Πριν από τους προχθεσινούς δύο πρώτους τελικούς (τον μεγάλο και τον μικρό) του πρωταθλήματος μπάσκετ, οι μεν Παναθηναϊκός και Αρης βρίσκονταν σε αγωνιστική απραξία 10 ολόκληρων ημερών, οι δε Ολυμπιακός και Μαρούσι ήταν ακόμα... ιδρωμένοι και... λαχανιασμένοι από τις πέντε μεταξύ τους σκληρές αναμετρήσεις των ημιτελικών.
Πολύς κόσμος πίστευε ότι αυτή η διαφορά θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο της υπέρ των δύο ομάδων που είχαν ξεκουραστεί. Όμως, για μια ακόμα φορά, αποδείχτηκε ότι το σημαντικότερο πράγμα για μια ομάδα είναι να μη χάσει τον αγωνιστικό της ρυθμό, ο οποίος, τελικά, μόνο με έναν τρόπο διατηρείται: τα παιχνίδια.
Στην αναμέτρηση Αμαρουσίου-Άρη, τα συμπτώματα ήταν κάτι παραπάνω από εμφανή -ίσως επειδή από την πλευρά των Θεσσαλονικέων ήταν που ήταν στραβό το κλήμα, το έφαγε και ο γάιδαρος και απόγινε... Ταυτόχρονα το Μαρούσι παρουσίασε την εντελώς αντίθετη εικόνα, η οποία συνίστατο σε υψηλή συγκέντρωση, σοβαρότητα, πειθαρχία και φανατική προσήλωση στα αμυντικά του καθήκοντα.
Αποτέλεσμα όλων αυτών μια διά περιπάτου επικράτηση του Αμαρουσίου -πολύ πιο εύκολη απ' ό,τι δείχνει το τελικό σκορ, το οποίο είναι τελείως πλασματικό.
Στο άλλο μέτωπο, εκείνο του μεγάλου τελικού ανάμεσα στον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό, η διαφορά ετοιμότητας μεταξύ των δύο ομάδων μπορεί τελικά να μην έκανε τη διαφορά σε σχέση με το αποτέλεσμα, αλλά σίγουρα συνέβαλε στις εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν.
Και ποιες ήταν αυτές οι εντυπώσεις, παρακαλώ; Μα ότι ο Ολυμπιακός έδειξε τα δόντια του στον Παναθηναϊκό και τον προειδοποίησε ότι αν του ξαναδώσει μια ευκαιρία σαν την προχθεσινή, δεν πρόκειται να την αφήσει να πάει χαμένη!
Πολλοί είπαν ότι προχθές στο ΟΑΚΑ ο Ολυμπιακός έχασε (ανεξαρτήτως διαφοράς στο σκορ) όπως και στον αγώνα της κανονικής περιόδου. Πάλεψε, δηλαδή, στα ίσα μέχρι τα μέσα του γ' δεκαλέπτου και μετά παραδόθηκε στα δικά του λάθη και την αυξημένη εμπειρία του αντιπάλου του. Ναι, μόνο που τότε έχασε με σχεδόν 20 πόντους διαφορά, ενώ προχθές, παρ' ότι βρέθηκε πίσω με 14, επέστρεψε και πήγε το ματς στο ένα σουτ (το έχασε ο Λιούις...), στο ένα καλάθι!
Από την άποψη αυτή θα έλεγα, λοιπόν, ότι η προχθεσινή ήττα του Ολυμπιακού έμοιαζε περισσότερο με εκείνη που αποχαιρέτησε την Ευρωλίγκα, δηλαδή τη 2η ήττα από τη Μακάμπι για τα πλέι οφ στο Τελ Αβίβ. Οπως κι αν έχει, πάντως, τα ζητούμενα για τους «ερυθρόλευκους» είναι δύο: μεγαλύτερη διάρκεια και καλύτερη αποτελεσματικότητα στις κρίσιμες στιγμές.
Και ο Παναθηναϊκός; Γνώρισε μία ακόμα ισχυρή δοκιμασία, από την οποία βγήκε άθικτος και τώρα ελπίζει βάσιμα ότι στα επόμενα ματς θα ξαναβρεί τον αγωνιστικό ρυθμό που είχε στα ημιτελικά εναντίον του Άρη. Όμως, η πιο ευχάριστη διαπίστωση για τον πρωταθλητή ήταν η αγωνιστική αναγέννηση του Δημήτρη Διαμαντίδη, την οποία περίμενε πάρα πολύ καιρό και την είδε ξαφνικά μπροστά του, στην κρισιμότερη φάση του πρωταθλήματος.
Ο Διαμαντίδης λοιπόν! Αρίστευσε στη δημιουργία βάζοντας υποδειγματικά την μπάλα μέσα στη ρακέτα -δηλαδή εκεί που επιθετικά θεμελιώθηκε η νίκη του πρωταθλητή. Ταυτόχρονα, πήρε και ο ίδιος με πολύ έξυπνο τρόπο τις τελικές προσπάθειες που του αναλογούσαν, ενώ και στην άμυνα η παρουσία του ήταν καταλυτική. Τολμώ δε να πω ότι αν δεν υπέπιπτε στο 4ο φάουλ του και έμενε στο παιχνίδι, ο Ολυμπιακός δεν θα μπορούσε να καλύψει τη διαφορά και να απειλήσει ξανά τον Παναθηναϊκό.
Όσον αφορά συνολικά το παιχνίδι, ο Παναθηναϊκός ταλαιπωρήθηκε και αμφισβητήθηκε από τον Ολυμπιακό, στο διάστημα (α' ημίχρονο) που πήγε να κερδίσει διά της επίθεσης και του ταχύτατου ρυθμού. Η αλήθεια είναι ότι τότε ο κόσμος ευχαριστήθηκε μπάσκετ, καθώς οι επιθέσεις εκδηλώνονταν και από τη μία και από την άλλη με ταχύτητα αστραπής και τα καλάθια έπεφταν σαν τη βροχή, όμως ο Παναθηναϊκός έγινε το αφεντικό του αγώνα όταν τίμησε τις παραδόσεις!
Κι αυτό συνέβη στο γ' δεκάλεπτο, όταν έδωσε μεγάλη έμφαση στην αμυντική πίεση, υποχρέωσε τον Ολυμπιακό σε πολλά λάθη και έτσι τον κράτησε σε χαμηλή επιθετική παραγωγικότητα. Ένα μέρος του «πράσινου» παιχνιδιού που πάντως εντυπωσίασε, ήταν ο τρόπος και η αποτελεσματικότητα με την οποία έμπαινε σταθερά η μπάλα μέσα στην αντίπαλη ρακέτα, γεγονός που κατέρριψε σε μεγάλο βαθμό τον μύθο ότι το επιθετικό παιχνίδι του Παναθηναϊκού βασίζεται κατά κύριο λόγο στο εξωτερικό σουτ.
Εκείνος που πόνταρε πάρα πολλά στο μακρινό σουτ, και η αλήθεια είναι ότι δεν αποκόμισε και λίγους καρπούς, ήταν ο Ολυμπιακός, ο οποίος με τους Μπάρλο, Χατζή και Λιούις βομβάρδισε το «πράσινο» καλάθι έξω από τη γραμμή των 6,25 μ. Εκτός από εξωτερικό σουτ, ο Ολυμπιακός είχε ριμπάουντ, ταχύτητα και πάθος. Και μάλιστα αυτό το τελευταίο, σε τόσο μεγάλο βαθμό που πολλές φορές οδήγησε σε αχρείαστα και τελικά επιζήμια φάουλ.
Τι δεν είχε ο Ολυμπιακός; Την εμπειρία του Παναθηναϊκού στην αντιμετώπιση των δύσκολων καταστάσεων. Επίσης δεν είχε την αποτελεσματικότητα που θα περίμενε στις άμυνες ζώνης που δοκίμασε. Και τέλος, δεν πήρε πολλά από τα περισσότερα ατού του: ο Ζίζιτς, καλύτερος παίκτης του στα πλέι οφ, φορτώθηκε γρήγορα με φάουλ, ο Εντνι δεν άντεξε το ανελέητο κυνηγητό των αντίπαλων περιφερειακών, ο Σχορτσιανίτης ηττήθηκε από τους ψηλούς του Παναθηναϊκού.
***
Σε τέτοια ματς συνήθως γίνεται πολύς λόγος για την ατμόσφαιρα και τη διαιτησία. Προχθές οι οπαδοί του Παναθηναϊκού, που ήταν πάντως λιγότεροι του αναμενομένου, τηρουμένων των αναλογιών πήραν πολύ καλό βαθμό. Η αλήθεια είναι βεβαίως ότι δεν τους έδωσαν ευκαιρίες να παρεκτραπούν, ούτε οι αντίπαλοι ούτε οι διαιτητές. Ειδικότερα μάλιστα με τους τελευταίους, μπορεί να πει κανείς ότι οι οπαδοί του Παναθηναϊκού ήταν ευνοϊκά διακείμενοι, πριν ακόμα αρχίσει το παιχνίδι. Σε αντίθεση με την πλευρά των «ερυθρολεύκων», η οποία προεξοφλούσε ότι θα πάθαινε ζημιά από τα σφυρίγματά τους...
Τελικά, οι Ζαβλανός, Παπαδημητρίου, Σχοινάς «ήρθησαν εις το ύψος των περιστάσεων». Τα φάουλ για τα οποία φωνάζει ο Ολυμπιακός έγιναν σχεδόν όλα από απειρία και υπερβάλλοντα ζήλο. Εκείνο που ήταν λάθος, ήταν το πρώτο από τα δύο επιθετικά που κέρδισε ο Σπανούλης σε κρίσιμο σημείο. Όμως οι διαιτητές είχαν την πρόθεση να απονείμουν δικαιοσύνη. Γι' αυτό ο Ολυμπιακός επέστρεψε από τους 11 πόντους και απείλησε, γι' αυτό και, μετά το άστοχο σουτ του Λιούις, δεν του αρνήθηκαν δύο αλλεπάλληλες ευκαιρίες στο πιο καθοριστικό σημείο του αγώνα.