Μετά τις πρόσφατες αποκαλύψεις για την εμπλοκή του γενικού διευθυντή της Γιουβέντους σε μία μεγάλη ιστορία διαφθοράς και στημένων αγώνων στο ιταλικό ποδόσφαιρο, κάποιοι κατάλαβαν ότι υπάρχουν και χειρότερα από τα δικά μας. Βλέπετε, η καλή κατάσταση ενός ποδοσφαίρου δεν μπορεί να κρίνεται αποκλειστικά από τις επιδόσεις των ομάδων του ή κάποιων από τις ομάδες του στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Το ιταλικό ποδόσφαιρο, παρά το μεγάλο λούστρο του χάρη στους μεγάλους και πολύ συχνά ξένους ποδοσφαιριστές, βρίσκεται σε μία διαρκή κρίση από τα τέλη της δεκαετίας του '70. Μία κρίση που κρυβόταν κάτω από το χαλί, τις επιτυχίες των ιταλικών ομάδων στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Τα σημάδια όμως της κρίσης ήταν εμφανή σε μία σειρά άλλων πτυχών του παιχνιδιού. Και δεν εντοπίζονται μόνο στη βία ή τον ρατσισμό, μία μεγάλη πληγή του ιταλικού ποδοσφαίρου. Αυτό που στην Ιταλία ήταν γιορτή, τα ποδοσφαιρικά απογεύματα της Κυριακής τώρα έχουν μεταμορφωθεί σε μία θλιβερή και μίζερη παράσταση. Ο μέσος όρος των 40 χιλιάδων εισιτηρίων ανά παιχνίδι στη δεκαετία του '80 έχει πέσει στους περίπου 22 χιλιάδες θεατές με βάση τα περσινά δεδομένα, νούμερο που είναι κατά 13% χαμηλότερο από πρόπερσι.
Εχουμε δει αγωνιστικές στις οποίες η Γιούβε συγκέντρωνε πολύ λιγότερους θεατές στα παιχνίδια της απ’ όσους συγκέντρωνε, για παράδειγμα, μία ομάδα που αγωνιζόταν στη δεύτερη κατηγορία του αγγλικού πρωταθλήματος. Τα νέα παιδιά δεν προτιμούν το ποδόσφαιρο όπως παλιότερα, Επίσης, τα μεγάλα είδωλα δεν προέρχονται πλέον από τον κόσμο του ποδοσφαίρου αλλά από άλλα σπορ, όπως ο μηχανοκίνητος αθλητισμός. Ο παγκόσμιος πρωταθλητής της μοτοσικλέτας Βαλεντίνο Ρόσι είναι πιο δημοφιλής από τους ποδοσφαιριστές. Τα παιχνίδια της εθνικής Ιταλίας δεν αποτελούν πια το «κοινωνικό» γεγονός που αποτελούσαν παλιότερα. Ακόμα και η μεγάλη βίβλος του ιταλικού ποδοσφαίρου, η πασίγνωστη εφημερίδα «Gazzetta dello Sport», έχασε το ένα τρίτο των αναγνωστών της μέσα σε μία δεκαετία. Πολλοί μιλούν για τις υψηλές τιμές των εισιτηρίων. Βέβαια, ακόμα και σήμερα μπορεί κάποιος να βρει εισιτήρια με 20 ευρώ, αλλά έτσι δεν μπορεί να εξασφαλίσει κάτι περισσότερο από μία θέση στο πέταλο ή πίσω από τις εστίες, όπου γίνεται ο μεγάλος χαμός. Ενα εισιτήριο σε μία «καλή» θέση κοστίζει συνήθως γύρω στα 70 ευρώ. Αλλοι πάλι εκτιμούν ότι το πρωτάθλημα έγινε εξαιρετικά προβλέψιμο. Η ομάδα του τέως πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι, η Μίλαν, και η Γιουβέντους είναι οι μόνες που έχουν οικονομική ευρωστία και φυσικά είναι οι μόνες που διεκδικούν το πρωτάθλημα και έχουν τη δυνατότητα να πετύχουν την ευρωπαϊκή διάκριση.
Η διαφορά της αγωνιστικής δύναμης αυτών των δύο από τους υπόλοιπους είναι ήδη πολύ μεγάλη. Τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ομάδες είναι τεράστια. Ο νόμος που ψήφισε η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι για τη ρύθμιση των χρεών των ιταλικών ομάδων προβλέπει τη σταδιακή εξόφληση του συνολικού χρέους των 600 εκατ. ευρώ μέσα σε μία δεκαπενταετία. Πρόπερσι το συνολικό χρέος των ομάδων της Serie A έφθανε τα 948 εκατομμύρια ευρώ. Ενα μεγάλο πρόβλημα των ιταλικών ομάδων συνεχίζει να παραμένει το υψηλό λειτουργικό κόστος, τα έξοδα δηλαδή. Οι μισθοί των ποδοσφαιριστών παραμένουν υψηλοί και τα έσοδα είναι περιορισμένα. Είναι ίσως χαρακτηριστικό ότι το 75% του συνολικού ποσού που δίδεται για τα τηλεοπτικά δικαιώματα κατευθύνεται στα ταμεία πέντε ομάδων, της Μίλαν, της Γιούβε, της Ρόμα, της Ιντερ και της Λάτσιο. Αν αυτό το ποσό δεν πέσει τουλάχιστον στο 40%, τότε το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών θα διευρύνεται όλο και περισσότερο. Δύο ακόμα στοιχεία που συμβάλλουν στην απαξιωτική εικόνα του ιταλικού ποδοσφαίρου είναι τα ξεπερασμένα γήπεδα της γειτονικής χώρας και η υπερβολική τηλεοπτική κάλυψη των ποδοσφαιρικών αγώνων, που έχει κρατήσει τους περισσότερους Ιταλούς φιλάθλους στον καναπέ του σπιτιού τους. Ολο λοιπόν το πλαίσιο ήταν αρκετά εύφορο για να επιτρέψει την ανάπτυξη δραστηριοτήτων, όπως αυτές του Μότζι.
Το «ρίσκο» του Ερικσον
Για οποιονδήποτε άλλον αυτή η επιλογή του Σβεν Γκόραν Ερικσον να καλέσει στην αποστολή της εθνικής Αγγλίας για το Μουντιάλ τον 17χρονο παίκτη της Αρσεναλ Τέο Γουόλκοτ θα μπορούσε να θεωρηθεί μεγάλο ρίσκο. Για τον Ερικσον δεν είναι, μιας και μετά το Μουντιάλ δεν θα κάθεται στον πάγκο των «λιονταριών» και έτσι –σε περίπτωση αποτυχίας– δεν θα έχει να απολογηθεί σε κανέναν. Αν αντιθέτως η επιλογή αυτή του «βγει», μόνο θετικά μπορεί να μετρήσει στο βιογραφικό του Ερικσον. Η επιλογή του 17χρονου πιτσιρικά δεν είναι παρακινδυνευμένη μόνο λόγω της ηλικίας του, αλλά και λόγω του γεγονότος ότι ο μικρός δεν έχει παίξει ένα επίσημο παιχνίδι από τον Γενάρη, οπότε και αγωνιζόταν ακόμα στη Σαουθάμπτον. Ο ίδιος ο Ερικσον, μιλώντας στους δημοσιογράφους, υποστήριξε ότι δεν είναι «λογική» μία τέτοια επιλογή, αλλά αναρωτήθηκε: «Δεν βλέπω τον λόγο γιατί να μη ρισκάρω». Αναρωτιέμαι αν πίστευε κάποιος ότι θα μπορούσε ποτέ να ακούσει αυτή τη φράση από το στόμα του Ερικσον, ο οποίος δεν διακινδύνευσε τίποτε και στο ελάχιστο όσο καιρό καθόταν στον πάγκο της εθνικής Αγγλίας. Βέβαια, όπως θυμούνται καλά κάποιοι, ο Ερικσον ήταν αυτός που είχε ποντάρει στη χρησιμοποίηση –και καθιέρωση– των νεαρών -τότε- ποδοσφαιριστών Ρομπέρτο Μπάτζιο και Ρούι Κόστα στις ομάδες της Φιορεντίνα και της Μπενφίκα αντίστοιχα, όταν είχε την ευθύνη της καθοδήγησής τους. Δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει αυτά τα δύο παραδείγματα για να αντικρούσει όσους τον επέκριναν και τον ειρωνεύτηκαν πριν από τρία χρόνια, όταν επέλεξε τον 17χρονο τότε Ρούνεϊ για την αποστολή της εθνικής Αγγλίας που πήγε στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Πορτογαλίας. Η επιλογή εκείνη τον δικαίωσε απόλυτα. «Ο Γουόλκοτ είναι διαφορετικός από τον Ρούνεϊ», είπε ο Ερικσον, «αλλά έχει ρυθμό στο παιχνίδι του και ο ρυθμός στο σύγχρονο ποδόσφαιρο είναι πολύ σημαντικό στοιχείο». Μην ξεχνάτε φυσικά ότι ο Βενγκέρ, που λατρεύει τον εκρηκτικό ρυθμό στο ποδόσφαιρο και τον έχει βάλει στο κέντρο της ποδοσφαιρικής φιλοσοφίας του, επέλεξε τον Γουόλκοτ –εκτός από το ποδοσφαιρικό ταλέντο του– και γι' αυτή την ιδιότητά του. Ο Γουόλκοτ, ο Ααρον Λένον και ο Στιούαρτ Ντάουνινγκ, τρεις πιτσιρικάδες, μπορούν να περάσουν όλο το Μουντιάλ στον πάγκο της εθνικής Αγγλίας. Οπως και να 'χει όμως, θα είναι ό,τι καλύτερο θα αφήσει πίσω του ο Σουηδός όταν εγκαταλείψει τα «λιοντάρια».