Nομίζω ότι, παρακολουθώντας ποδόσφαιρο, σπάνια δίνουμε σημασία στις αλλαγές που παρουσιάζονται στο δημοφιλέστερο άθλημα του κόσμου. Δεν εννοώ τόσο τις αγωνιστικές αλλαγές, που σημειώνονται με την εισαγωγή νέων συστημάτων, ή τις αλλαγές κανονισμών, παρ' όλο που έχουν επιδράσει σημαντικά στη φυσιογνωμία του. Για παράδειγμα, υπολογίζεται ότι το 1993 ο καθαρός χρόνος του παιχνιδιού ήταν γύρω στα 30’, ενώ σήμερα έχει διπλασιαστεί, κάνοντας το παιχνίδι σαφώς πιο γρήγορο. Οπως επίσης τα χιλιόμετρα που καλύπτουν οι ποδοσφαιριστές. Ο αρχηγός εκείνης της πολύ μεγάλης ομάδας της Βραζιλίας του 1982, ο Σόκρατες, ένας από τους σπουδαιότερους Βραζιλιάνους γιατρούς σήμερα, υπολογίζει ότι οι σημερινοί ποδοσφαιριστές καλύπτουν τρεις φορές περισσότερα χιλιόμετρα μέσα στο παιχνίδι απ' όσα το 1970. Ετσι, μπορεί να εξηγήσει κάποιος τη μεγάλη αριθμητική παρουσία ποδοσφαιριστών που το βασικό τους προσόν είναι τα πνευμόνια.
Πιστεύω ότι πέρα από τις αγωνιστικές αλλαγές, υπάρχουν κι άλλες εξίσου σημαντικές, που επιδρούν στη φυσιογνωμία του αθλήματος και στη σχέση των οπαδών-φιλάθλων με τις ομάδες. Είναι, νομίζω, κατανοητό στον καθένα ότι από τη στιγμή που το ποδόσφαιρο εισήλθε ως επιχειρηματική δραστηριότητα στο πλαίσιο των οικονομικών κανόνων της παγκοσμιοποίησης –με τη βοήθεια της τηλεόρασης και του νόμου Μποσμάν– άλλαξαν τα δεδομένα για τις ομάδες. Οικονομικά και αγωνιστικά. Το 1991 μόλις 20 χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο, για παράδειγμα, μετέδιδαν παιχνίδια του αγγλικού πρωταθλήματος. Τώρα, είναι περισσότερες από 150. Ανάλογη επέκταση έχουν γνωρίσει τόσο το ισπανικό όσο και το ιταλικό ποδόσφαιρο.
Αυτό το γεγονός, ανάμεσα στις άλλες επιπτώσεις, διεύρυνε και τη βάση των οπαδών-πελατών και τη σχέση των οπαδών με τις ομάδες. Αυτή η αλλαγή δεν έχει συντελεσθεί στον ίδιο βαθμό σε όλες τις χώρες. Μπορεί να παρατηρηθεί με μεγαλύτερη ευχέρεια στις νέες περιοχές επέκτασης του ποδοσφαίρου, όπως η Ν.Α. Ασία και οι ΗΠΑ, ή σε χώρες που οι ομάδες τους έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα επέκτασης εκτός των εθνικών συνόρων. Φέρνω στον νου μου το βιβλίο του Αγγλου συγγραφέα Νικ Χόρνμπι με τίτλο «Fever Pitch» (έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά και κυκλοφορεί με τον τίτλο «Ο ΠΥΡΕΤΟΣ ΤΗΣ ΜΠΑΛΑΣ» από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα»).
Ο Χόρνμπι, ένας δεδηλωμένος οπαδός της Αρσεναλ, στο βιβλίο περιγράφει την εμμονή στην οποία είχε παραδοθεί για χρόνια, οργανώνοντας τη ζωή του γύρω από τις ημερομηνίες των εντός έδρας –κυρίως– παιχνιδιών της Αρσεναλ. Μια εμμονή στην οποία θυσίασε μέρος της κοινωνικότητάς του, όπως το γεγονός ότι προτιμούσε ένα παιχνίδι της αγαπημένης του ομάδας αντί να παρευρεθεί στον γάμο ενός φίλου του. Μέχρι τώρα οι κοινωνιολόγοι πίστευαν ότι το μοντέλο του οπαδού που ο Χόρνμπι περιέγραφε ήταν παγκόσμιο και σταθερό. Η σύγχρονη πραγματικότητα δείχνει ότι αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, δεν ισχύει πλέον. Το οπαδικό μοντέλο που περιγράφει ο Χόρνμπι πεθαίνει, εν μέρει λόγω των φαινομένων τύπου Μπέκαμ ή Ροναλντίνιο.
Οπως ακριβώς η Μέριλιν Μονρόε και ο Τσάρλι Τσάπλιν, έτσι και ο ποδοσφαιριστής-σύμβολο είναι μία εικόνα που ξεπερνά τα φράγματα της γλώσσας και τα σύνορα. Ο τρόπος που οι φίλοι του αθλήματος μπαίνουν στο ποδόσφαιρο, στις νέες περιοχές επέκτασης είναι διαφορετικός σε σχέση μ' εκείνον των οπαδών της Ευρώπης. Στο ποδόσφαιρο τους ελκύουν οι μεγάλοι σταρ, που πολύ συχνά τους ακολουθούν όταν αλλάζουν φανέλα. Σύμφωνα με μία έρευνα της εταιρείας παροχής αθλητικών συμβούλων FutureBrand, ένα ποσοστό 30% οπαδών εκτός Ευρώπης δεν ακολουθούν την ομάδα, αλλά τον ποδοσφαιριστή-σταρ. Το μοντέλο του οπαδού που περιέγραφε ο Χόρνμπι ξεφτίζει, όμως, ακόμα και στην Ευρώπη. Παλαιότερα, οι φίλαθλοι υποστήριζαν την ομάδα της περιοχής τους, όσο αυτή είχε πιθανότητες να διακριθεί. Τα πολλά χρήματα που μπήκαν στο ποδόσφαιρο δημιούργησαν οικονομικούς γίγαντες με πολλά μεγάλα ονόματα στο ρόστερ τους και οικονομικούς νάνους που έχουν μέτριους και άγνωστους ποδοσφαιριστές. Οι αλλαγές αυτές ήδη έχουν αρχίσει να γίνονται αισθητές και στην Ελλάδα. Οι μικρές ομάδες στα μεγάλα αστικά κέντρα χάνουν διαρκώς οπαδούς, οι οποίοι κατευθύνονται είτε στη μεγαλύτερη ομάδα της περιφέρειας είτε στη «δεξαμενή» των μεγάλων ομάδων της χώρας.
Η πτώση ενός, σχεδόν, ημίθεου
H ιστορία του Ολιβερ Καν μπορεί να μοιάζει με παραμύθι. Ομως, είναι μια ιστορία σκληρής δουλειάς ενός ανθρώπου που ήθελε να φθάσει στην κορυφή. Ενός ανθρώπου που έβαζε τον εαυτό του διαρκώς σε δοκιμασία και που ποτέ δεν δείλιασε στην προοπτική μιας σύγκρουσης.
Ακόμα κι αν –αυτή η σύγκρουση– επρόκειτο να διεξαχθεί με τους χειρότερους όρους. Η ιστορία του Ολιβερ Καν είναι μια πολύ μοναχική πορεία ενός ανθρώπου που δεν δίστασε να έρθει αντιμέτωπος με όλους. Γι’ αυτό, άλλωστε, έγινε τερματοφύλακας. Του άρεσε να είναι μόνος εναντίον όλων. Ετσι, έχεις πολύ λιγότερα να χάσεις από κάθε άλλον, αρκεί οι αντοχές σου να είναι απεριόριστες. Και οι αντοχές του Ολιβερ Καν ήταν.
Μόνο που τώρα έφθασε σ' ένα σημείο που κινδυνεύει να χάσει όλα όσα κέρδισε. Αν δεν τα έχει ήδη χάσει. Και να σκεφθεί κανείς ότι τέσσερα χρόνια πριν, ο Καν ήταν ένα μόλις βήμα από το ποδοσφαιρικό Εβερεστ. Πήρε στις πλάτες του μία άχρωμη, αδύνατη και χωρίς προσωπικότητα εθνική ομάδα και την οδήγησε μέχρι τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Η Γερμανία έχασε 2-0 από τη Βραζιλία και το πρώτο από τα δύο γκολ του Ρονάλντο προήλθε από ένα λάθος του Καν.
Κανείς δεν τον κατηγόρησε για το μοναδικό του λάθος σε 7 παιχνίδια. Ούτε και ο ίδιος, όμως, αναζήτησε δικαιολογίες στο γεγονός ότι αναγκάστηκε να αγωνιστεί με δύο σπασμένα δάκτυλα. Στην επιστροφή της ομάδας στη Γερμανία, ο τύπος τον ύμνησε. Ηταν το πρότυπο του επαγγελματία και οικογενειάρχη που δεν έδωσε ποτέ δικαίωμα για την παραμικρή παρατήρηση. Ο Ολιβερ Καν πάντα κρατούσε τον κόσμο σε απόσταση, ίσως λόγω της θηριώδους του παρουσίας που του είχε χαρίσει το προσωνύμιο Νεάτερνταλ. Ο Καν ουδέποτε υπήρξε σταρ και γι’ αυτό η πτώση του, όταν άρχισε, έκανε μεγαλύτερο θόρυβο. Οπως σε όλα τα παραμύθια, το σκηνικό μεταβλήθηκε ξαφνικά, λες και κάποια κακιά μάγισσα άγγιξε τον Καν με το ραβδί της. Ενα χρόνο μετά το Μουντιάλ άρχισαν τα προβλήματα. Εγκατέλειψε τη γυναίκα του και τη μικρή του κόρη για μία 22χρονη, έχασε τη φόρμα του, έγινε ασυνεπής, εριστικός και τώρα θα βρεθεί στον πάγκο της εθνικής για το Μουντιάλ. Ο Ολιβερ Καν ζαλίστηκε εκεί ψηλά και έπεσε από τον Ολυμπο. Τώρα πια είναι αργά για να σηκωθεί. Αλλωστε, δεν έχει και τη δύναμη.
Μ’ ένα ψέμα ξεχνιέμαι
Οι υποψιασμένοι πολίτες, από την πρώτη στιγμή, όταν τρεις υπουργοί προσπάθησαν να μας καθησυχάσουν για το σκάνδαλο των υποκλοπών, είχαν καταλάβει ότι η σπασμωδική προσπάθεια της κυβέρνησης να ενημερώσει την κοινή γνώμη είχε στόχο αντίθετο από αυτόν που ισχυριζόταν. Ο στόχος ήταν να προκληθεί σύγχυση σε τέτοιο βαθμό που η συγκάλυψη των κυβερνητικών ευθυνών και της κυβερνητικής ανικανότητας να γίνει πιο εύκολη. Η κυβέρνηση, τότε, μας διαβεβαίωνε ότι και οι «πληροφορίες» που είχαν δημοσιοποιηθεί για «δήθεν» απαγωγές Πακιστανών μεταναστών από ελληνικές ή και ξένες μυστικές υπηρεσίες ήταν ψέμα και προβοκάτσια. Υστερα από την εμπλοκή της Δικαιοσύνης, αποκαλύπτεται ότι η κυβέρνηση έλεγε ψέματα. Και αφού είπε ψέματα σε δύο τόσο σοβαρά ζητήματα, για ποιο λόγο να φανεί ειλικρινής σε άλλα εξίσου ή περισσότερο σημαντικά; Το πιο ανησυχητικό απ' όλα δεν έχει να κάνει τόσο με τις προθέσεις των κυβερνώντων όσο με την ανικανότητά τους να κυβερνήσουν. Αυτό, αλήθεια, απασχολεί κανέναν σοβαρά;