Προχθές στην Αγγλία γινόταν ένα παιχνίδι ανάμεσα σε δύο ομάδες, το αποτέλεσμα του οποίου θα έκρινε ποια από τις δύο θα ανέβαινε στην Πρέμιερσιπ. Και οι δύο ήταν παλιοί γνώριμοι της κατηγορίας. Η Γουότφορντ και η Λιντς. Πιθανόν σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες η άνοδος από τη δεύτερη κατηγορία του πρωταθλήματος στη μεγάλη κατηγορία να είναι κάτι σημαντικό, αλλά πουθενά δεν έχει τη σπουδαιότητα που έχει στην Αγγλία. Στην Αγγλία, η άνοδος στην Πρέμιερσιπ έχει τεράστια οικονομική σημασία. Αυτή την άνοδο την κυνηγούσε με πάθος η Λιντς.
Η ομάδα θρύλος του Ντον Ρέβι της δεκαετίας του '70, η ομάδα που εντυπωσίασε στις αρχές της δεκαετίας του '90, κερδίζοντας ένα πρωτάθλημα και φθάνοντας μέχρι τους 4 του Τσάμπιονς Λιγκ. Ομως, η απληστία και οι κακοί υπολογισμοί του πρώην προέδρου της ομάδας Πήτερ Ρίτσντεϊλ και του πρώην προπονητή Ντέιβιντ Ο’Λίρι κατέστρεψαν την ομάδα. Και οι δύο βάσισαν το χτίσιμο της ομάδας και την οικονομική πολιτική τους στην πρόβλεψη ότι η Λιντς θα μπορούσε να παίρνει μέρος στο Τσάμπιονς Λιγκ κάθε χρόνο. Αρχισαν να ξοδεύουν τεράστια ποσά για να αποκτήσουν ποδοσφαιριστές που θα τους επέτρεπαν να δημιουργήσουν ένα ισχυρό σύνολο, δίνοντάς τους παράλληλα πολύ μεγάλες αποδοχές –εξωφρενικές χαρακτηρίστηκαν– γεγονός που έκανε ακόμη πιο δύσκολη την προοπτική να τους πουλήσουν, όταν αντιμετώπισαν οικονομικά προβλήματα.
Η υπερβολική σπατάλη ήταν το χαρακτηριστικό που σημάδευε τη δραστηριότητα της ομάδας και εκτός αγωνιστικού χώρου. Για παράδειγμα, τον Οκτώβριο του 2001 ο Πήτερ Ρίτσντεϊλ έκανε μια αύξηση στις ετήσιες αποδοχές του της τάξης του 62%, φθάνοντας τις 600 χιλιάδες στερλίνες τον χρόνο. Αυτό το ποσό τον έκανε τον πιο καλοπληρωμένο πρόεδρο ποδοσφαιρικού συλλόγου στην Αγγλία. Την ίδια στιγμή, η Λιντς ξόδευε 600 χιλιάδες στερλίνες ετησίως για να συντηρεί έναν εταιρικό στόλο από 70 αυτοκίνητα, ενώ πλήρωνε άλλες 70 χιλιάδες στερλίνες για την ενοικίαση αεροπλάνου. Ανάμεσα στα άλλα εξωφρενικά έξοδα του συλλόγου καταγράφεται το γεγονός ότι πληρώθηκαν 70 χιλιάδες στερλίνες σε έναν υπάλληλο για απασχόληση έξι μηνών. Η οικονομική «γενναιοδωρία» του Ρίτσντεϊλ στην αρχή άρεσε στον Τύπο και τους φιλάθλους. Η ομάδα του Γιορκσάιρ τερμάτιζε στις πέντε πρώτες ομάδες της Πρέμιερσιπ όλες τις χρονιές από την περίοδο 1997-98 μέχρι την περίοδο 2001-02. Επίσης, έφθασε στα ημιτελικά του ΟΥΕΦΑ και του Τσάμπιονς Λιγκ. Η ομάδα έδειχνε να έχει επιτυχίες ανάλογες με εκείνες που είχε την εποχή του Ρέβι, αν όχι μεγαλύτερες.
Ο προϋπολογισμός της, όμως, έφθασε στο ύψος των προϋπολογισμών που είχαν τότε η Αρσεναλ και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ο χρόνος, όμως, είχε αρχίσει να μετράει αντίστροφα. Απέτυχαν να προκριθούν στο Τσάμπιονς Λιγκ για δύο συνεχόμενες χρονιές. Επειτα έχασαν στον τελικό Κυπέλλου στο Κάρντιφ και αποκλείστηκαν από την Αϊντχόφεν στον τέταρτο γύρο του ΟΥΕΦΑ. Ο Ο’Λίρι απολύθηκε και στη θέση του ήρθε ο Βέναμπλς, ο οποίος δεν μπόρεσε να αναστρέψει την πορεία προς την καταστροφή. Τα χρέη άρχισαν να αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο και η ομάδα άρχισε να κυλά σε έναν μεγάλο κατήφορο, που λίγο έλειψε να την εξαφανίσει. Η Λιντς, όμως, δεν τα κατάφερε προχθές. Ηττήθηκε 3-0 και ο τωρινός της πρόεδρος, ο Κεν Μπέιτς, ο άνθρωπος που πούλησε την Τσέλσι στον Αμπράμοβιτς, ελπίζει ότι θα καταφέρει να αντέξει μία ακόμη χρονιά στην Τσάμπιονσιπ. Αν η Λιντς κέρδιζε το παιχνίδι, η άνοδός της θα της έδινε μια τεράστια οικονομική ανάσα, που θα τη βοηθούσε να ξεμπερδέψει από ένα σκοτεινό και χρεωμένο παρελθόν.
Η άνοδος θα έφερνε στο ταμείο της 35 εκατομμύρια στερλίνες περισσότερα και παράλληλα θα της έδινε τη δυνατότητα να διασφαλίσει τα τηλεοπτικά της δικαιώματα για μία τριετία, ακόμη και αν του χρόνου υποβιβαζόταν. Τώρα όλα αυτά τα χρήματα θα καταλήξουν στο ταμείο της Γουότφορντ. Και η Λιντς θα αρκεστεί σε 1,5 εκατομμύριο στερλίνες, περίπου, που ήταν τα συνολικά έσοδα του προχθεσινού παιχνιδιού. Εσοδα που οι πρόεδροι των ομάδων είχαν εκ των προτέρων συμφωνήσει να καταλήξουν στο ταμείο του χαμένου. Και τώρα η Λιντς, για έναν ακόμη χρόνο, θα συνεχίσει να ελπίζει.
Έχασε το Κύπελλο, κέρδισε τον Ανρί
Tο είπε ο Αρσέν Βενγκέρ σε κάποια συνέντευξή του μετά τον τελικό του Παρισιού. «Στόχος μου ήταν να κατακτήσουμε το Κύπελλο και να κρατήσω τον Ανρί στην ομάδα. Πετύχαμε μόνο το δεύτερο». Και δεν ήταν καθόλου μικρό πράγμα η παραμονή του Ανρί. Δεν ήταν μυστικό ότι ήταν ο διακαής πόθος της Μπαρτσελόνα, η οποία ήταν η μόνη ομάδα που ήταν έτοιμη να καταθέσει πρόταση στους «κανονιέρηδες».
Όμως, ο ίδιος ο Γάλλος επιθετικός, πριν ακόμη ανακοινωθεί η νέα τετραετής συμφωνία του με τους «κανονιέρηδες», είχε δηλώσει ότι δεν επρόκειτο να αφήσει το Λονδίνο. Μάλιστα, αυτή του η δήλωση έτυχε της ευνοϊκής αποδοχής του προέδρου της Μπάρτσα Χουάν Λαπόρτα, ο οποίος υπογράμμισε τη σπουδαιότητα της πίστης ενός ποδοσφαιριστή στην ομάδα του, σε καιρούς άκρατου επαγγελματισμού. Το καινούργιο συμβόλαιο του Ανρί είναι το πιο ακριβό που υπάρχει στην Αρσεναλ και είναι ίδιο με αυτό του Μπάλακ στην Τσέλσι. Περίπου 130 χιλιάδες στερλίνες την εβδομάδα. Για την οικονομική πολιτική της Αρσεναλ, που είναι ισορροπημένη και χωρίς εξάρσεις, μια τέτοια κίνηση ήταν υπερβολική. Όμως, το γεγονός ότι η ομάδα από τη νέα περίοδο μπαίνει σε ένα καινούργιο γήπεδο με διπλάσια χωρητικότητα από το ιστορικό «Χάιμπουρι», πράγμα που θα της δώσει πολύ μεγαλύτερα έσοδα, και η δεδομένη αγωνιστική αξία του Ανρί έκαναν επιβεβλημένη την παραμονή του στην Αρσεναλ.
Ο Βενγκέρ, ο άνθρωπος που «έχτισε» τον Ανρί, καταλαβαίνει ότι η παρουσία του είναι απαραίτητη στην καινούργια ομάδα που έχει αρχίσει να δημιουργεί. Η προσωπικότητα του Γάλλου και η αγωνιστική του αξία θα είναι ο ήλιος γύρω από τον οποίο θα στρέφονται όλοι οι νέοι ποδοσφαιριστές της Αρσεναλ. Την ίδια στιγμή θα αποτελεί τον ιστορικό σύνδεσμο ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον της ομάδας. Και πέραν όλων των άλλων, ο αρχηγός της νέας ομάδας του Βενγκέρ θα αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα για όλους τους φιλόδοξους νεαρούς που, φορώντας τη φανέλα των «κανονιέρηδων», θα ονειρεύονται να του μοιάσουν.