Λένε για τις Γαλλίδες ότι είναι όμορφες. Μύθος. Στην πλειονότητά τους είναι συνηθισμένες γυναίκες που ξέρουν τι πρέπει να κάνουν με την εμφάνισή τους για να τις προσέξεις. Και τις προσέχεις επειδή γίνονται γοητευτικές. Οπως η Γαλλίδα των «8» του Τσάμπιονς Λιγκ. Σκληρή δουλειά, οργάνωση, μελετημένος σχεδιασμός, υπομονή και τύχη.
Αυτές είναι οι αρετές που χαρακτηρίζουν τη Λιόν, η οποία έχει βαλθεί να ξαναγράψει τους πίνακες των ρεκόρ στο γαλλικό πρωτάθλημα οδεύοντας ολοταχώς προς τον πέμπτο συνεχή τίτλο. Αλλά και στην Ευρώπη τόσο η παρουσία της στους «8» για δεύτερη διαδοχική χρονιά όσο και το ποδόσφαιρο που έχει παρουσιάσει δείχνουν ότι δεν πρόκειται για έναν κομήτη. Στο γαλλικό πρωτάθλημα η παρουσία της συγκρίνεται με εκείνη της μεγάλης ομάδας της Σεντ Ετιέν στα τέλη της δεκαετίας του '60 ή της Μαρσέιγ στις αρχές της δεκαετίας του '90. Η Λιόν, όμως, συγκρινόμενη με αυτές τις δύο ιστορικές ομάδες, εμφανίζεται πολύ ισχυρότερη χάρη στις οικονομικές επιδόσεις της.
Μετέχει για πέμπτη συνεχή χρονιά στο Τσάμπιονς Λιγκ και έχει αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο τα εκατομμύρια που έχουν εισρεύσει στα ταμεία της από τα τηλεοπτικά δικαιώματα και τις πληρωμές της ΟΥΕΦΑ. Είναι η δεύτερη διαδοχική χρονιά που η ομάδα φτάνει στους «8», με τον προπονητή της Ζεράρ Ουγέ, διάδοχο του Πολ Λε Γκεν, να πιστεύει ότι φέτος μπορεί να τα πάει καλύτερα από πέρυσι. Μέσα στην τελευταία τετραετία το μεγαλύτερο κέρδος της Λιόν είναι ότι απέκτησε αυτοπεποίθηση.
Οι Γάλλοι δεν ισχυρίζονται ότι μπορούν να κερδίσουν τον οποιονδήποτε αντίπαλο, αλλά μπορούν να τους κοιτάξουν όλους στα μάτια και να πουλήσουν ακριβά το τομάρι τους. Ενα από τα πλεονεκτήματα της ομάδας είναι ο φοβερός βαθμός ομοιογένειας που διαθέτει. Ακόμα και οι νεότεροι ποδοσφαιριστές του ρόστερ, όταν χρειαστεί να αγωνιστούν στην ενδεκάδα, ανταποκρίνονται με απόλυτη επιτυχία στην πρόκληση, γεγονός που φανερώνει τη σοβαρή και σε βάθος δουλειά που γίνεται στην ομάδα. Η σταδιακή μεταμόρφωση της Λιόν σε μεγάλη ομάδα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον πρόεδρό της, τον Ολάς, που δεν είχε καμία προηγούμενη ποδοσφαιρική εμπειρία και ανέλαβε την ομάδα το 1987 με την υποστήριξη του πρώην ιδιοκτήτη της Μαρσέιγ, του Μπερνάρ Ταπί.
Τότε η Λιόν βολόδερνε στη δεύτερη κατηγορία του γαλλικού πρωταθλήματος με χρέη 15 εκατ. ευρώ. Ο Ολάς, που έπαιξε χάντμπολ σε ομάδα πρώτης κατηγορίας στα νιάτα του, είναι ιδιοκτήτης και διευθύνων σύμβουλος μιας από τις μεγαλύτερες γαλλικές εταιρείες πληροφορικής, της CEGIT, που απασχολεί τρεις χιλιάδες υπαλλήλους. Ο Ολάς διοικεί την ομάδα με την ίδια μέθοδο που διοικεί την εταιρεία του, γεγονός που, όπως έχει ομολογήσει αρκετές φορές στις συνεντεύξεις του, τον βοήθησε τον πρώτο του καιρό να διαχειριστεί το άγνωστο σε αυτόν περιβάλλον της.
Από τις πρώτες του ενέργειες ήταν ο σχεδιασμός ενός εταιρικού brand name για την ομάδα, με στόχο να της προσδώσει σπουδαιότητα και «όγκο». Σήμερα το 30% των εσόδων της Λιόν προέρχονται από τις πωλήσεις προϊόντων με το σήμα της ομάδας. Αφού το 1989 ανέβασε την ομάδα στην πρώτη κατηγορία, ο Ολάς άρχισε να σχεδιάζει τον επόμενο στόχο του, δηλαδή την κατάκτηση του πρωταθλήματος Γαλλίας.
Η Λιόν τερματίζει τρίτη το 1999 και το 2000 και δεύτερη το 2001, πριν κατακτήσει το 2002 τον πρώτο τίτλο στην 52ετή ιστορία της. Τότε ο Ολάς αποφασίζει να αντικαταστήσει τον Σαντινί με τον 38χρονο Λε Γκεν, που είχε κάνει το «αγροτικό» του επί μία τριετία στη Ρεν, και από την περσινή χρονιά τον Λε Γκεν αντικατέστησε ο Ζεράρ Ουγέ. Παράλληλα, ο ετήσιος προϋπολογισμός της ομάδας έφτασε τα 133 εκατ. ευρώ, αποκαλύπτοντας και το μέγεθος των φιλοδοξιών της. Αλλωστε, η Λιόν είναι πολύ καλύτερη ομάδα από τη Μονακό. Γιατί να μη φτάσει ακόμα και στον τελικό;
Ο Μαλεζάνι και ο φόβος του ρίσκου
Είχα γράψει και παλαιότερα για το «φαινόμενο» Μαλεζάνι. Εχω υποστηρίξει ότι παρά το γεγονός ότι ο Μαλεζάνι δεν άξιζε -λόγω των ιδιομορφιών του- την αντιμετώπιση που είχε από μία μεγάλη μερίδα φίλων του ΠΑΟ και από ορισμένους δημοσιογράφους, ο Ιταλός έχει κάνει τα δικά του λάθη τόσο σε επίπεδο τεχνικής όσο και σε επίπεδο συμπεριφοράς.
Αφήνω το δεύτερο, μιας και αυτό που με ενδιαφέρει είναι ο προπονητής. Ένας προπονητής που χρειάστηκε σχεδόν έξι μήνες για να μπορέσει να βρει ένα σταθερό αγωνιστικό σχήμα, θέτοντας εκτός στόχων την ομάδα του για τη φετινή χρονιά. Αρκετές φορές, παρατηρώντας καλοπροαίρετα ορισμένα παιχνίδια του «τριφυλλιού», έχω την εντύπωση ότι η ομάδα από ημίχρονο σε ημίχρονο μεταμορφώνεται. Δραστικά. Σαν τη Σταχτοπούτα. Και πρόκειται για μία μεταμόρφωση που συμβαίνει σχεδόν αποκλειστικά με ευθύνη, με επιλογή του προπονητή. Οπως προχθές στην Ξάνθη.
Η ομάδα του πρώτου μέρους, μία ομάδα με καθαρά επιθετικό προσανατολισμό, με ευκαιρίες, με σχέδιο, που ήξερε τι ζητούσε στο γήπεδο, μεταμορφώνεται μετά το γκολ στο δεύτερο μέρος σε μία «μικρή» ομάδα που ήθελε να κρατήσει το 1-0. Αν αυτή η προπονητική αντιμετώπιση αποκαλύπτει τον βαθμό, τον τρόπο και το μέγεθος των διεκδικήσεων του «τριφυλλιού», πάω πάσο. Διότι νόμιζα ότι οι μεγάλες ομάδες συμπεριφέρονται διαφορετικά. Ο Μαλεζάνι εμβολιάζει τον ΠΑΟ με μία «ιταλική» προσέγγιση στο παιχνίδι, που μπορεί να του γίνει δεύτερη αγωνιστική φύση. Μία φύση που δεν πιστεύω ότι ταιριάζει στον Παναθηναϊκό.
Για τη «μάχη» της δεύτερης θέσης τίποτα δεν έχει κριθεί ακόμα, αλλά το προβάδισμα το έχει η ΑΕΚ. Αν καταφέρει να πάρει το «διπλό» στην Τούμπα, θα κρατήσει το βαθμολογικό πλεονέκτημα και παράλληλα θα αποκτήσει αναμφισβήτητα και ένα ψυχολογικό. Αν υποτεθεί ότι στον φετινό ΠΑΟ έχει απομείνει η κατάληψη της δεύτερης θέσης, αυτή η επιδίωξη θέλει και τα ρίσκα της. Και ο Μαλεζάνι δεν δείχνει διατεθειμένος να ρισκάρει. Μέχρι τώρα άλλωστε έχει ήδη χάσει πολλά.