Η φόρμα είναι εξαντλημένη. Στα τέλη του '70, όταν οι Sex Pistols λάνσαραν το punk, που δεν ήταν παρά μια πιο άγρια, αγγλοποιημένη εκδοχή του garage rock της δεκαετίας του '50, ήταν σαφές ότι το rock είχε κλείσει τον κύκλο του. Πιθανώς τελευταία προσπάθεια για κάτι καινούργιο να ήταν το art rock της δεκαετίας του '70, αλλά ακόμα κι αυτή η προσπάθεια δεν είχε τη δυναμική των προηγουμένων. Το arty, Hi-Fi στυλ των Genesis παρέπεμπε στον ρομαντισμό του 19ου αιώνα, οι συμφωνικές αναζητήσεις των Moody Blues ενίοτε ακούγονταν σαν μουσική για μεγάλα ασανσέρ και οι περικοκλάδες των Gentle Giant ήταν πολύ μπερδεμένες για να μπορούν ευχάριστα να ακουστούν. Από το 1980 και έπειτα θα εμφανίζονταν μουσικά κινήματα στη rock, με σημαντικότερο το death των Cure και των Sisters, θα εμφανίζονταν μεγάλα συγκροτήματα, με τους Nirvana και τους Metallica, θα έβγαιναν μεγάλα κομμάτια, αλλά είχε γίνει σαφές ότι για οτιδήποτε νέο χρειαζόταν ενέσεις εκτός της rock, από τον χώρο του ethnic. Η προσπάθεια του Manu Chao στο «Clandestino» δεν θα είχε πάει πουθενά εάν δεν βασιζόταν στη λατινοαμερικανική μουσική, η οποία όμως είναι για «μέχρι τόσο», αφού πάσχει από μελωδία.
Στην πραγματικότητα, η ροκ μουσική θα μπορούσε να είχε άλλο μισό αιώνα ζωής εάν δεν χρειαζόταν να στηρίξει τη μουσική βιομηχανία. Πριν από 300 χρόνια ένα τραγούδι μπορούσε να αντέξει στη λαϊκή παράδοση για δεκαετίες. Πριν από 100 χρόνια οι διάφοροι «μπαρμπα-Γιάννηδες κανατάδες» και τα «μαλλάκια τα άσπρα» άντεχαν σαν hits για χρόνια. Σήμερα πόσο μπορεί να αντέξει μια επιτυχία; Τρεις με έξι μήνες –και πολύ λέω. Συνδυασμένο με το φαινόμενο της επιτυχίας –ότι όσο μεγαλύτερο είναι ένα hit τόσο περισσότερο θα παίζεται, άρα τόσο γρηγορότερα θα το σιχαθεί ο κόσμος– ένα καλό τραγούδι έπειτα από ένα εξάμηνο δεν μπορείς ούτε να το παίξεις. Πόσω μάλλον μια παπάρα, όπως τα τραγούδια της Eurovision.
Πριν από ένα χρόνο η Ελλάδα τραγουδούσε το «You are my No 1» της Παπαρίζου. Να πω ότι το τραγουδούσε για ένα δεκαήμερο είναι πολύ. Επειτα από δύο εβδομάδες δεν τολμούσε να το βάλει ούτε πιτσιρικάς σε χαϊφιντελιασμένο Peugeot 106 με ανοιχτά τα παράθυρα. Το κομμάτι είχε ξεφτιλιστεί. Πόσο μπορεί να αντέξει το «Everything» αν κερδίσει η Βίσση τη Eurovision; Αυτό το Σαββατοκύριακο και πολύ λέω... Δεν είναι μόνο η υπερπροβολή, ότι μέχρι να γίνει η Eurovision ακούσαμε το κομμάτι μια χιλιάδα φορές, είναι και ο τύπος της προβολής. Από τον πολλά υποσχόμενο φορτηγατζή, που δυστυχώς δεν τον υποδυόταν ο Γκουσγκούνης για να τον φορέσει στην αοιδό, μέχρι τον Καρβέλα, να δίνει στις πρόβες high five στη Βίσση σαν να είχε πετύχει τρίποντο buzzer beater, η προβολή του «Everything» απευθυνόταν σε πελατεία τηλεμάρκετινγκ. Η μόνη κληρονομιά που θα αφήσει το παπαροσόνγκ είναι μια ατελείωτη βαριεστημάρα και η απόδειξη ότι αμφότεροι οι αρχηγοί των κομμάτων κολακεύουν τα γούστα του λαού τόσο χυδαία, ώστε να εύχονται καλή επιτυχία στη Βίσση. Το ξέρω ότι η δημοκρατία είναι το καλύτερο από τα γνωστά συστήματα, αλλά μήπως μπορεί να γίνει μια προσπάθεια να βρούμε κανένα άλλο;
Είναι ένας από τους στενούς συνεργάτες του Κώστα Καραμανλή, από την εποχή της Θεσσαλονίκης. Επίσης, είναι ένας από τους ανθρώπους που εάν έμενε –ο Θεός να μας φυλάει– το τελευταίο μπουκάλι με ουίσκι στον κόσμο και χρειαζόταν να το μοιραστώ με κάποιον, θα ήταν αυτός. Μόνο που θα έριχνα και καμιά ματιά μην το κατεβάσει γρηγορότερα από εμένα. Τέλος πάντων, τον εκτιμώ και με εκτιμά και επειδή πλησιάζει η ζεστή εποχή που οι βετεράνοι του σκαμπό δεν μπορούν να γυρίσουν σπίτι πριν τελειώσουν οι βραδινές παραστάσεις στους κινηματογράφους, πίναμε και καπνίζαμε και μιλάγαμε περί ανέμου και πολιτικής. Που συνήθως είναι αλληλένδετα.
«Γιατί μη νομίζεις ότι τον πολιτικό τον ενδιαφέρει κάποιο κόμμα. Τον ενδιαφέρει πώς θα κάνει χάρες στην εκλογική του περιφέρεια, για να μαζεύει ψήφους και να φτιάξει κομματικό προφίλ. Μετά, πώς θα γίνει υπουργός, ώστε να μπορεί να μοιράζει περισσότερα στην εκλογική του περιφέρεια και να μαζεύει ακόμα περισσότερες ψήφους, για να κάνει δυνατότερο προφίλ και να ανέβει ακόμα περισσότερο στην κομματική ιεραρχία και να μοιράσει…».
«Κάτι σαν τον Ορφανό;», ρώτησα. Από την έκφραση του προσώπου του έμοιαζε σαν να υπάρχει προσωπική σχέση και η διακριτικότητα δεν τον αφήνει να πει ελεύθερα τη γνώμη του. «Καλά, και ο Λιάνης έδινε λεφτά στη Φλώρινα», πρόσθεσα για να το ελαφρύνω. «Ετσι είναι. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η ομάδα της περιοχής τους. Κατά τα άλλα, ούτε το τηλέφωνο δεν σηκώνουν. Εδώ και ένα χρόνο ο Κακλαμανάκης προσπαθεί να επικοινωνήσει με τον Ορφανό για ένα σχέδιο που έχει να προπονεί πιτσιρικάδες. Δεν μπορεί ούτε να του μιλήσει στο τηλέφωνο. Εστω, ρε παιδί μου, για ένα λεπτό. Να του πει ο Ορφανός ότι "δυστυχώς, Νίκο, δεν γίνεται". Τι κάνει, ρε παιδάκι μου, από το πρωί μέχρι το βράδυ ο Ορφανός και δεν μπορεί να βρει ένα πεντάλεπτο για έναν Ολυμπιονίκη;». «Ασχολείται με τις ομοσπονδίες των χειμερινών αθλημάτων», πήγα να απαντήσω, αλλά μετά κατάλαβα ότι θα έπρεπε να εξηγήσω γιατί είναι τόσο σημαντικό το κέρλινγκ και το άφησα. «Ξέρω κι εγώ… Βάζει και βγάζει ρούχα στη βαλίτσα του για να κάνει ταξίδια», είπα.
Επειδή, όμως, το ένα φέρνει τ' άλλο, το κέρλινγκ έφερε την ΕΡΤ. «Δεν υπάρχει λύση», άρχισε να λέει ο φίλος. «Επρεπε το ένα κανάλι να υπάρχει ως εκπαιδευτικού χαρακτήρα, που να μην ενδιαφέρεται για τηλεθεάσεις, και το άλλο ως ενημερωτικό. Η ΕΡΤ 3 δεν είχε, ούτε έχει νόημα για να υπάρχει». Δεν είχα και μεγάλες αντιρρήσεις. Καταλαβαίνω κανάλι της Βόρειας Ελλάδας την εποχή που έκανες 26 ώρες για να πας Αθήνα-Θεσσαλονίκη με το οτομοτρίς, αλλά να υπάρχει κανάλι για τις ειδικές ανάγκες και ειδήσεις μιας περιοχής που βρίσκεται πεντακόσια χιλιόμετρα από την Αθήνα την εποχή του Ιντερνετ, μου έμοιαζε και εμένα υπερβολή. Ούτως ή άλλως, από την εποχή των αυθεντικών μακεδονομάχων Πλατσούκα, Τουρώνη, Ρεπανά, με τον Θωμαΐδη στον ρόλο του νεαρού ρεπόρτερ, η ΕΡΤ3 έχει χάσει την αυθεντικότητά της. Η επόμενη ερώτηση ήταν για τις τηλεοπτικές προσφορές στον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό. Ιδιαίτερα για το πώς ο Κώστας Καραμανλής, που εμφανιζόταν ως ορκισμένος εχθρός του Σωκράτη Κόκκαλη, ενίσχυσε τόσο πολύ τον Ολυμπιακό.
«Αν υπάρχει κάτι να θυμάται ο Καραμανλής, είναι τα λόγια που του είχε πει ο μεγάλος, ο θείος του, το 1994. Οταν τον είχε επισκεφτεί ο θείος, τον είχε συμβουλέψει οι επιθέσεις στους αντιπάλους να μην είναι προσωπικές. "Θέλεις να επιτεθείς; Κάν' το με πολιτικούς όρους. Γιατί μια μέρα μπορεί να χρειαστεί να συνεργαστείς με αυτόν στο οποίο επιτέθηκες". Το πολιτικό αλλάζει, αλλά το προσωπικό μένει. Τίποτα το προσωπικό. Στην Ελλάδα, αν σου πουν διαπλεκόμενος, ποιος σου έρχεται στο μυαλό; Ο Κόκκαλης. Σωστά; Οπότε εφόσον ο αγώνας γινόταν κατά της διαπλοκής, θα γινόταν και κατά του Κόκκαλη. Αλλά τίποτα το προσωπικό». Τόσο ωραία. Και για όσα μου είχαν πει ότι ο Καραμανλής ήταν έξω φρενών την εποχή που ο Θέμος έπαιζε το «Τρελοκόριτσο» στον Flash του Κόκκαλη και έβγαιναν οι ιστορίες με τον Σπηλιωτόπουλο; «Κοίτα. Οι κατηγορίες ότι ήταν αδελφή τον έκαναν συμπαθή στον κόσμο. Οπότε και πάλι κανένα πρόβλημα», που λέει και η Κανελλίδου…
Το πρόβλημα το έχεις αν βρεθείς αντιμέτωπος με την πένα ενός γίγαντα. Γιατί πάνε και ρίχνουν τα κέρατά τους να φτιάξουν τον «Κώδικα Ντα Βίντσι», φτάνουν στο τελικό cut, αρχίζουν τις προβολές και μετά σκέφτονται: «Ρε παιδιά, θυμήθηκε κάποιος να δείξουμε την ταινία πριν βγει στον Δημήτρη Μπαλή;». Ολοι της παραγωγής κοίταζαν το ταβάνι. Και κοίτα, φίλε μου, τι πάνε και στήνουν οι Αμερικανοί για να γράψει την κουβέντα του ο Μπαλής. Βάζουν τη Mercedes να ενοικιάσει αίθουσα στο «Mall» και να καλέσει τους δημοσιογράφους αυτοκινήτου, για να υπάρξει δικαιολογία να προσκαλέσουν τον Μπαλή. Λένε ότι αφορμή είναι η εμφάνιση ενός Smart ForTwo σε μία από τις τελευταίες σκηνές της ταινίας. Εχουν, λοιπόν, κάνει τον «Κώδικα Ντα Βίντσι», «Ρόδες, σούζες και κοπάνες» για να μπορέσουν να στείλουν την πρόσκληση και περιμένουν τώρα την κριτική του Μπαλή. Και ξηγιέται: «Οσο για την ταινία, πολλοί θα τη δουν, λίγοι θα την καταλάβουν, κανένας δεν θα τη θυμάται».
Ο Δημήτρης μέσα στη μετριοφροσύνη του δεν εξήγησε αν ανήκει στην κατηγορία αυτών που την κατάλαβαν –αν βεβαίως θυμάται για ποια ταινία γράφω– αλλά με 17 λέξεις έστειλε μισό δισεκατομμύριο δολάρια στον βόθρο. Γιατί έτσι είμαστε εμείς, οι φίλοι του Μπαλή. Μετράμε μέχρι και τις λέξεις στα κείμενά του. Οσο για την ταινία, μετά την κριτική του Μπαλή μπορείτε να τη βρείτε στο βιντεάδικο της γειτονιάς σας. Στο ράφι με τις ταινίες του Ψάλτη.
Πάντως, δεν υπάρχει άνθρωπος που να μετράει και να μπορεί να φτάσει σε τριψήφιους αριθμούς, που να είδε τον «Κώδικα» και να μην είπε ότι πρόκειται για συγκλονιστική παπάρα. Οπως δεν υπάρχει άνθρωπος που να φτάνει στα τετραψήφια και να μην καταλαβαίνει ότι δεν θα μπορούσε παρά να είναι αυτό. Γιατί όταν πέφτουν τόσα λεφτά σε μια παραγωγή, πρέπει να απευθύνεται στον μέγιστο αριθμό των υποψήφιων θεατών. Στον κατώτερο κοινό παρονομαστή, άρα καλή για το βραβείο «Grand Papare d’ Or».