Σχεδόν σε όλα τα ευρωπαϊκά συμβούλια μετά το Μάαστριχτ, οι Ευρωπαίοι ηγέτες ασχολούνταν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με την Τουρκία, ενώ σε κάθε συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, είτε σε κάποιο ψήφισμα είτε στην ώρα του κοινοβουλευτικού ελέγχου, το θέμα της Τουρκίας ερχόταν στην επιφάνεια με αφορμή το Κυπριακό και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Από το 1995, που η Ελλάδα αποφάσισε να άρει το βέτο της στην τελωνειακή ένωση της Τουρκίας με την Ε.Ε., σταδιακά άρχισε να εμφανίζεται με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση το ζήτημα της έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων της γειτονικής χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η ελληνική διπλωματία συνέδεσε αυτό το ενδεχόμενο με την ένταξη της Κύπρου στην Ένωση, χωρίς να έχει προηγηθεί η λύση του Κυπριακού. Η στρατηγική αυτή, που οφείλει πολλά στον αδικοχαμένο Γιάννο Κρανιδιώτη, έφερε αποτέλεσμα και η Κύπρος έγινε μέλος της Ενωμένης Ευρώπης. Εντούτοις, αυτή η επιτυχία ήταν «μισή», αφού παρέμενε ανοιχτό το θέμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας, που δεν αναγνώριζε την Κυπριακή Δημοκρατία, δημιουργώντας σοβαρές επιπλοκές στις σχέσεις του τριγώνου Ε.Ε. (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας), Κύπρου και Τουρκίας.
Μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του '90 οι ευρωπαϊκές χώρες που δεν επιθυμούσαν την ένταξη της Τουρκίας στην Ένωση οχυρώνονταν πίσω από το βέτο και τις αντιδράσεις της Ελλάδας. Όταν η ελληνική πλευρά άλλαξε στάση, επειδή θεώρησε ότι η υποστήριξη της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας θα λειτουργούσε κατευναστικά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι ευρωπαϊκές χώρες που δεν επιθυμούσαν το ενδεχόμενο μιας μελλοντικής –έστω και στο πολύ μακρινό μέλλον– ένταξης της Τουρκίας, βρέθηκαν εκτεθειμένες και δεν ήξεραν πώς να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κρατών δεν επιθυμεί την ένταξη της Τουρκίας έχει αποτυπωθεί ξεκάθαρα στα συμπεράσματα του Συμβουλίου Κορυφής των Βρυξελλών τον Δεκέμβριο του 2004.
Οι 25 θα ξεκινήσουν τις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία με «ανοιχτό τέλος», όπως σημειώνεται, πράγμα που σημαίνει ότι η ένταξη δεν είναι καταληκτικός στόχος. Μπορεί, δηλαδή, οι διαπραγματεύσεις να καταλήξουν σε μια ειδική σχέση κάποιας μορφής που δεν έχει προσδιοριστεί, γεγονός που συμβαίνει για πρώτη φορά στην κοινοτική ιστορία. Μέχρι τώρα όποια χώρα ξεκινούσε τις διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε. αυτές κατέληγαν στην ένταξη. Πρέπει επίσης να σημειωθεί πως στα συμπεράσματα του Συμβουλίου των Βρυξελλών υπάρχουν δύο τομείς που εξαιρούνται των ευεργετημάτων που απολαμβάνουν οι συνδεδεμένες με την Ένωση χώρες, μία ακόμα απόδειξη του γεγονότος ότι οι Τούρκοι είναι ανεπιθύμητοι στην Ε.Ε. Πρόκειται για τους τομείς της ελεύθερης μετακίνησης των Τούρκων πολιτών στην Ε.Ε. (2 στους 3 Τούρκους είναι κάτω των 25 ετών) και του τουρκικού γεωργικού τομέα (που δεν θα πάρει επιδοτήσεις και οικονομική βοήθεια από την Ε.Ε.).
Ενδεχόμενη ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. θα έχει σοβαρές πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις στη λειτουργία της Ενωσης. Η ένταξή της θα έχει ένα κόστος της τάξης περίπου των 30 δισ. ευρώ, ενώ θα επηρεαστεί και η ισορροπία των ψήφων των κρατών-μελών στον μηχανισμό της λήψης των αποφάσεων, λόγω του μεγέθους της Τουρκίας, που θα είναι η χώρα με τον μεγαλύτερο πληθυσμό στην Ε.Ε. Η ελληνική στρατηγική υποστήριξης της τουρκικής ένταξης έχει πλέον αποδειχθεί ότι δεν λειτουργεί «κατευναστικά» στην τουρκική επιθετικότητα Είναι ένα καμένο χαρτί. Ενα χαρτί που λειτουργούσε εφησυχαστικά για την ελληνική εξωτερική πολιτική, όπως η τρύπα στο έδαφος για τη στρουθοκάμηλο. Ηταν μια πολιτική άρνησης της πραγματικότητας. Και, απ' ό,τι φαίνεται, η εναλλακτική πρόταση κινείται μεταξύ κουμπαριάς και ζεϊμπέκικου.
Από ομιλία του Κ. Καραμανλή στη Βουλή στις 15/12/99
«…Υπάρχει μια μεγάλη αλήθεια. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης που απειλείται. Αυτή την αλήθεια πρέπει να τη θυμόμαστε πάντα. Και να την αντιμετωπίζουμε όχι με ξόρκια, αλλά με στρατηγική, όραμα και συνεχή προσπάθεια. Η Τουρκία, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν είναι μια οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα. Είναι, δυστυχώς, κατά βάση ένα μιλιταριστικό καθεστώς που φιλοδοξεί να παίξει τον ρόλο της περιφερειακής υπερδύναμης.
Που κατέχει με τη βία των όπλων ένα κομμάτι της Κύπρου. Που έχει ρητά εκφρασμένες και συνεχώς επαναλαμβανόμενες βλέψεις κατά της Ελλάδας. Που αξιώνει οι γείτονές της -μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα- να προσαρμόζονται στις δικές της αυθαίρετες απαιτήσεις. Που βρίσκει, επιπλέον, τελικά αρκετή υποστήριξη διεθνώς. Αυταπάτες δεν επιτρέπονται. Υπάρχει μια ιστορική εμπειρία που δεν μπορεί ακίνδυνα να διαγράφεται. Από το 1973, με τη διεκδίκηση τμήματος της αιγαιακής υφαλοκρηπίδας και αμέσως μετά με την εισβολή της στην Κύπρο, η Τουρκία εγκαινίασε μια επιθετική, επεκτατική πολιτική σε βάρος του Ελληνισμού.
Έκτοτε επιμένει να κατασκευάζει μονομερείς διεκδικήσεις και να τις προβάλλει σαν διμερείς διαφορές. Απαιτεί αναθεώρηση του status quo στο Αιγαίο. Αρνείται να δεχθεί τις Διεθνείς Συνθήκες, το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας. Μας απειλεί διαρκώς με πόλεμο. Είναι γνωστή η απόφαση της Εθνοσυνέλευσης για το casus belli. Δεν μπορεί να μας διαφεύγει ότι και λίγες ακόμα ημέρες πριν από το Ελσίνκι επέσειε απειλές πολεμικής έντασης.
Κανένας δεν δικαιούται να ξεχνά ότι μετά την έγκριση της τελωνειακής ένωσής της με την Κοινότητα, το αντάλλαγμα που μας επιφύλαξε η γειτονική χώρα ήταν τα Ιμια και αμέσως μετά οι ισχυρισμοί της για δήθεν “γκρίζες ζώνες” στο Αιγαίο. Αποβλέποντας στην ανατροπή του υφιστάμενου αιγαιακού καθεστώτος, η Τουρκία επιμένει να συμπεριφέρεται ως αποσταθεροποιητικός παράγοντας στην περιοχή, ως διεθνής ταραξίας. Και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Αυτό ήταν το βασικό πρόβλημα που καλούμασταν στο Ελσίνκι να ξαναδούμε κατάματα. Και αυτό το βασικό πρόβλημα, παρά τις αρχικές κυβερνητικές θριαμβολογίες, είναι ήδη σαφές ότι δεν θα φύγει από μόνο του. Δεν θα ξορκιστεί με τις ευχές σας. Και θέλω εδώ να τονίσω ότι, αθέλητα ίσως, μπορεί να κάνουν σοβαρότατη εθνική ζημία όσοι, στο όνομα κάποιας δήθεν εκσυγχρονιστικής νοοτροπίας, θεωρούν τη γειτονιά μας Σκανδιναβία…». ΜΑ ΚΑΛΑ, ΑΥΤΟΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΚΟΥΜΠΑΡΟΙ ΜΑΣ;