Σε ένα παιχνίδι στο οποίο οι πολύ καλοί ποδοσφαιριστές κερδίζουν πάνω από 7 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο, στο οποίο οι μάνατζερ βγάζουν προμήθεια από μια καλή μεταγραφή 1,5 εκατομμύριο ευρώ, οι διευθυντές των ποδοσφαιρικών ομάδων, με δεδομένη και τη δουλειά που κάνουν, πληρώνονται πολύ καλά, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για το «ακριβότερο» πρωτάθλημα της Ευρώπης.
Μια πρόσφατη έρευνα για τους καλύτερα αμειβόμενους διευθυντές ποδοσφαιρικών ομάδων στην Αγγλία έδειξε πως από τους 20 καλύτερα αμοιβόμενους 6 πληρώνονται με περισσότερα από 750 χιλιάδες ευρώ τον χρόνο (συμπεριλαμβανομένων πριμ και διάφορων μπόνους). Τέσσερις, μάλιστα, έχουν αμοιβές που ξεπερνούν το 1 εκατομμύριο 350 χιλιάδες ευρώ. Στην κορυφή της σχετικής λίστας βρίσκεται, φυσικά, ο Πίτερ Κένιον, ο εκτελεστικός διευθυντής της Τσέλσι, με απολαβές που φθάνουν τα 3 εκατομμύρια 850 χιλιάδες ευρώ, και τον ακολουθεί ο Ντέιβιντ Γκιλ, που πήρε τη θέση του στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ο Γκιλ, για 11 μήνες δουλειάς πέρυσι, πήρε 1,5 εκατομμύριο ευρώ. Αν μάλιστα συγκριθούν οι αμοιβές τους με τις αμοιβές των διευθυντών άλλων ιδιωτικών εταιρειών, σύμφωνα με τον κατάλογο που δημοσιοποιεί κάθε χρόνο το Chartered Management Institute and Remuneration Economics, φαίνεται ότι οι διευθυντές των ποδοσφαιρικών εταιρειών στο νησί πληρώνονται πολύ καλύτερα.
Για παράδειγμα, η αμοιβή του Γκιλ στη Γιουνάιτεντ αντιστοιχεί σε μια εταιρεία της οποίας ο τζίρος είναι γύρω στο 1 δισ. 250 εκατομμύρια στερλίνες τον χρόνο. Ομως πέρυσι ο τζίρος της Γιουνάιτεντ, που ήταν μεγαλύτερος από κάθε άλλης αγγλικής ομάδας, δεν ξεπέρασε τα 260 εκατομμύρια ευρώ, αν θυμάμαι καλά. Οι δύο διευθυντές της Νιούκαστλ, ο Σέφερντ και ο Ντάγκλας Χιλ, κέρδισαν πέρυσι 550 χιλιάδες και 495 χιλιάδες στερλίνες αντίστοιχα, αμοιβές που αντιστοιχούν σε μια εταιρεία με τζίρο 600 εκατομμύρια στερλίνες –και όχι 90,2 εκατομμύρια, που είχε η Νιούκαστλ. Ο κόσμος των επιχειρήσεων, φυσικά, δεν διακρίνεται για τη μετριοπάθειά του, αλλά οι αμοιβές των διευθυντών ξεφεύγουν από κάθε λογική, με δεδομένο ότι –όπως καταγγέλλουν τα εργατικά συνδικάτα στην Αγγλία– την περασμένη χρονιά οι αμοιβές των διευθυντικών στελεχών αυξήθηκαν σε ποσοστό 14%, την ώρα που οι εργατικές αμοιβές αυξήθηκαν μόλις 3,8%.
Ο μακαρίτης Κένεθ Γκαλμπραίηθ, στο τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «τα οικονομικά της αθώας απάτης», στο οποίο παρατηρεί ότι οι μεγάλες πολυεθνικές που ελέγχουν την παγκόσμια οικονομία δεν ελέγχονται από κανέναν, κάνει μερικά πολύ ενδιαφέροντα σχόλια για τις αμοιβές των υψηλά ιστάμενων διευθυντικών στελεχών. Σε γενικές γραμμές, ένας στους δύο διευθυντές ποδοσφαιρικής εταιρείας είδε πέρυσι την αμοιβή του να μειώνεται. Ο Ρούπερτ Λόου θα έπρεπε να βολευτεί μόλις με 264 χιλιάδες στερλίνες την χρονιά που υποβιβάσθηκε η Σαουθάμπτον, ενώ την αμέσως προηγούμενη χρονιά κέρδισε 397 χιλιάδες. Ο Ρικ Πάρι της Λίβερπουλ, πάντως, είδε την αμοιβή του να αυξάνεται κατά 12,6% και να διαμορφώνεται στις 607 χιλιάδες ευρώ. Και να σκεφθεί κάποιος ότι, τέσσερα χρόνια πριν, η υψηλότερη αμοιβή δεν ξεπερνούσε τις 600 χιλιάδες ευρώ και, εντούτοις, θεωρείτο υπερβολικά υψηλή.
Ενας λόγος που «δικαιολογεί» τις πολύ υψηλές αμοιβές είναι η πίεση της δουλειάς τους, αλλά στους περισσότερους ανθρώπους η ενασχόληση με μια ποδοσφαιρική ομάδα θα φανεί ένας πολύ ευχάριστος τρόπος για να κερδίζει κάποιος τα προς το ζην. Στην κλίμακα των αμοιβών δεν χωράει λογική, μιας και ο πρόεδρος του συνδικαλιστικού οργάνου των Αγγλων επαγγελματιών ποδοσφαιριστών κερδίζει 723 χιλιάδες στερλίνες τον χρόνο.
Την ίδια στιγμή, ο Τόνι Γούντλεϊ, ο γενικός γραμματέας του μεγαλύτερου συνδικάτου στο νησί, της ένωσης μεταφορών και ανειδίκευτων εργατών με 835 χιλιάδες μέλη, αμοίβεται με 110 χιλιάδες στερλίνες. Η απάντηση του Τέιλορ σε αυτή τη σύγκριση είναι «τα μέλη του συνδέσμου ενέκριναν δημοκρατικά την αμοιβή μου». Στην Ελλάδα, στις περισσότερες ομάδες η θέση –και οι αρμοδιότητες– του τεχνικού διευθυντή μιας ομάδας είναι ακόμη κάτι άγνωστο. Θα προκύψουν τέτοιες θέσεις, όταν οι ομάδες εξελιχθούν και προσαρμόσουν τις δομές τους με αυτές μιας επιχείρησης. Οσο για τους μισθούς τους, δεν μπορώ να κάνω καμία υπόθεση.
Η ιδανική ενδεκάδα
ΟΓκύντερ Γκρας, ο Γερμανός συγγραφέας που κέρδισε το 1999 το Νόμπελ Λογοτεχνίας, έδωσε μια συνέντευξη προ ημερών και ανάμεσα στα άλλα που τον ρώτησαν ζήτησαν και τη γνώμη του για την τύχη της εθνικής Γερμανίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Ο Γκρας, που έπαιζε αριστερό εξτρέμ στην ομάδα της γενέτειράς του, δήλωσε ότι η Γερμανία μπορεί να προκριθεί από τη φάση των ομίλων, αλλά σημείωσε πως ο ίδιος πιστεύει πως δεν έχει την ποιότητα να καταφέρει κάτι αξιόλογο.
Ο Γκρας είναι από τους διανοούμενους που έχουν στενή σχέση με το ποδόσφαιρο. Επαιζε –φυσικά– αριστερό εξτρέμ στην ομάδα της γενέτειράς του και δεν έχει κρύψει την αγάπη του για την ομάδα του Αμβούργου Σαν Πάουλι? μάλιστα, έχει δηλώσει πως ο αγαπημένος του ποδοσφαιριστής στην ομάδα ήταν ο Γεωργιανός ο Αλεξάντερ Λάσβιλι, «που ήταν τόσο ανεξήγητα μελαγχολικός, ακόμη και όταν σημείωνε γκολ». Ο Γκρας επίσης είπε ότι η εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου έχει σκοτώσει κάθε ομορφιά του παιχνιδιού και κατηγόρησε την ΟΥΕΦΑ και τη ΦΙΦΑ γι' αυτό.
Υποστήριξε ότι ο καπιταλισμός ανακάλυψε πως μπορεί να αποκομίζει κέρδη από το ποδόσφαιρο, αλλάζοντας τη φυσιογνωμία του, και αυτό ακριβώς έκανε. Βέβαια, σε μια συζήτηση με τον Γκρας δεν μπορεί να μη γίνει αναφορά στη σχέση της λογοτεχνίας με το ποδόσφαιρο. Ο Γκρας θυμήθηκε τους λογοτέχνες που είχαν σχέση με το ποδόσφαιρο? ξεχώρισε τον Κάφκα, που έπαιζε τερματοφύλακας, όπως και τον φιλόσοφο Βιτγκενστάιν, που συνήθιζε να περιδιαβαίνει τα γήπεδα της Οξφόρδης, όταν βρισκόταν εκεί, και να παρακολουθεί ποδοσφαιρικά παιχνίδια, τα οποία «του έδωσαν αρκετές ιδέες για τις φιλοσοφικές του θεωρίες».
Οταν ρωτήθηκε για την ιδανική ενδεκάδα που θα μπορούσε να φτιάξει με λογοτέχνες και φιλόσοφους, ο Γκρας δυσκολεύτηκε πολύ. «Είναι τόσοι πολλοί αυτοί που θα μπορούσαν να παίξουν στην πρώτη ενδεκάδα, που δεν μπορώ να διαλέξω». Ο Γκρας δεν έχει άδικο. Αυτό το παιχνίδι με την ιδανική ενδεκάδα το έχω κάνει αρκετές φορές με φίλους και, συγκρίνοντας τις ενδεκάδες, είναι λίγα τα πρόσωπα που βρίσκουμε κοινά. Ο Μάρκες είναι ένας, μαζί και ο Σαίξπηρ και ο Δάντης? ο Μαρξ και ο Εγκελς είναι σίγουροι στις ενδεκάδες των αριστερών, μαζί και ο Γκράμσι? οι «δικοί» μας, επίσης, δεν λείπουν: ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Αναγνωστάκης, ο Γληνός, είναι αυτοί που εμφανίζονται πιο συχνά.