Η κλασικότερη περίπτωση προσπάθειας καταστολής της εγκληματικότητας μέσω της νομοθέτησης αυστηρότερων ποινών έγινε στην Αγγλία του 18ου αιώνα. Στο δεύτερο μέρος του αιώνα, βλέποντας ότι η συγκέντρωση όλο και περισσότερων φτωχών στις μεγάλες πόλεις υποθάλπει την εγκληματικότητα, η Βουλή προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα με την επιβολή της θανατικής ποινής. Τα περισσότερα αδικήματα που τιμωρούνταν με θάνατο ήταν κατά της περιουσίας, δείχνοντας ότι οι νόμοι προέρχονταν από τον φόβο της αστικής τάξης για τις περιουσίες της.

Το 1808 η αγγλική νομοθεσία περιελάμβανε 200 αδικήματα που επέφεραν τη θανατική ποινή. Ο θάνατος με απαγχονισμό προβλεπόταν για την απόπειρα αυτοκτονίας, την αλητεία για τους στρατιώτες και ναύτες, τις ισχυρές ενδείξεις κακίας σε παιδιά 7-12 ετών και τη συγκατοίκηση με τσιγγάνους πέραν του ενός μηνός. Ανάμεσα στο 1832 και το 1834 το αγγλικό κοινοβούλιο επανεξέτασε το σετ των νόμων που προέβλεπαν θανατική ποινή κι είχαν γίνει γνωστοί ως Blood Laws. Η θανατική ποινή σταμάτησε να επιβάλλεται για κλοπές αντικειμένων σε μαγαζιά αξίας μικρότερης του ενός τετάρτου της λίρας, την επιστροφή χωρίς άδεια από μεταφορά στις αποικίες, την ιεροσυλία και την κλοπή αλληλογραφίας. Το 1861 τέσσερα αδικήματα επέφεραν τη θανατική ποινή. Η δολοφονία, η εσχάτη προδοσία, ο εμπρησμός ναυστάθμου και η πειρατεία με χρήση βίας. Η θανατική ποινή καταργήθηκε στην Αγγλία το 1965. Παρά τις ανησυχίες πολιτικών και πολιτών ότι θα οδηγούσε σε έξαρση της βίας, τίποτα δεν συνέβη.

Το κοινωνιολογικό συμπέρασμα είναι ότι το περιβάλλον διαμορφώνει την εγκληματικότητα και οι αυστηρές ποινές ελάχιστη σημασία έχουν. Το 2004 στο Ιράν η 16χρονη Ατεκέ Ραζαμπί εκτελέστηκε δι' απαγχονισμού για «σεξουαλικά παραπτώματα». Το 2005 ο 15χρονος Μαχμούντ Ασγκαρί και ο 17χρονος Αγιάζ Μαρχονί εκτελέστηκαν με τον ίδιο τρόπο για ομοφυλοφιλία και βιασμό. Το καθεστώς του Ιράν ουδέποτε προβληματίστηκε για το ότι τα αδικήματα προκλήθηκαν από τη φυσική σεξουαλικότητα των τινέιτζερ. Πίστεψε, και θα συνεχίσει να πιστεύει, ότι ο φόβος της ποινής είναι η λύση.

Αντίστοιχα οι Ελληνες βουλευτές δεν μπορούν να καταλάβουν ότι αφήνοντας τις εξέδρες χωρίς αστυνόμευση δημιουργούν έναν αριθμό νεαρών οπαδών συνηθισμένων στη βία. Τα δικαστήρια θα αποφεύγουν να επιβάλουν τις εξοντωτικές ποινές του αθλητικού νόμου, αλλά οι χούλιγκαν θα μεταφέρουν τις συνήθειές τους κι εκτός γηπέδου.

Αφήνοντας τις κερκίδες χωρίς αστυνόμευση, η πολιτεία δείχνει ότι υπάρχουν δύο σετ νόμων. Ενα για την καθημερινότητα κι ένα για το γήπεδο, όπου μπορείς να βρίσεις και να πλακωθείς χωρίς η αστυνομία να επέμβει. Ο μόνος τρόπος καταπολέμησης του χουλιγκανισμού είναι η πρόληψη. Η διάλυση κάθε συνδέσμου που μπορεί να υποθάλπει τον χουλιγκανισμό και η παρουσία αστυνομίας στην κερκίδα. Με στόχο τη μετατροπή της κερκίδας σε νορμάλ κοινωνικό χώρο.


«Ημουνα ο πέμπτος προπονητής την ίδια σεζόν. Είχαμε φτάσει κι εννέα βαθμούς από τον δεύτερο. Οταν ο πρόεδρος ήρθε να μου μιλήσει, είχαμε έξι βαθμούς διαφορά και την άνοδο εξασφαλισμένη. ''Νίκο'', μου λέει ο πρόεδρος, ''θέλω να διακόψουμε τη συνεργασία''. Σκέφτηκα ότι ήθελε να γλιτώσει τα δεκαπέντε χιλιάρικα του πριμ της ανόδου κι αποφάσισα να μην τον ζορίσω τον άνθρωπο. ''Δώσε μου τα δεδουλευμένα, πρόεδρε, και το κλείνουμε έτσι'', του είπα. Μου έδωσε μία επιταγή. Πάω να την εισπράξω και βλέπω ότι έχει κάνει ανάκληση. Τώρα θα τον κυνηγήσω κι εάν δικαιωθώ στο δικαστήριο, θα του στείλω τους κλητήρες να του ζητάνε την είσπραξη την ώρα που θα κάνει γενική συνέλευση». Νίκος Βαμβακούλας έφα. Για τον πρόεδρο της Ερασιτεχνικής ΑΕΚ και ιδιοκτήτη της Ιεράπετρας, στην οποία ο Βαμβακούλας εργαζόταν ως προπονητής, Ανδρέα Ανατολιωτάκη.

Αντε λοιπόν να έχεις τον πρόεδρο για μάρτυρα υπεράσπισης και να θέλεις να κερδίσεις την υπόθεση. Οπως συνέβη με τον Θανάση Τσιόγκα, που είχε τον Ανατολιωτάκη μάρτυρα υπεράσπισης στη δίκη για τα επεισόδια του αεροδρομίου. Οπου, αντίθετα με τη συνηθισμένη πρακτική «ξεκινάμε μία μήνυση και την παρατάμε στο δικαστήριο όταν ο κατηγορούμενος κάνει μία δήλωση μετανοίας», ο Νικολαΐδης την έφτασε μέχρι τέλους. Με αμφίβολη όμως επιτυχία, τουλάχιστον ως προς την ποινή.

Γιατί όποιος έχει πάει δικαστήριο ξέρει ότι όποιος έχει στην πλευρά του τη μαρτυρία του αστυφύλακα έχει κερδίσει. Ο αστυφύλακας του Ντέμη δήλωσε ότι θυμάται πολύ καλά ότι ο Τσιόγκας χτύπησε δύο φορές τον Νικολαΐδη. Ο Τσιόγκας είχε μάρτυρες τρεις φίλους του. Το ότι κατέληξε ο εισαγγελέας να προτείνει την απαλλαγή του κατηγορουμένου και το δικαστήριο σε μία ασυνήθιστη πρακτική να καταδικάσει τον Τσιόγκα, αλλά με την ελαφρύτερη εφέσιμη ποινή και με αναστολή, πρέπει είτε να θεωρηθεί επιτυχία του συνηγόρου του Τσιόγκα, Σπύρου Σταματάκη, είτε «επιτυχία» του αδάμαστου Ανατολιωτάκη. Να σημειωθεί ότι, αν ο Τσιόγκας καταδικαζόταν με τον περί αθλητισμού νόμο, θα έπρεπε να εκτίσει την ποινή του στη φυλακή.
Ας πούμε λοιπόν ότι η απόφαση του δικαστηρίου είναι νίκη απέναντι στη νοοτροπία του δικαιώματος του οπαδού να καφρίζει ατιμώρητα. Είναι όμως και ήττα του περί αθλητισμού νόμου του Γιώργου Ορφανού. Σ' αυτό το σημείο ας μου επιτραπεί μία παρένθεση.

Σε περίπτωση που στο γραφείο Τύπου του υφυπουργού κάποιος αυτή τη στιγμή κόβει το απόκομμα επειδή αφορά στον υφυπουργό, θα τον παρακαλούσα να αφήσει το ψαλίδι και να κοιτάξει δίπλα του. Τι κάνει ο συνάδελφος δίπλα; Τίποτα; Αυτό ακριβώς να κάνει. Γιατί ο υφυπουργός δεν θα καταλάβει τίποτα, αλλά θα του φανεί ότι κάτι κακό γράφει, θα φωνάξει κάποιον να του το εξηγήσει, θα φάνε μισή μέρα και γιατί; Γιατί εσύ, συνάδελφε, έκοψες το απόκομμα. Ασ’ το λοιπόν να πάει… Τέλος παρένθεσης.

Η αποτυχία του νόμου του Γιώργου Ορφανού είναι αποτέλεσμα των νόμων που είναι δημιουργήματα μικρόνοων που νομίζουν ότι όσο μεγαλύτερη ποινή προβλέπεται τόσο θα αποτρέπεται το αδίκημα. Φυσικά πιο εύκολα φωνάζουμε τον άλλον οδηγό «μαλάκα», παρά βγάζουμε ένα 38άρι να του τη χώσουμε στο δόξα πατρί, αλλά ο λόγος είναι ότι το αδίκημα σε σχέση με την ποινή μάς φαίνεται δυσανάλογο. Ο άνθρωπος ξέρει να συγκρατείται ακόμα και σε καταστάσεις παραφοράς. Δεν ξέρω πόσοι θυμούνται το βίντεο με τον ξυλοδαρμό του ΑΕΚτσή πριν από το ματς με τον Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ, αλλά εάν το έχετε δει, θα θυμάστε έναν σκυφτό με κουκούλα να βαράει με τσιμεντόβεργα. Εάν είχε βαρέσει τον ΑΕΚτσή στο κεφάλι, σήμερα θα ήταν ανάμνηση. Ακόμα όμως και μέσα στην παραφορά της αγέλης, ο κουκουλοφόρος τον βαράει στα πλευρά.

Η ποινή συγκρατεί, αλλά δεν είναι το σημαντικότερο αποτρεπτικό του εγκλήματος. Εκτός από ψυχοπαθολογικές περιπτώσεις, οι άνθρωποι ακόμα κι όταν διαπράττουν αδίκημα προσπαθούν να κάνουν τη λιγότερη δυνατή ζημιά. Διαφορετικά, η εξουσία θα το είχε πιάσει το κόλπο. Θα έριχνε ποινή θανάτου από το διπλοπαρκάρισμα μέχρι το διπλομαρκάρισμα της ντομάτας στη Βαρβάκειο και μ' αυτή τη μέθοδο θα έλυνε κάθε πρόβλημα. Οχι ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι αυτή είναι η λύση. Ακούστε μία μεταμεσονύκτια ραδιοφωνική εκπομπή που βγάζει ακροατές στον αέρα. Ιδιαίτερα οι μεσήλικες και τα πουρά ζητάνε να κρεμιούνται όλες οι κατηγορίες που τους ενοχλούν. Από τους προμηθευτές του Δημοσίου μέχρι όσους παίζουν χιπ χοπ μετά τις 23:00.

Το χειρότερο όμως αποτέλεσμα των δρακόντειων ποινών είναι ότι δεν θα βρεθεί δικαστήριο να τις επιβάλει. Ας πούμε στην περίπτωση του Τσιόγκα. Ακόμα και η αγόρευση του εισαγγελέα, ότι πριν βεβαιωθεί για την ενοχή του κατηγορουμένου θα πρέπει να προσκομισθούν τα βίντεο της ασφαλείας του αεροδρομίου, δείχνει ότι ο άνθρωπος δεν είχε διάθεση να ζητήσει εξοντωτική ποινή. Το ίδιο και το δικαστήριο. Ναι μεν, με τη συνηθισμένη πρακτική των ελληνικών δικαστηρίων δεν είχε τη διάθεση να αφαιρέσει κύρος από τον αστυφύλακα-μάρτυρα, ναι με δεν είχε την πρόθεση να στείλει τον κατηγορούμενο φυλακή, όπως θα γινόταν αν τον καταδίκαζε με τον περί αθλητισμού νόμο. Εριξε λοιπόν μια ελαφριά κι εφέσιμη ποινή και, ως συνήθως, αποφάσισε «άστε να τα βρουν στο Εφετείο».

Το συμπέρασμα για τον αθλητικό νόμο είναι ότι, με τις ποινές που προβλέπει, ελάχιστα δικαστήρια θα βρεθούν να τον εφαρμόσουν, ιδιαίτερα σε κατηγορουμένους με λευκό ποινικό μητρώο. Αλλο να είσαι γεροκωλοβαριτζής της τηλεόρασης και να λες «κρεμάστε τους» κι άλλο να είσαι ο δήμιος που πρέπει να τους κρεμάσει. Το ίδιο και με τους νόμους. Αλλο να είσαι φιγουρατζής πολιτικός και να λες «ψηφίσαμε έναν νέο νόμο μούρλια, που θα εξαλείψει τα προβλήματα στον αθλητισμό» κι άλλο να ξέρεις ότι εφαρμόζοντάς τον καταστρέφεις ζωές. Οι δικαστές θα τον εφαρμόζουν με περίσκεψη και σε τελειωμένες περιπτώσεις, αλλά σε πρώτα αδικήματα θα κάνουν τα στραβά μάτια.

Εδώ να προσθέσω κάτι. Τώρα να σε φωνάζουν «Πειρατή Μόργκαν» και να απαντάς «Ναι, πειρατή Χαλιμά», το καταλαβαίνω μέχρι τα πέντε. Να έχεις πιάσει τα 40 και να τρέχεις στα αεροδρόμια για να ξεφωνίζεις τον Νικολαΐδη, μπορεί να έχει την πλάκα του, αλλά προσωπικά μου διαφεύγει. Εδώ ο συνάδελφος του γραφείου Τύπου του Υφυπουργείου μπορεί να ξαναπάρει το ψαλίδι. Το επόμενο θα του αρέσει του υφυπουργού.

Έτσι λοιπόν χάρη στον νόμο του Γιώργου Ορφανού φαινόμενα βίας όπως η επίθεση στον Νικολαΐδη θα εξαλειφθούν. Ηταν μία επιτυχία του υφυπουργού.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube