Tα λεγόμενά του θα άξιζε να μεταφερθούν, ανεξάρτητα από το παιχνίδι που έγινε χθες και θα επαναληφθεί 14 βράδια μετά, στο Τορίνο. Ισως διότι, κατά τη γνώμη του, το ζευγάρι Αρσεναλ – Γιουβέντους είναι ένα μοιραίο ζευγάρι. Τις δύο ομάδες συνδέουν πάρα πολλά. Ενα από τα πράγματα που τις συνδέουν είναι ότι ο Λίαμ Μπρέιντι, αυτός ο μεγάλος Ιρλανδός ποδοσφαιριστής που δεν μπόρεσε να αγωνιστεί σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, έπαιξε και στις δύο. Στο «Χάιμπουρι», βέβαια, έχει περάσει σχεδόν 20 χρόνια από τη ζωή του.
Την πρώτη του δεκαετία ως ποδοσφαιριστής, από τους πιο προικισμένους στην ιστορία των «κανονιέρηδων». Τη δεύτερη, που ήδη διανύουμε, ως επικεφαλής των τμημάτων υποδομής της Αρσεναλ. Οι νεότεροι, που δεν πρόλαβαν να τον δουν να αγωνίζεται, ας έχουν στο νου τους ότι μιλάμε για ένα από τα πιο ολοκληρωμένα «δεκάρια» της δεκαετίας του '80, με κινήσεις απίστευτης πλαστικότητας και μια μακρινή μπαλιά εξαιρετικής ακριβείας. Εναν οραματιστή μέσα στο γήπεδο. Ο Μπρέιντι μίλησε προχθές στην «Guardian» πριν από το παιχνίδι και εξέφρασε την άποψη ότι το νέο αίμα της Αρσεναλ είναι περισσότερο διψασμένο για την επιτυχία από ό,τι οι παίκτες της Γιουβέντους, αν και το παιχνίδι θα κριθεί και από την απόδοση του Βιεϊρά.
Ο Μπρέιντι εντοπίζει στο ζευγάρι Αρσεναλ - Γιουβέντους κι άλλες ομοιότητες. Κατ’ αρχάς, ο Μπέτεγκα. «Τον είχα συμπαίκτη και ήταν ο άνθρωπος που με βοήθησε να προσαρμοστώ στην ιταλική πραγματικότητα περισσότερο από κάθε άλλον. Μου έμαθε ιταλικά και σε αντάλλαγμα τον βοήθησα με τα αγγλικά του». Ο Μπέτεγκα τώρα είναι ο αντιπρόεδρος της Γιούβε και έχει έναν επιπλέον λόγο να θυμάται τον Μπρέιντι, αφού λίγο πριν ο Ιρλανδός φορέσει τη μαυρόασπρη φανέλα της «μεγάλης Κυρίας», οι δύο ομάδες είχαν βρεθεί αντιμέτωπες στα ημιτελικά του Κυπέλλου Κυπελλούχων. Στο πρώτο ματς, στο «Χάιμπουρι», η Αρσεναλ ισοφάρισε 1-1 με ένα φάουλ του Μπρέιντι στο τέλος, αφού η μπάλα βρήκε στο κεφάλι του Μπέτεγκα. Στην ρεβάνς οι «κανονιέρηδες» κέρδισαν 1-0. Το τρίτο στοιχείο που συνδέει τις δύο ομάδες είναι φυσικά ο Βιεϊρά.
Ο Μπρέιντι με τον Βιεϊρά ήρθαν μαζί στο «Χάιμπουρι» τον Ιούλιο του 1996, ενώ ο Βενγκέρ, τιμώντας το συμβόλαιό του στην Ιαπωνία, ήρθε στους «κανονιέρηδες» στις αρχές Οκτωβρίου. «Ο Βιεϊρά ήταν η πρώτη μεταγραφή του Βενγκέρ στην Αρσεναλ και θυμάμαι πόσο πολύ επέμενε σε αυτόν. Σκόπευε να χτίσει μια νέα ομάδα γύρω από αυτόν τον εικοσάρη, τότε, Γάλλο, πρόθεση που ακόμα και εμένα μου φαινόταν υπερβολική», λέει ο Μπρέιντι, που θυμάται ότι ο Βενγκέρ τού έλεγε πως αν απογοητεύεις με συχνές παρατηρήσεις τους νεαρούς ποδοσφαιριστές, κινδυνεύεις να τους χάσεις για πάντα. Η πίστη του Βενγκέρ στις ικανότητες του Φάμπρεγκας ήταν αυτή που τον έπεισε να αφήσει τον Βιεϊρά να φύγει από το «Χάιμπουρι».
«Ο Ισπανός», λέει ο Μπρέιντι, «έχει την ικανότητα με την απόδοσή του να αποτελεί το βαρόμετρο ολόκληρης της ομάδας, πράγμα που δεν συμβαίνει ούτε με τον Λαμπάρντ ούτε με τον Τζέραρντ, παρά το γεγονός ότι είναι τόσο καλοί ποδοσφαιριστές. Η ομάδα, μια νέα ομάδα, μετά την αποχώρηση του Βιεϊρά έπρεπε να μάθει να παίζει τελείως διαφορετικά. Ο Φάμπρεγκας μπορεί να εξελιχθεί σε έναν ποδοσφαιριστή που θα έχει για την ομάδα έναν τόσο σημαντικό ρόλο, όπως αυτός που είχε ο Βιεϊρά». Από σεμνότητα, υποβαθμίζει τη δική του συνεισφορά στην εξέλιξη του Φάμπρεγκας, αλλά ομολογεί ότι νιώθει περήφανος όταν ακούει τον Ισπανό να λέει πως αποτελεί παιδί της Αρσεναλ.
Οταν γυρίζει πίσω στις αναμνήσεις που έχει από τη Γιουβέντους, δεν κρύβει μια πίκρα για το ότι έμαθε πως η Γιούβε -την οποία είχε βοηθήσει να πάρει το πρωτάθλημα την πρώτη του χρονιά κι ενώ είχε έναν ακόμα χρόνο συμβόλαιο- ήταν έτοιμη να τον πουλήσει για να φέρει στη θέση του στον Πλατινί. Ο Μπρέιντι, που εκτός από τη Γιούβε στην επτάχρονη παραμονή του στο Καμπιονάτο έπαιξε και με τις Ιντερ, Σαμπντόρια και Ασκολι, πιστεύει ότι η Αρσεναλ μπορεί να περάσει τη Γιούβε, αλλά για να κατακτήσει το Τσάμπιονς Λιγκ θα πρέπει να πετάξει έξω όλο τον ανθό της Serie A, καθώς, κατά πάσα πιθανότητα, θα αντιμετωπίσει και τις Ιντερ και Μίλαν. Την ομάδα που, κατά τη γνώμη του, έχει τη δυνατότητα να κατακτήσει το Τσάμπιονς Λιγκ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ιταλική.
Μπινελίκια με αφιέρωση
Eλεγα προχθές το βράδυ να μη μείνω στην εφημερίδα για το ματς του Ολυμπιακού, να πάω σπίτι, να δω το ματς σε πιο ήσυχο περιβάλλον. Θα ερχόταν κι ένα φιλικό μου ζευγάρι που μένει στις Βρυξέλλες για φαΐ (όχι τίποτε φοβερό, ελαφρά πράγματα, κάτι farfale primavera con fruti di mare, μια συμπαθητκή σαλάτα με σολομό και ένα συμπαθές λευκό, ένα Sylvaner). Ο φίλος μου ο Δημήτρης είναι Ολυμπιακός, θα το κουβεντιάζαμε κιόλας χαλαρά και, γενικά, έλεγα ότι θα ήταν ένα ευχάριστο δευτεριάτικο βράδυ. Ελεγα, γιατί δεν υπολόγιζα τον Ταμπώση και την παρέα του.
Ο Δημήτρης τα πήρε στο κρανίο με τα σφυρίγματα, κάποια στιγμή πετάχτηκε τσατισμένος από το τραπέζι και χάσαμε δύο ποτήρια του κρασιού, μετά θα χάναμε και τη σαλατιέρα και, αν δεν τελείωνε κανονικά το παιχνίδι, είναι σίγουρο ότι το nouvelle cuisine σερβίτσιο θα πήγαινε άκλαφτο. Υπέστη βέβαια σοβαρές απώλειες, αλλά έχω δει κάτι παρόμοια στους Ρωσοπόντιους στην Ηλιούπολη, θα συμπληρώσω φθηνά χωρίς να τρέχω για νέες αγορές. Εννοείται ότι δεν θα πω στη σύζυγο τίποτε για Ρωσοπόντιους. Πάντως, το μάθημά μου το έμαθα. Θα ξαναδώ μπάλα με παρέα στο σπίτι, αλλά τέρμα οι φιγούρες.
Αμα είναι για φαΐ, θα δουλέψει delivery με σουβλάκια, πατάτες τηγανητές και πίτες κομμένες ή, άντε, καμιά πίτσα, αν πρόκειται γα ευρωπαϊκό παιχνίδι. Για να γλιτώσουμε τα σερβίτσια, γεγονός που δεν θα χαροποιήσει ιδιαιτέρως τους Ρωσοπόντιους. Πάντως, δεν ήταν μόνο ο Δημήτρης που τα πήρε στο κρανίο. Με πήραν και τέσσερις-πέντε φίλοι τηλέφωνο, διαμαρτυρόμενοι που «το κοράκι μάς χαλάει το παιχνίδι».
Οι δύο πήραν μέσα από το γήπεδο, πράγμα που μου επιτρέπει να συμπεράνω ότι μέσα στο Καραϊσκάκη θα είχε διαμορφωθεί ανάλογη ατμόσφαιρα. Φυσικά, δεν περίμενα να παραιτηθεί κάποιος από την ΚΕΔ μετά τα κατορθώματα του τρίο στο ματς. Στη διάρκεια της χρονιάς έχουν γίνει και πολύ χειρότερα εγκλήματα. Μόνο που όλη αυτή η νοσηρότητα της ελληνικής διαιτησίας, πέρα από όλα τα άλλα, σκοτώνει και τη διάθεση του φιλάθλου-οπαδού να παρακολουθήσει ένα παιχνίδι. Ακόμα κι αν του χρόνου το γενικό κουμάντο γίνεται από τη Σούπερ Λίγκα, δεν θα αλλάξει τίποτε στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Τα ίδια νούμερα θα σφυρίζουν, για να δίνουν δουλειά στους τηλε-καθηγητές διαιτησίας και στα μπινελίκια ονομαστική αφιέρωση.