Η Μπαρτσελόνα όχι για πολύν καιρό, μόνο για καμιά εκατοστή χρόνια, ήταν «δεύτερη και διαμαρτυρόμενη». Ταυτίστηκε, έγινε ένα με τον ρόλο. Ιστορικά. Πολιτικά. Κοινωνικά. Πολιτισμικά. Λούζερ, κατά την υπεραπλούστευση. Περισσότερο κι απ' το να νικήσουν, σημασία είχε ν' αποδειχθεί περίτρανα ότι, όταν ηττώνται, είναι απ' τους διαιτητές-όργανα των Καστιγιάνων.
Η Μπαρτσελόνα τώρα είναι πρώτη. Στα πάντα. Και διαμαρτύρονται... όλοι οι άλλοι. Ο Βενγκέρ κι ο Ανρί προχθές, ο Αντσελότι κι ο Σεβτσένκο τις προάλλες, ο Κούμαν στους προημιτελικούς, φυσικά ο Μουρίνιο τον Φεβρουάριο. Δεν τρελάθηκαν, δεν έπαθαν ομαδική παράκρουση, δεν συνεννοήθηκαν! Απλώς είδαν ό,τι είναι εύκολο να διακρίνει ο καθένας.
Πως η Μπάρτσα είναι μακράν η καλύτερη. Πως απέναντί της ξεκινάς με τις πιθανότητες εναντίον σου. Πως αν έχεις μία στις δέκα (ή στις επτά ή στις τέσσερις, δεν θα τα χαλάσουμε...), αυτή τη μία κυριαρχεί η τάση να σου την καταπνίξουν. Να την απαγορεύσουν. Σαν μόδα. Είναι τόσο οφθαλμοφανές στο Τσάμπιονς Λιγκ, όσο πλέον και (τις φορές που θα συμβεί η Μπάρτσα να φρακάρει) στο ισπανικό πρωτάθλημα.
Είναι η καλύτερη, την κάνουν άτρωτη.
Η μετάβαση από ομάδα της διαμαρτυρίας (και της αντίδρασης στο καθεστώς) σε ομάδα-καθεστώς είναι το σοκ που περνάει αυτές τις ώρες της έκστασης η Καταλούνια. Η αντίδραση σε τούτο το σοκ θα κρίνει εάν η Μπαρτσελόνα, στη δεύτερη εκατονταετία της, θα βιώσει τη μεταλλαγή του ιστορικού ρόλου της.
Απ' τα χρόνια του Κουμπαλα έως εκείνα του (παίκτη κι αργότερα προπονητή) Κρόιφ, η Μπαρτσελόνα δεν στερήθηκε το να έχει μεγάλες ομάδες. Πάντοτε είχε. Και ομάδες και σταρ και μύθους. Εκείνο που ποτέ δεν έφτιαξε ήταν η ομάδα-αυτοκρατορία.
Δεν της ταίριαζε, στην ομάδα που υποτίθεται πως είναι ο ειρηνικός κι άοπλος στρατός εναντίον της αυτοκρατορίας, να 'ναι η ίδια αυτοκρατορία. Ο ρόλος της ήταν το αφόρητο φορτίο της. Ότι κουβαλούσε όλο τον καταλανισμό επάνω της.
Ίσως αυτό εξηγεί ότι σε μισόν αιώνα Πρωταθλητριών, αυτογκόλ σε τελικό έχει βάλει μόνον ένας ποδοσφαιριστής. Κι ήταν τερματοφύλακας... της Μπάρτσα, ο Ραμαλιέτς, το '61 στη Βέρνη. Στο ίδιο ήμισυ αιώνος, απ' τους οκτώ τελικούς που πήγαν στα πέναλτι, μόνον σε έναν συνέβη φιναλίστ ν' αποτύχει σε όλα τα κτυπήματα απ' τα έντεκα μέτρα. Κι ήταν η Μπάρτσα, το '86 στη Σεβίλλη. Επίσης, μόνον σε κάνα-δυο συνέβη φιναλίστ να ηττηθεί με 4-0. Η μία ήταν πάλι -και κατέβηκε σαν φαβορί- η Μπάρτσα. Το '94, στην Αθήνα.
Ο πρώτος που φαίνεται πως συνειδητοποίησε πως ο ρόλος της ήταν το δυσβάστακτο βάρος της και επιχείρησε να το αποτινάξει ήταν ο πρόεδρος Νούνιεθ. Εκείνος που τρωγόταν σαν τον σκύλο με τη γάτα με τον Κρόιφ. Αυτός ήταν που στην απόγνωσή του προσπάθησε ν' αποκηρύξει ότι η Μπαρτσελόνα είναι mes que un club (περισσότερο από ένα κλαμπ). Θέλησε να την κάνει ένα νορμάλ κλαμπ, όπως όλα τα άλλα κορυφαία του είδους στον πλανήτη.
Το έκανε άγαρμπα. Έφαγε τα μούτρα του. Έπεσε. Τα καινούργια μυαλά φέρνουν πιο φρέσκες και πιο αποτελεσματικές ιδέες. Ετούτος δω τώρα, ο δαιμόνιος δικηγόρος Τζουάν Λαπόρτα, είναι 44 ετών. Μόλις 41 όταν εξελέγη (το καλοκαίρι του 2003) και προσέλαβε Ράικαρντ και Ροναλντίνιο.
Αυτός δεν καταπολέμησε το δόγμα του mes que un club. Πράττει κάτι πολύ καλύτερο. Το κηρύσσει αναφανδόν, το υπερπροβάλλει και... το εμπορεύεται καταπληκτικά. Το έκανε, δίχως να το προσβάλλει, προϊόν. Γκάτζετ. Δεν «πωλεί» τη φανέλα, προστατεύει το καταλανικό στοιχείο, εκμαιεύει την ανοχή του πληθυσμού, βγάζει λεφτά.
Εξαίρεση στην ανοχή κάτι περιθωριακοί τύποι, οι Boixos Nois, που έκαναν άγριο κουμάντο στα χρόνια του Νούνιεθ (κι ύστερα του Γκασπάρ), αλλά ο Λαπόρτα τους έκοψε όλα τα προνόμια, τους πέταξε έξω απ' το «Καμπ Νου» κι έχουν απομείνει να κάνουν αντιπολίτευση με φέιγ-βολάν κατά του «φρανκικού» Λαπόρτα και με απειλές κατά της ζωής του.
Ανταρτικο-γραφικότητα που στις συνθήκες δεν βρίσκει ζωτικό χώρο και με τον καιρό θα σβήσει. Τον χώρο τους τον έχει πάρει η παγκοσμιοποίηση. Στις θέσεις της κερκίδας που λυμαίνονταν, τώρα κάθονται τουρίστες απ' την Απω Ανατολή ή όπου αλλού. Κάθε εντός έδρας ματς της Μπάρτσα είναι γιγαντιαίο event. Στην εξέδρα, στην Botiga (την μπουτίκ δίπλα στο γήπεδο), στα ξενοδοχεία της πόλης, στα εστιατόρια, στα ταξί, στο (αεροδρόμιο) Πρατ. Αμύθητος τζίρος.
Η σημερινή Μπαρτσελονα ξέρεις ότι στη βραδιά της μπορεί να διαλύσει τον αντίπαλο. Ως την Τετάρτη δεν ξέραμε εάν η σημερινή Μπαρτσελόνα (στη βραδιά που είναι φαβορί) μπορεί ν' ανατρέψει το κακό ριζικό του Ραμαλιέτς, της Σεβίλλης, της Αθήνας. Υπ' αυτή την έννοια, το 2-1 στο Παρίσι την ωφελεί καταλυτικά. Πολύ περισσότερο απ' όσο θα την ωφελούσε μία εξαίσια, απ' την αρχή ως το φινάλε, one-way παράσταση με τελικό σκορ κάτι σαν 5-0.
Μπόρεσε και το 'κανε, οπότε μας έδωσε και την απάντηση χάρη στον καταλύτη-Λάρσον με το στεγνό (όταν των αλλονών είχε πια ιδρώσει) μυαλό. Στο 1-1, όταν όλοι πανηγυρίζουν την ανακούφισή τους, ο Σουηδός είν' ο μοναδικός που έχει πάρει την μπάλα (απ' τα δίχτυα της Αρσεναλ), την έχει στήσει στη σέντρα και τους περιμένει ατάραχος.
Περιμένει (σαν να τους λέει) να επενδύσουν στο momentum και ν' αποτελειώσουν τη δουλειά. Στο 2-1, όταν όλοι πανηγυρίζουν αγκαλιασμένοι, είν' ο μοναδικός που έχει φύγει και πανηγυρίζει μπροστά από την καταλανική κερκίδα. Ηξερε ότι μόνον τότε είχε ολοκληρώσει τη δουλειά. Και μπορούσε να γλεντήσει.
Από αθλητικός οργανισμός που υπερασπίζεται τη σημαία της Καταλούνια λοιπόν, στον αθλητικό οργανισμό που θα επιβληθεί κυριαρχικά στο παγκόσμιο τοπίο. Θα φανεί το εάν ξεκίνησε η μετάβαση. Του χρόνου κιόλας. Η ίδια ομάδα να πάρει δύο σερί Πρωταθλητριών έχει να γίνει απ' τη Μίλαν του Σάκι. Την τελευταία δεκαπενταετία, ποτέ.
Προχθές στο «Σαν Ντενι», λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, με κυριάρχησε η αίσθηση πως εάν κάποιος είναι να το επαναλάβει, αυτή θα 'ναι η Μπάρτσα. Το 2007 στην Αθήνα. Οπότε, μ' ένα σμπάρο θα σβήσει και το φάντασμα του '94.