Στο άκουσμα της πληροφορίας ότι ο Ολυμπιακός έχει ήδη (...εδώ κι ένα τέταρτο!) αγοράσει Νε, Ζεβλάκοβ, Μπούτινα, Ντομί, Μπόρχα, ουδείς στην Ευρώπη τρόμαξε. Ουδείς, ας το περιορίσουμε, στον κύκλο των 16 κλαμπ που έφτασαν φέτος, από τους ομίλους, στα νοκ άουτ του Τσάμπιονς Λιγκ. Επίσης, κατά πάσα πιθανότητα, ουδείς θα τρομάξει και όταν ο πρωταθλητής Ελλάδος αγοράσει τους σέντερ μπακ που του λείπουν για να ολοκληρώσει τη στελέχωση του ρόστερ.

Το ζήτημα του Ολυμπιακού, όμως, δεν είναι να τρομάξει κανέναν. Είναι, απλώς, να έχει παίκτες που θα βοηθήσουν στο να γίνει καλύτερη, απ' όσο καλή είναι, ομάδα. Πιο πλήρης, πιο αξιόπιστη, πιο ανταγωνιστική. Και λίγο πιο... νεανική. Φαίνεται να το επιτυγχάνει. Και φαίνεται να το επιτυγχάνει εγκαίρως. Χάρη στο άρτιο δίκτυο «κατασκόπων» (σαν μηχανισμός που δεν ησυχάζει, ούτε «αργεί», ποτέ) του Σόλιντ. Φυσικά, σ' ένα βαθμό, χάρη και στην άνεση που εξασφάλισε η κατάκτηση του τίτλου (τόσο) νωρίς.

Εκείνο που (δεν τρομάζει ακριβώς, αλλά διαισθάνεται κανείς ότι) κυκλοφορεί κιόλας σαν προς το παρόν υπόγεια μουρμούρα, είναι πόσοι Έλληνες θα παίζουν του χρόνου στην ενδεκάδα. Για αρχή, να προσπεράσουμε τα αυτονόητα:
• Παρήλθε η εποχή που η Σέλτικ πήρε Κύπελλο Πρωταθλητριών με έντεκα (όχι Σκωτσέζους γενικώς, αλλά) Σκωτσέζους γεννημένους σε ακτίνα μερικών μιλίων γύρω από τη Γλασκώβη. Σίμπσον, Κρεγκ, Γκέμελ, Μέρντοκ, ΜακΝιλ, Κλαρκ, Τζόνστον, Ουόλας, Τσάλμερς, Ολντ, Λένοξ. Το '67. Αυτό σήμερα «δεν υπάρχει».
• Οπως «δεν υπάρχει» το να φτάσει ελληνική ομάδα σε τελικό Πρωταθλητριών με έντεκα Ελληνες. Ο Παναθηναϊκός του '71. Οικονομόπουλος, Τομαράς, Σούρπης, Καμάρας, Βλάχος, Ελευθεράκης, Δομάζος, Καψής, Γραμμός, Αντωνιάδης, Φυλακούρης. «Ξεχάστε το», που είπε κι ο Μαλεζάνι, πριν πέσουν (οι υπερπρόθυμοι της «πράσινης» ιδέας) να τον κατασπαράξουν.

Θα 'ναι σαν να προσπαθήσει κανείς να φανταστεί τον Ολυμπιακό... με έντεκα Πειραιώτες. Στη σύγχρονη πραγματικότητα, οι ενδεκάδες δεν βγαίνουν (όπως οι γυναίκες στα κομματικά όργανα ή στους εκλογικούς συνδυασμούς) με ποσόστωση. Ντόπιοι-ξένοι. Αν και η ποσόστωση είναι το πράγματι ιδανικό. Πόσοι την επιτυγχάνουν, στο διεθνές περιβάλλον; Η εξής μία. Η Μπαρτσελόνα. Που έχει τον Ροναλντίνιο, τον Ετο'ό, τον Μάρκες, τον Ντέκο, τον Εντμίλσον και τους άλλους. Αλλά συνάμα έχει (από τη La Masia) τον Πουγιόλ, τον Ολεγέρ, τον Τσάβι, τον Μέσι, τον Ινιέστα, τον Μότα, τον Γκάμπρι, τους τερματοφύλακες. Το δόγμα «για κάθε Ζιντάν και ένας Παβόν» (του Φλορεντίνο Πέρεθ) στην, ομολογουμένως άψογη, καταλανική εφαρμογή του.

Ουδείς εχέφρων απαιτεί, συνεπώς, ο Ολυμπιακός να παίζει με έντεκα (όχι Πειραιώτες, έστω) Ελληνόπουλα. Η υπόγεια μουρμούρα είναι ο διαφαινόμενος (έως ολικός) «αφελληνισμός», ιδίως όταν αυτός κάνει τέλεια αντίθεση με το πρότζεκτ «ερυθρόλευκης» ανοικοδόμησης των mid-90s, το οποίο κατ' εξοχήν στηρίχθηκε, τότε, στο ελληνικό στοιχείο. Είναι, περίπου, ό,τι αντιμετώπισε και ο Παναθηναϊκός όταν ο Βέλιμιρ Ζάγετς στρατολογούσε ξένους για να διαδεχθούν την «ομάδα της Ριζούπολης». Τούτη τη στιγμή, για να 'μαστε ρεαλιστές, οι ομάδες κορυφής στη χώρα δεν δημιουργούν άμεσο πρόβλημα. Στην τρέχουσα «ιδανική ενδεκάδα» του Ολυμπιακού, της ΑΕΚ, του Παναθηναϊκού, του ΠΑΟΚ οι (πάνω κάτω) μισοί είναι Ελληνες.

Του χρόνου; Στον Ολυμπιακό, όντως, το ποσοστό των Ελλήνων υπάρχει η τάση να υποχωρήσει. Στην ΑΕΚ, στον Παναθηναϊκό, στον ΠΑΟΚ το στάδιο είναι, ακόμη, αρκετά πρώιμο για να ξέρουμε. Οπως και να 'χει, το θέμα της λεγόμενης «ταύτισης» (κερκίδας και ομάδας) θα 'ναι αφελές λάθος να το τοποθετήσουμε στην όποια ελληνική, και μόνο, διάστασή του. Είναι θέμα που απασχολεί τις, πλέον «υπερεθνικές», κοινωνίες παντού. Για χρόνια, το «κλάσικο» Ρεάλ-Μπάρτσα ήταν ο Ραούλ από τη μία, ο Γουαρδιόλα από την άλλη, τα δύο... άλλοθι, και είκοσι λεγεωνάριοι στη μέση.

Η δημοφιλία του Ντε λα Πένια στην Καταλούνια εκτοξεύθηκε κάποτε, όχι (τόσο) επειδή ήταν «μεγάλος παίκτης». Αντανακλαστικά, περισσότερο. Επειδή έγινε αντιληπτός από τον κόσμο σαν «θύμα της παγκοσμιοποίησης». Ηταν η λαϊκή αντίδραση στην αλόγιστη ολλανδοποίηση επί Φαν Χάαλ, σχεδόν κλωνοποίηση και μάλιστα άγαρμπη, της ομάδας. Είναι ο λόγος για τον οποίο ο Πουγιόλ (ενώ η Μπαρτσελόνα σήμερα μπορεί να βγει στην αγορά και να διαλέξει ανάμεσα σε τουλάχιστον είκοσι καλύτερους σέντερ μπακ από αυτόν) θα 'ναι εσαεί ακλόνητος. Και αρχηγός. Ο παίκτης-έμβλημα του καταλανισμού.

Η ταύτιση, εννοείται, προϋποθέτει την κοινή καταγωγή. Αν θέλετε την (ψευδ)αίσθηση, αφού εμείς την ομάδα την πονάμε, να την πονάνε και οι παίκτες. Η κοινή καταγωγή οδηγεί στην (ψευδ)αίσθηση ότι ο ντόπιος είναι πιο πιθανό να πονάει την ομάδα όσο κι εμείς. Ο ξένος, πάλι, απίθανο. Οταν η «κοινή καταγωγή» εκλείψει, τότε (η ιστορία έχει διδάξει ότι) το μοναδικό απομεινάρι ταύτισης είναι το αποτέλεσμα. Είναι, ταυτόχρονα, και η απάντηση. Οτι αυτό, εν προκειμένω ο «αφελληνισμός», θα ξεκινήσει να είναι πρόβλημα όταν η ομάδα θα ξεκινήσει να μη νικάει. Οσο θα νικάει, οι ξένοι θα 'ναι σωστοί επαγγελματίες που βγάζουν έντιμα το ψωμί τους στον τόπο μας. Οταν δεν θα νικάει, οι ξένοι θα 'ναι λεγεώνα ανάλγητων μισθοφόρων που δεν έχουν ιδέα σε τι σύλλογο ήλθαν και ποια φανέλα φορούν.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube