Μετά την ήττα του Ολυμπιακού από την Μπαρτσελόνα, εξαφανίστηκε αίφνης από τα πηγαδάκια το τροπάριο που ακουγόταν επίμονα τις προηγούμενες ημέρες: «Πάμε για ημιτελικό Παναθηναϊκού-Ολυμπιακού στην Πράγα. Ξαναζούν οι παλιές καλές ημέρες», έλεγαν με μάτι που γυάλιζε οι εκατέρωθεν οπαδοί. Εάν είχα 10 ευρώ για κάθε φορά που άκουσα αυτή την κουβέντα μετά το «διπλό» των «κόκκινων» στη Μάλαγα, θα είχα εξασφαλίσει από τώρα τα έξοδα του ταξιδιού στην Τσεχία. Μετά ήλθε ο Κακιούζης και... πάπαλα.
Σε όσους μου ζητούσαν μια αισιόδοξη πρόβλεψη, συμπλήρωνα την απάντησή μου με την απαραίτητη φράση «ο μη γένοιτο». Κατά την ταπεινή μου γνώμη, οι ελληνικοί ημιτελικοί του Τελ Αβίβ και της Σαραγόσα υπήρξαν (όχι «οι πιο μεγάλες», αλλά) οι πιο σκοτεινές στιγμές του σύγχρονου ελληνικού μπάσκετ. Στη διετία 1994-95, υποτίθεται στον κολοφώνα της προόδου του αθλήματος στη χώρα μας, πετύχαμε ιστορικό αυτογκόλ. Αντί να θαμπώνουμε την Ευρώπη με τον οίστρο μας, προχωρήσαμε σε μια πρωτοφανή εξαγωγή αλητείας.
Το ξύλο που έπεσε στο λιμάνι της Χάιφα, στους δρόμους του Τελ Αβίβ, στο αεροδρόμιο της Βαρκελώνης και στον αυτοκινητόδρομο που συνδέει την Καταλωνία με την Αραγωνία δεν έχει προηγούμενο στα χρονικά τού εκτός ποδοσφαίρου αθλητισμού. Εκανα αστυνομικό ρεπορτάζ στο Ισραήλ και στην Ισπανία και ντρεπόμουν που γεννήθηκα Ελληνας. Αλλοι, βέβαια, έμοιαζαν υπερήφανοι. Ο Κόκκαλης δήλωνε ότι «ούτε μπορούμε ούτε θέλουμε να αλλάξουμε τους οπαδούς μας», ενώ οι Γιαννακοπουλαίοι έβγαζαν λάδι τα καλόπαιδα που κατέστρεφαν καράβια εν πλω προς το Ισραήλ.
Η ζημιά για το στερέωμα ήταν ανυπολόγιστη. Εσείς λέτε ότι ο κόσμος απομακρύνθηκε από το μπάσκετ επειδή οι ομάδες γέμισαν με λεγεωνάριους ή επειδή απλώς βαρέθηκε. Εγώ πιστεύω ότι πάνω απ' όλα ο απλός φίλαθλος ένιωσε σιχασιά. Είδε το μπάσκετ να ακολουθεί τα βρόμικα χνάρια του ποδοσφαίρου και είπε «όχι πάλι, φτάνει». Οταν οι δύο «αιώνιοι» κατέκτησαν ο ένας μετά τον άλλον την ευρωπαϊκή κορυφή (1996, 1997), εξέλιπε και το έτερον δέλεαρ. Ο κορεσμός συνδυάστηκε με την αποστροφή και οι κερκίδες άδειασαν.
Και να πεις ότι υπήρξε αντάλλαγμα, ώστε να φωνάξουμε «χαλάλι»; Η συνύπαρξη Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού σε δύο απανωτά φάιναλ φορ αποδείχθηκε ζημιογόνα και σε αγωνιστικό επίπεδο. Οι δύο «αιώνιοι» αφοσιώθηκαν στη μεταξύ τους διαμάχη, έβαλαν αποκλειστικό στόχο «να τσακίσουμε τους βάζελους» ή «να κατατροπώσουμε τους γαύρους» και φαγώθηκαν μεταξύ τους. Νικητής και στις δύο περιπτώσεις, ο Ολυμπιακός έχασε ισάριθμους τελικούς αποπροσανατολισμένος από το μεθύσι τής, τελικά ανούσιας, επικράτησης επί του μισητού του αντιπάλου.
Φυσικά, οι φανατικοί του οπαδοί γύρισαν στον Πειραιά ενθουσιασμένοι. Τους έφτανε που είδαν «τον βάζελο» ξαπλωμένο στο καναβάτσο. Οι δε παναθηναϊκοί παρηγορήθηκαν με ξένα κόλλυβα όταν ο Ολυμπιακός έχασε από την Μπανταλόνα και τη Ρεάλ και αναφώνησαν «πάλι καλά».
Ολοι κάτι κέρδισαν εν τέλει, με πρώτο τον... Ομπράντοβιτς, ο οποίος πανηγύρισε δύο κυπελλάκια εις υγείαν των αλεξιπτωτιστών από την Ελλάδα. Ολοι κάτι κέρδισαν, εκτός από το δύσμοιρο ελληνικό μπάσκετ.