H Ελλάδα και άλλες τέσσερις χώρες-μέλη της Ε.Ε. έχουν απαγορεύσει την καλλιέργεια στο έδαφός τους πέντε γενετικά τροποποιημένων ποικιλιών. Προχθές η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έχοντας στα χέρια της μία έκθεση της ευρωπαϊκής Αρχής της ασφάλειας τροφίμων, ανακοίνωσε ότι οι ποικιλίες αυτές είναι ασφαλείς. Μέχρις εδώ όλα καλά και δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο πρόβλημα.
Όμως, πρώτον, η ευρωπαϊκή Αρχή της ασφαλείας τροφίμων βασίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στα δεδομένα ασφαλείας που προέρχονται από τις εταιρείες βιοτεχνολογίας. Δεύτερον –και σημαντικότερον– ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου αποφάσισε ότι οι απαγορεύσεις που επέβαλε η Ε.Ε. στις αμερικανικές γενετικά τροποποιημένες ποικιλίες ήταν παράνομη. Ετσι η ευρωπαϊκή αγορά πρέπει να ανοίξει για τα προϊόντα της αμερικανικής βιομηχανίας βιοτεχνολογίας. Οι ειδικοί της βιοτεχνολογίας υποστηρίζουν ότι δεν είναι επιστημονικά ορθός ο όρος «μεταλλαγμένα» για την ονομασία των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών. Και μάλλον έχουν δίκιο. Αυτό το σημείο ήταν από τα πρώτα που οι μεγάλες εταιρείες βιοτεχνολογίας αποφάσισαν να «πολεμήσουν» μέσω των δημοσίων σχέσεων, για να βελτιώσουν την εικόνα των προϊόντων τους στους καταναλωτές, επειδή ο όρος «μεταλλαγμένα» είναι αρνητικά φορτισμένος (όπως ο όρος «Τρίτος Κόσμος», που έχει αντικατασταθεί από τον όρο «αναπτυσσόμενος κόσμος») και δημιουργεί άσχημους συνειρμούς στον καταναλωτή και αρνητική προδιάθεση. Κι όταν η προδιάθεση του καταναλωτή απέναντι σε ένα προϊόν είναι αρνητική, δεν το αγοράζει.
Οι εταιρείες βιοτεχνολογίας, όμως, θέλουν ακριβώς το αντίθετο. Να πουλήσουν και μάλιστα σε όλον τον κόσμο –αφού οι πωλήσεις φέρνουν κέρδη–, αλλά αδιαφορούν για τις συνέπειες που μπορεί να υπάρξουν στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. Είναι αλήθεια ότι μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κάποια έγκυρη επιστημονική μελέτη που να αποδεικνύει ότι η κατανάλωση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών εγκυμονεί κινδύνους, αλλά δεν υπάρχουν εγγυήσεις και για το αντίθετο. Παρά την επιθετική πολιτική για τα πλεονεκτήματα των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών, οι μεγάλες εταιρείες βιοτεχνολογίας αρνήθηκαν να αναλάβουν την αντικειμενική ευθύνη για τις όποιες βλάβες προκύψουν στο φυσικό περιβάλλον και τον άνθρωπο.
Η άρνησή τους –θέση που συνεχίζουν να υποστηρίζουν– έγινε φανερή το 1999, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την υπογραφή ενός διεθνούς –και νομικά δεσμευτικού– πρωτοκόλλου. Η Αμερικανίδα πρώην υπουργός Γεωργίας Αν Βένεμαν, σε ένα λόγο που εκφώνησε στην Οξφόρδη τον Ιανουάριο του 2002, υποστήριξε ότι «οι ΗΠΑ βασίζονται στη στέρεα επιστήμη (sound science), τη στιγμή που, δυστυχώς, στην Ευρώπη επικρατεί μια τελείως διαφορετική αντίληψη, η λεγόμενη "αρχή της προφύλαξης", η οποία μοιάζει να στηρίζεται μόνο και μόνο στην υπόθεση της ύπαρξης ενός θεωρητικού κινδύνου… Αυτή η αντίληψη μπορεί να θέσει μεγάλα εμπόδια σε ορισμένα από τα πιο ελπιδοφόρα αγροτικά προϊόντα, ειδικά αυτά της βιοτεχνολογίας».
Ισως δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αλλά η Αν Βένεμαν πριν οριστεί υπουργός Γεωργίας είχε διατελέσει πρόεδρος της εταιρείας Agracetus, που είναι θυγατρική της Monsanto, της μεγαλύτερης εταιρείας βιοτεχνολογίας στον κόσμο. Το λόμπι των εταιρειών βιοτεχνολογίας στις ΗΠΑ είναι πανίσχυρο (συνεισέφερε μάλιστα αρκετά εκατομμύρια δολάρια στην προεκλογική εκστρατεία του Μπους) και η αμερικανική κυβέρνηση υποστηρίζει τις επιδιώξεις των μεγάλων εταιρειών του χώρου, αφού ονειρεύεται την προοπτική ενός –τρομακτικά κερδοφόρου– πιθανού αμερικανικού μονοπωλίου στα περισσότερα ή όλα τα γεωργικά προϊόντα που βασίζονται σε γενετικά τροποποιημένους σπόρους ή οργανισμούς, με συνέπεια τον έλεγχο της παγκόσμιας γεωργίας.
Μέχρι τώρα ο αποκλεισμός τους από την ευρωπαϊκή αγορά ήταν ένα πολύ μεγάλο εμπόδιο, που φαίνεται ότι ξεπερνιέται. Ετσι όπως πάνε τα πράγματα, είναι πολύ πιθανό η διαφημιστική καμπάνια μιας εταιρείας βιοτεχνολογίας στο μέλλον να έχει σύνθημα τον τίτλο του σημερινού κειμένου. «Μπορείτε να γίνετε Ροναλντίνιο. Φάτε μεταλλαγμένα».
Εκεί που «φυτρώνουν» λεφτά
H πρώτη μεγάλη συνέπεια της κατάρρευσης της αγοράς των τηλεοπτικών δικαιωμάτων στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, που ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια στην Αγγλία, ήταν η μείωση των αμοιβών των ποδοσφαιριστών. Μια τάση που μπορεί να ξεκίνησε από το νησί, αλλά επεκτάθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Μια προσεκτικότερη, όμως, μελέτη των οικονομικών στοιχείων δείχνει ότι από την τάση μείωσης επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες κάτω από την Πρέμιερσιπ.
Οι μεγάλες ομάδες του αγγλικού πρωταθλήματος, ύστερα από το αρχικό σοκ, συνέχισαν σχεδόν την ίδια μισθολογική πολιτική. Στις αρχές της εβδομάδας η ένωση των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών της Αγγλίας παρουσίασε μία μελέτη με βάση την οποία προκύπτει ότι η άνοδος των αμοιβών των ποδοσφαιριστών στην Πρέμιερσιπ έχει φτάσει το 65% σε σχέση με το 2000.
Η εικόνα, βέβαια, διαφοροποιείται αισθητά στις μικρότερες κατηγορίες. Από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν προκύπτει ότι οι αμοιβές των ποδοσφαιριστών διαφοροποιούνται όχι μόνο λόγω ομάδας ή κατηγορίας, αλλά και λόγω θέσης.
Ο μέσος όρος της ετήσιας αμοιβής ενός επιθετικού στην Πρέμιερσιπ φτάνει τις 806.000 στερλίνες, ενός μέσου τις 754.000, ενός αμυντικού τις 653.000 και ενός τερματοφύλακα τις 533.000. Υπολογίζεται ότι στην Πρέμιερσιπ ο μέσος όρος μισθοδοσίας ενός ποδοσφαιριστή είναι 13.000 στερλίνες την εβδομάδα, ποσό που μαζί με τα διάφορα πριμ και μπόνους μπορεί να αυξηθεί μέχρι και 100%.
Ο μέσος βασικός μισθός των ποδοσφαιριστών της μεγάλης κατηγορίας διαμορφώνεται στις 676.000 στερλίνες τον χρόνο, την ώρα που στην πρώτη κατηγορία κάτω από την Πρέμιερσιπ διαμορφώνεται στις 195.000, πτώση που αναλογικά με το 2000 φτάνει το 30%. Στη Λίγκα 1 ο μέσος ετήσιος μισθός διαμορφώνεται στις 67.000 και στη Λίγκα 2 στις 50.000. Ηλικιακά, οι ποδοσφαιριστές της Πρέμιερσιπ που κερδίζουν τα περισσότερα χρήματα είναι ανάμεσα στα 26 και τα 29. Βέβαια, η μελέτη που παρουσιάστηκε κάνει λόγο για τους μέσους όρους, στους οποίους δεν περιλαμβάνονται εξαιρέσεις τύπου Ρούνεϊ. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της μελέτης έχει να κάνει με το ποσοστό αποδοχής που έχει η ιδέα της εφαρμογής του σάλαρι καπ στους ποδοσφαιριστές της Πρέμιερσιπ. Το ποσοστό φτάνει το 64%, χωρίς τον Ρούνεϊ.