Mε βάση την τιμή του κάθε ποδοσφαιριστή στο μεταγραφικό χρηματιστήριο, η αξία ολόκληρης της ομάδας της Μπαρτσελόνα φτάνει τα 328 εκατομμύρια ευρώ και της Μίλαν τα 263 εκατομμύρια ευρώ. Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό του Οσκαρ Ουάιλντ, κυνικός είναι αυτός που γνωρίζει την τιμή των πραγμάτων αλλά αγνοεί την αξία τους. Και όσο περνά ο καιρός έχω την εντύπωση ότι όλοι γινόμαστε κυνικοί. Σαν τον Αμπράμοβιτς, για τον οποίο η τιμή της Τσέλσι είναι τα 150 εκατομμύρια που έδωσε για να την αγοράσει συν τα 300 που έδωσε για μεταγραφές.
Η τιμή της Τσέλσι –και της κάθε Τσέλσι– δεν είναι το ίδιο πράγμα με την αξία της. Αυτό δεν είναι υποχρεωμένοι να το γνωρίζουν οι Αμπράμοβιτς και οι Γκλέιζερ, που είναι επιχειρηματίες. Δεν είναι ούτε φίλαθλοι ούτε –πολύ περισσότερο– οπαδοί. Για όλους αυτούς οι ομάδες είναι απλώς επιχειρηματικά σχέδια, που μπορεί να πετύχουν και να φέρουν πολλά χρήματα, μπορεί και όχι. Αν πετύχουν, τα κέρδη θα τα καρπωθεί ο επενδυτής. Αν, όμως, αποτύχουν, ο επενδυτής θα έχει φροντίσει να μην επωμιστεί κανένα κόστος. Ολο το παιχνίδι μοιάζει με το στρίψιμο ενός κέρματος που έχει και δύο όψεις ίδιες.
Ο «επενδυτής» το γνωρίζει, ο φίλαθλος, ο οπαδός όμως όχι, γι' αυτό και πάντα διαλέγει εκείνη την πλευρά του νομίσματος που δεν υπάρχει. Οι εξαγορές των ομάδων στην Αγγλία, μια κίνηση με καθαρά επιχειρηματικά χαρακτηριστικά και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο κυνική, είναι ένα ακόμα καρφί στο φέρετρο του ποδοσφαίρου που γνωρίσαμε, το οποίο δεν υπάρχει πια. Οι ομάδες πέθαναν ή –πιο σωστά– εξελίχθηκαν σε επιχειρήσεις παραγωγής αθλητικού θεάματος. Επιχειρήσεις που με έδρα ένα γήπεδο εξαπλώνονται σε πιστωτικές κάρτες, στον τζόγο, σε καζίνα, σε ξενοδοχεία, σε εστιατόρια, σε σχολές ποδοσφαίρου, σε φαστφουντάδικα, σε κινηματογράφους, σε γραφεία ταξιδίων, σε κινητά τηλέφωνα και σε ακίνητα, σε αναψυκτικά, σε οτιδήποτε μπορείτε να φανταστείτε. Ολα αυτά σκεπάζουν το ποδόσφαιρο ή –πιο σωστά– το παραμορφώνουν τόσο, που αυτό που παρακολουθούμε δεν μοιάζει καθόλου με το παιχνίδι που λατρέψαμε.
Ούτε φυσικά και οι ομάδες μας είναι αυτό που αγαπήσαμε. Μεταλλάσσονται σε ένα brand name, το οποίο θα μπορούμε να βρούμε ακόμα και στο σούπερ μάρκετ. Οι ανυποψίαστοι καταντούν να λατρεύουν ένα είδωλο, που ξεπηδάει μέσα από ένα λαμπερό περιτύλιγμα και τους θαμπώνει. Money talks, αυτό είναι το σύνθημα της εποχής. Ενα σύνθημα που ακούγεται τόσο δυνατά, που εξαφανίζει οποιαδήποτε άλλη μιλιά. Οι ομάδες-επιχειρήσεις θα σκοτώσουν σιγά σιγά όλους εκείνους τους ποδοσφαιριστές που δεν θα είναι πρόθυμοι να υποταχθούν στο σύστημα του προπονητή.
Τους ποδοσφαιριστές που τολμούν να επιλέγουν τη φαντασία από την αποτελεσματικότητα, την αναρχία της ντρίμπλας από την πειθαρχία του 3-5-2, την ποίηση από την πεζότητα. Τώρα όλοι ορκίζονται στο σύστημα. Ενα σύστημα που εγγυάται τη νίκη. Μόνο που εκείνο που ενδιαφέρει είναι η τιμή της νίκης και όχι η αξία της. Βέβαια και το ποδόσφαιρο μοιάζει όλο και περισσότερο με τη ζωή. Μια ζωή χωρίς ελευθερία, γεμάτη κανόνες, περιορισμούς, βιομετρικά δεδομένα και κάμερες. Μια ζωή με pins και κώδικες με bytes και pixels.
Ενα παιχνίδι χωρίς τακουνάκια, ποδιές, ζογκλερικά. Ενα παιχνίδι τόσο αποστειρωμένο και ψυχρό όσο θα ήταν η απαγγελία της «Κυράς των Αμπελιών» του Ρίτσου από έναν υπολογιστή. Γι' αυτούς ακριβώς τους λόγους η παρουσία του Ροναλντίνιο στα γήπεδα, ενός ποδοσφαιριστή που υπερβαίνει το σύστημα, είναι το τελευταίο καταφύγιο. Η πιο ακριβή ανάσα σε ένα σύμπαν στο οποίο το ποδόσφαιρο των πολυεθνικών είμαι σίγουρος ότι θα επικρατήσει. Μόνο που δεν θα είναι παιχνίδι, αλλά μια εγχείρηση ακριβείας με λέιζερ. Μια λοβοτομή.
Ολοι θα χειροκροτούν την ίδια στιγμή, θα νομίζουν ότι χαίρονται την ίδια στιγμή, θα νομίζουν ότι λυπούνται την ίδια στιγμή και θα καταναλώνουν μηχανικά τα προϊόντα που διαφημίζει η φανέλα της ομάδας. Πιθανότατα την ίδια στιγμή. Think local, act global. Το μότο της παγκοσμιοποίησης γίνεται η συνταγή της επιτυχίας. Οχι για το παιχνίδι, αλλά για τους ισολογισμούς. Κατά πάσα πιθανότητα οι Αμπράμοβιτς και οι Γκλέιζερ αυτού του κόσμου θα κερδίσουν, αλλά για λίγο και όχι εμάς. Στο παιχνίδι που αγαπάμε, το ποδόσφαιρο, εμείς δεν χάνουμε ποτέ.
Εξυπηρέτηση καταναλωτή
Στις καθημερινές συναλλαγές του ο καταναλωτής είναι σχεδόν πάντα χαμένος. Σπανιότατα η εταιρεία της οποίας έχει αγοράσει το προϊόν εμφανίζεται συνεπής σε ό,τι αφορά στην κατάσταση του ιδίου του προϊόντος, την ποιότητά του και σε αρκετές περιπτώσεις –για συγκεκριμένα προϊόντα– αυτό που ονομάζεται after sales service.
Σε αυτό το μεγάλο κεφάλαιο εξυπηρέτησης του καταναλωτή, βέβαια, υπάρχουν και καλές ιστορίες. Μία από αυτές αφορά στους ανθρώπους της εταιρείας του service της Vitacar της Opel στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης στην Αργυρούπολη. Η ευγένειά τους και ο ευπροσήγορος τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν τους πελάτες της εταιρείας είναι μοναδικός. Ακόμα κι όταν έχουν να κάνουν με πελάτες –ευγενείς μεν, αδαείς δε– που αγνοούν τα προφανή. Οι καλές ιστορίες πρέπει να αναφέρονται ονομαστικά. Οπως και οι κακές.
Στις κακές συμπεριλαμβάνεται η εταιρεία MaxrealEvents, που έχει έδρα στο Μαρούσι και διοργανώνει τη συναυλία της Τζένιφερ Λόπεζ στο γήπεδο Καραϊσκάκη. Πιθανότατα οι άνθρωποι της εταιρείας δεν έχουν καμία πρόθεση να αδικήσουν κάποιον, όμως η κακή οργάνωσή τους έχει αποτέλεσμα ο καταναλωτής να αντιμετωπίζεται με άσχημο τρόπο. Πώς έχει το story; Λοιπόν, η εταιρεία είχε ορίσει την 29η Απριλίου, ημέρα Σάββατο, ως ημέρα διεξαγωγής της συναυλίας.
Για κάποιους λόγους –που έχουν να κάνουν με τον επανασχεδιασμό της περιοδείας της Λόπεζ, σύμφωνα με την ανακοίνωση της εταιρείας– η ημερομηνία της συναυλίας μεταφέρεται στις 17 Μαΐου, ημέρα Τετάρτη, την ίδια ώρα, στον ίδιο χώρο. Η εταιρεία με δημόσιες ανακοινώσεις της από χθες ενημερώνει το κοινό για την αλλαγή, πληροφορώντας παράλληλα τους καταναλωτές που έχουν ήδη αγοράσει εισιτήρια ότι ισχύουν κανονικά. Από εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Τι γίνεται όταν ο καταναλωτής που αγόρασε το ή τα εισιτήρια για τη συγκεκριμένη συναυλία διαπιστώνει ότι η νέα ημερομηνία δεν τον βολεύει, είτε γιατί θα λείπει είτε γιατί θα έχει δουλειά είτε για κάποιον άλλο λόγο; Δεν γίνεται τίποτα.
Στα εισιτήρια αναγράφεται ότι ο διοργανωτής έχει δικαίωμα αλλαγής της ημερομηνίας χωρίς να είναι υποχρεωμένος να δεχθεί επιστροφή εισιτηρίων και να επιστρέψει σε όσους το ζητήσουν το αντίτιμο των εισιτηρίων. Ο ίδιος όρος αναφέρεται και στον δικτυακό τόπο της εταιρείας. Αρα, όποιος αγοράζει το εισιτήριο από τα συγκεκριμένα σημεία πώλησης ή μέσω του δικτυακού τόπου της εταιρείας γνωρίζει ότι δεν μπορεί να διεκδικήσει επιστροφή χρημάτων. Αν, λοιπόν, προχωρήσει στην αγορά, το κάνει εν γνώσει του.
Τι γίνεται, όμως, με κάποιον που καλεί την τηλεφωνική υπηρεσία πώλησης εισιτηρίων και αγοράζει εισιτήριο ή εισιτήρια μέσω της πιστωτικής κάρτας του χωρίς να ενημερωθεί –όπως θα έπρεπε– για τον συγκεκριμένο όρο αλλαγής της ημερομηνίας διεξαγωγής της συναυλίας; Πάλι τίποτα. Οι πωλητές της τηλεφωνικής υπηρεσίας δεν ήταν καν ενημερωμένοι για την αλλαγή ημερομηνίας και πολύ ευγενικά –είναι αλήθεια– σε ενημέρωναν ότι δεν γίνονται επιστροφές. Στην εταιρεία που διοργανώνει τη συναυλία ο «υπεύθυνος» είναι πάντα απών. Και εσύ, με 3 εισιτήρια στο χέρι και 200 ευρώ λιγότερα, νιώθεις… καταλαβαίνετε πώς.
Το ιπτάμενο αρνί
Εντάξει, ως λαός δεν διακρινόμαστε για την ιδιότητά μας να σχεδιάζουμε μια ενέργεια πριν την πραγματοποιήσουμε. Ετσι, για μία ακόμα φορά, επιδεικνύοντας πλεόνασμα ανοησίας και σπατάλης, πήγαμε και φτιάξαμε κοτζάμ αεροδρόμιο στα Σπάτα, ενώ ο αεροδιάδρομος της Βαρβακείου Αγοράς μια χαρά ήταν. Τα αρνιά και τα κατσίκια μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα δεν προλαβαίνουν τις πτήσεις. Ευτυχώς που βρίσκεται εκεί ο αερολιμενάρχης κ. Τσιρώνης, που όταν δεν βγαίνει στα κανάλια βάζει μια τάξη στην κυκλοφορία, γιατί λίγο ακόμα και το κιλό θα έφτανε τα 19 ευρώ. Οσο και ένα αεροπορικό εισιτήριο αν το αγοράσεις νωρίς. Στο Υπουργείο Ανάπτυξης, πάντως, δεν άφησαν τα πράγματα να ξεφύγουν, αφού τις παρακολουθούσαν τις τιμές. Με κιάλια. Πάντως, ελπίζω όλα αυτά τα αμνοερίφια που ελληνοποιήθηκαν όπως όπως να μην έχουν και απαίτηση να ψηφίσουν στις εκλογές. Αρκετά ήταν τα μοσχάρια που ψήφισαν στις προηγούμενες…