιστεύω της κοινωνίας του καιρού της, υπήρξε μία πρωτοφανής απόφαση. Το δικαστήριο της Πάτρας αποφάσισε ότι ο διαιτητής του αγώνα του Μηλιόρδου έφερε ευθύνη για το δυστύχημα.

Η απόφαση του δικαστηρίου στηρίχθηκε στο βίντεο του αγώνα, σύμφωνα με το οποίο ο αντίπαλος του Μηλιόρδου έμοιαζε να τον χτυπάει με γροθιές στον σβέρκο. Τα χτυπήματα στον σβέρκο απαγορεύονται στην ερασιτεχνική πυγμαχία και «επιτρέπονται» στην επαγγελματική. Στην ερασιτεχνική πυγμαχία όταν ένας πυγμάχος χτυπήσει τον άλλον στον σβέρκο παρατηρείται από τον διαιτητή και την επόμενη φορά που το κάνει μπορεί να του αφαιρεθεί βαθμός. Επειδή ο σβέρκος είναι ευαίσθητο σημείο, αλλά για να μπορέσεις να τον χτυπήσεις πρέπει να έχεις έρθει σώμα με σώμα με τον αντίπαλο, τα συγκεκριμένα χτυπήματα ποτέ δεν είναι δυνατά και το φάουλ δεν θεωρείται από τα «εγκληματικά». Το ότι τα χτυπήματα στον σβέρκο δεν είναι πρώτης επικινδυνότητας αποδεικνύεται από το ότι δεν επιφέρουν αυτόματο αποκλεισμό, όπως οι κουτουλιές, που μπορεί να σκίσουν τα φρύδια του αντιπάλου.

Παρ' ότι η διαιτησία δεν ξέφυγε από τη συνηθισμένη πρακτική του ρινγκ, όπως ορίζεται και από τον διεθνή κανονισμό διαιτησίας, το δικαστήριο της Πάτρας καταδίκασε τον διαιτητή Παναγάκη. Η απόφαση πέρασε απαρατήρητη, αλλά είναι κοσμοϊστορική. Διότι τότε οποιοσδήποτε τραυματισμός από φάουλ θα πρέπει να επιφέρει την ποινική τιμωρία του διαιτητή. Δηλαδή, για παράδειγμα, στο σπάσιμο του ποδιού του Χαμαντού από τον Μιχάλη Κωνσταντίνου ο Γάλλος θα μπορούσε να απαιτήσει αποζημίωση από τον διαιτητή του αγώνα για το ότι δεν τον προφύλαξε. Το περίεργο στην απόφαση είναι ότι ο προπονητής του πυγμάχου, που κάθεται στη γωνία του ρινγκ, μπορεί ανά πάσα στιγμή να πετάξει την πετσέτα μέσα και να διακόψει τον αγώνα αν κρίνει ότι ο πυγμάχος του δέχεται χτυπήματα χωρίς να έχει ελπίδα να νικήσει.

Στην έφεση για τον θάνατο του Μηλιόρδου θα έχει ενδιαφέρον η εξέταση του βίντεο του αγώνα του εκλιπόντος Δημήτρη Λιβαδά. Γιατί ο Λιβαδάς ήταν ο νικητής του αγώνα και έχασε τις αισθήσεις του μετά το τέλος, ενώ βρισκόταν στην κερκίδα. Εάν ο Λιβαδάς έχει πεθάνει από δυνατό αλλά νόμιμο χτύπημα, θα αποδεικνύεται αυτό που όλοι ξέρουν. Ότι η πυγμαχία είναι ένα επικίνδυνο άθλημα και όποιος ανεβαίνει στο ρινγκ πρέπει να ξέρει την ιστορία της. Στην οποία υπήρξαν ουκ ολίγοι θάνατοι χωρίς να υπάρχει ένοχος, εκτός από το ίδιο το άθλημα.

ΥΓ.: Θα ήθελα να προσθέσω ότι είμαι διαιτητής πυγμαχίας Α' κατηγορίας.

Η ανάγκη της ύπαρξης ελεγχόμενης βίας παρουσιάσθηκε στο «Fight Club» καλύτερα από κάθε άλλη ταινία. Αν παραληφθεί το άχρηστο δεύτερο μέρος του έργου, η εικόνα των χαρτογιακάδων που μαζεύονται κρυφά για να καταλάβουν την ένταση της μάχης είναι ό,τι πλησιέστερο στον λόγο της ύπαρξης της πυγμαχίας.

«Ήρθε η ώρα να εξεταστεί σοβαρά η κατάργηση αυτού του αθλήματος. Τα χτυπήματα που ανταλλάσσουν οι αθλητές στη διάρκεια του αγώνα μπορεί να αποβούν μοιραία, όπως και έγινε». Ηταν η δήλωση του καθηγητή νευροχειρουργικής κ. Τζορτζίδη λίγες ώρες πριν από τον θάνατο του 18χρονου πυγμάχου Δημήτρη Λιβαδά. Και η θέση του καθηγητή σηκώνει σοβαρή ανάλυση.

Η πυγμαχία είναι από τα αρχαιότερα αθλήματα και το μωσαϊκό της Κνωσού, το οποίο δείχνει δύο νεαρούς πυγμάχους να φορούν μπαντάζ στα χέρια πανομοιότυπα με τα σημερινά, δείχνει ότι είναι και από τα αθλήματα που ελάχιστα διαφοροποιήθηκαν. Παρά την ηθικοπλαστική παπαρολογία των παραγόντων της ερασιτεχνικής πυγμαχίας, το άθλημα είχε και θα έχει ένα αντικείμενο. Το να κάνεις τον αντίπαλό σου ανίκανο να συνεχίσει τον αγώνα.
Φυσικά για να το κάνεις, ο αποτελεσματικότερος τρόπος είναι τα χτυπήματα στο κεφάλι. Τα χτυπήματα στον σβέρκο, που είναι από τα σημεία που ο αντίπαλος μπορεί να λιποθυμήσει, στην ερασιτεχνική πυγμαχία απαγορεύονται -και στην επαγγελματική απαγορεύονται, αλλά δεν τηρούνται αυστηρά οι κανόνες- ενώ το χτύπημα στο ηλιακό πλέγμα, που είναι το ίδιο αποτελεσματικό, είναι πολύ δύσκολο. Οπότε, πυγμαχία χωρίς χτυπήματα στο κεφάλι θα μπορούσε να υπάρχει, αλλά θα επρόκειτο για κάτι εντελώς διαφορετικό.

Στο πολύ πιο πρωτόγονο παρελθόν και μέχρι να εφαρμοστούν οι κανόνες του Λόρδου Κουίνσμπερι, η πυγμαχία ήταν πολύ σκληρότερη. Δεν υπήρχε νίκη στα σημεία. Οι πυγμάχοι έπαιζαν σε γύρους, αλλά ο κάθε γύρος τελείωνε τη στιγμή που ο ένας έπεφτε κάτω. Επειδή, λοιπόν, όποτε ένας πυγμάχος βρισκόταν σε δύσκολη θέση, ξάπλωνε για να κερδίσει χρόνο, ματς των 50, 100 ακόμα και των 120 γύρων δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο στην Αγγλία και την Αμερική του 18ου αιώνα. Του «χρυσού» αιώνα της επαγγελματικής πυγμαχίας.

Οι πυγμάχοι του 18ου αιώνα ήταν κάτι σαν τα καθαρόαιμα του 19ου. Οι αριστοκράτες είχαν τον «δικό τους» πυγμάχο. Στους αγώνες, που γίνονταν πάντα στην ύπαιθρο και συνδύαζαν την αγωνία με το πικ νικ, οι αριστοκράτες στοιχημάτιζαν ότι ο «δικός τους» πυγμάχος θα νικήσει. Πριν από τον αγώνα ο πυγμάχος μοίραζε κόκκινα μαντίλια του λαιμού, εισπράττοντας αμοιβή. Τα μαντίλια υποτίθεται ότι μετέφεραν κάποια μυστηριακή δύναμη, όπως οι Γιαπωνέζοι πιστεύουν ότι μεταφέρεται στα μωρά, όταν το κεφάλι τους ακουμπάει το χέρι των αθλητών του σούμο. Η πρακτική του δεσίματος του χεριού με τους επιδέσμους, που στην πυγμαχία ονομάζονται μπαντάζ, συνεχιζόταν μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι συνήθως οι πυγμάχοι τελείωναν τον αγώνα με σπασμένα χέρια και σαγόνια. Μέχρι που ο Λόρδος Κουίνσμπερι οριοθέτησε κανόνες. Όρισε το μέγεθος του ρινγκ, απαγόρευσε την πάλη μεταξύ των πυγμάχων, έκανε τα γάντια υποχρεωτικά και -το σημαντικότερο όλων- καθιέρωσε το όρθιο νοκ άουτ. «Οταν ένας πυγμάχος στηρίζεται στα σκοινιά σε κατάσταση χωρίς ελπίδα, θα θεωρείται από τον διαιτητή ότι έχει πέσει».

Με τον εκπολιτισμό των δυτικών κοινωνιών, προστέθηκαν νέοι κανονισμοί για την προστασία των πυγμάχων. Τα γάντια έγιναν παχύτερα ώστε να απορροφάται μέρος του χτυπήματος. Οι διαιτητές σταματούν τον αγώνα, όταν ένας πυγμάχος μοιάζει ζαλισμένος. Στην ερασιτεχνική πυγμαχία προστέθηκε το προστατευτικό κράνος ώστε να αποφεύγονται τα κοψίματα στο πρόσωπο και να μαλακώνουν τα χτυπήματα. Μόνο που υπάρχει κάποιο όριο, μετά το οποίο η πυγμαχία θα σταματήσει να είναι πυγμαχία.

Πριν από 15 χρόνια, στο παλιό τουρνουά «Ακρόπολις» στο μαγευτικό νυκτερινό Καλλιμάρμαρο, ο Στεφανόπουλος γρονθοκοπούσε έναν Ελβετό πυγμάχο. Κοντά στο ρινγκ η γριά αλεπού της ελληνικής πυγμαχίας, Ρούλης Μιχαιρίνας, μονολογούσε. «Ρε παλικάρι μου, ήρθες από την Ελβετία για να σε κοπανάει ο Γιώργος;». Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η «Ελβετία» μπορεί να είμαστε εμείς. Η πυγμαχία είναι ένα επικίνδυνο σπορ, που σε μια κοινωνία η οποία σε υποχρεώνει να οδηγείς με κράνος, που έχει απαγορεύσει τα ναρκωτικά και απαγορεύει το τσιγάρο, δεν έχει πια νόημα. Κάπου όμως θα υπάρχει άνθρωπος που θα αναρωτιέται αν θα άντεχε να ανέβει πάνω στο ρινγκ, ξέροντας ότι σε μερικά λεπτά αυτός που κάθεται απέναντί του θα τον ρίξει κάτω, εκτός αν προλάβει να τον ρίξει κάτω αυτός. Οχι, γιατί τον μισεί, αλλά για να νικήσει τον φόβο του.

«Some have the speed and the right combinations. If you can't take the punches it don't mean a thing». Είναι ένας άλλος στίχος από το τραγούδι του Ζίβον. Γιατί μερικοί έχουν την ταχύτητα και τους σωστούς συνδυασμούς, αλλά κάποια στιγμή θα πέσουν στη γροθιά του αντιπάλου και αν δεν μπορούν να την αντέξουν, η ταχύτητα και οι συνδυασμοί δεν σημαίνουν τίποτα. Στην πυγμαχία λένε ότι αυτό που προσπαθείς να νικήσεις είναι ο φόβος σου. Αν μπορείς να αντέξεις τη γροθιά, μπορείς και να μείνεις στο ρινγκ. Γι' αυτό θα δείτε πολλές φορές τους πυγμάχους, προτού ξεκινήσουν τον αγώνα να δίνουν μικρές γροθιές στα μάγουλά τους για να ετοιμαστούν γι' αυτό που τους περιμένει. Το τραγούδι του Γουόρεν Ζίβον βρίσκεται στον πολύ καλό δίσκο του Sentimental Hygiene. Υπάρχει και ένα άλλο τραγούδι σχετικό με την πυγμαχία. Το «In Zaire» του Τζόνι Γουέκλιν, το οποίο αναφέρεται στον αγώνα του Μοχάμεντ Αλι με τον Τζορτζ Φόρμαν στην Κινσάσα. Το κομμάτι είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα disco με jungle beat της δεκαετίας του '70 και όποιος γουστάρει τo είδος, να το κατεβάσει από το internet. satisfaction guaranteed.

«Γύρνα σπίτι νωρίς, βιάσου να γυρίσεις σπίτι. Ο Μπουμ Μπουμ Μαντσίνι μάχεται εναντίον του Μπόμπι Σακόν».
Και το γιγάντιο κομμάτι του Γουόρεν Ζίβον καταλήγει:
«Οταν τον ρώτησαν ποιος ήταν υπεύθυνος για τον θάνατο του Ντου Κου Κιμ, είπε: "Κάποιος θα έπρεπε να σταματήσει τον αγώνα και μου είπαν ότι ήταν αυτός. Εκαναν υποκριτικές κρίσεις έπειτα από ό,τι έγινε. Το όνομα του παιχνιδιού είναι να σε χτυπούν και να χτυπάς πίσω".
Γύρνα σπίτι νωρίς, βιάσου να γυρίσεις σπίτι.
Ο Μπουμ Μπουμ Μαντσίνι μάχεται εναντίον του Μπόμπι Σακόν».

Ο Μπουμ Μπουμ Μαντσίνι ήταν ένας από τους μεγαλύτερους μαχητές στις μεσαίες κατηγορίες βάρους. Είχε σκοτώσει στο ρινγκ τον Ντου Κου Κιμ, έχασε σε μάχη για τον τίτλο από τον Αλέξις Αργκουέλο και επέστρεψε για να κερδίσει και να σκοτώσει τον Μπόμπι Σακόν. Το νόημα του τραγουδιού του Ζίβον ήταν ότι όλοι μας είμαστε υποκριτές. Θέλουμε να κατηγορούμε τον πυγμάχο σαν φονιά, αλλά τρέχουμε να δούμε τον επόμενο αγώνα του σπίτι, καθισμένοι στην πολυθρόνα.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube