Ένα θερινό φάντασμα πλανιέται πάνω από τον Ολυμπιακό: η ανησυχία, την οποία τρέφει τμήμα οπαδών -ίσως όχι το μεγαλύτερο, αλλά ούτε και ευκαταφρόνητο: ότι οι πολλοί ξένοι παίκτες θα αλλοιώσουν ορισμένα καλά χαρακτηριστικά της ομάδας. Ποια είναι αυτά;

Είναι, λέει, πρώτον: η καλή διάθεση και ο ενθουσιασμός γηγενών παικτών που χάνουν τη θέση τους στη βασική εντεκάδα -λες και δεν οφείλουν άπαντες να αποδείξουν με την απόδοσή τους ότι αξίζουν. Δεύτερον, το πάθος της ομάδας: σύμφωνα με το γνωστό κλισέ, οι Ελληνες παίκτες είναι -κυρίως- αυτοί που «τα δίνουν όλα», ειδικά στα ντέρμπι. Τρίτον, η παροιμιώδης αυτοπεποίθηση της ομάδας, εφόσον παραδίδουν τη σκυτάλη κάμποσοι παίκτες από όσους παρείχαν όλα αυτά τα χρόνια τεκμήρια υπεροχής έναντι του έμψυχου υλικού των άλλων συλλόγων. Λες κι οποιοσδήποτε Έλληνας «νεοσύλλεκτος» (στην ομάδα) θα «κληρονομήσει» αυτό το αίσθημα ανωτερότητας.

Είδατε τι (αναγκαζόμαστε να) συζητάμε, λίγες εβδομάδες αφότου οι δύο καλύτερες ομάδες της Ευρώπης παρατάχθηκαν στον αγωνιστικό χώρο του «Σταντ ντε Φρανς» με 17 ξένους παίκτες στο σύνολο των είκοσι δύο; Αλλά, βέβαια, εδώ είναι Ελλάδα. Εδώ πάντοτε κάποιες «ειδικές συνθήκες» αναγορεύονται σε ανάχωμα, πάνω στο οποίο προσκρούουν τα πάντα: αλλαγές ρότας, κινήσεις ανανέωσης ή υπέρβασης (αυτό που λέμε «ψηλότερα ο πήχης») -κι αυτή ακόμη η κοινή λογική.

Πώς πείραζαν τους φίλους του Ολυμπιακού οι οπαδοί των άλλων ομάδων, τέτοιες ημέρες πριν από δύο χρόνια (Euro 2004); «Εσείς που έχετε σαρώσει τα πάντα στην Ελλάδα ελάχιστους παίκτες δίνετε στην Εθνική». Γιατί συνέβαινε αυτό; Διότι, απλούστατα, ο Ολυμπιακός ήταν η ομάδα του Τζόρτζεβιτς, του Ζιοβάνι, του Καρεμπέ, του Ζέτερμπεργκ, του Ζε Ελίας. Αυτά -μαζί με Γεωργάτο, Γιαννακόπουλο, Αλεξανδρή- ήταν τα «βαριά χαρτιά» των «ερυθρολεύκων» στο χρηματιστήριο του ελληνικού πρωταθλήματος. Με αυτά θριάμβευαν. Ακόμη και ο ανόρεχτος για μπάλα στην Ελλάδα Ζλάτκο Ζάχοβιτς πρόλαβε να πιστωθεί πολύτιμη συμβολή στην κατάκτηση ενός τίτλου.

Πόσο άργησε ο Τζόρτζεβιτς να «συνειδητοποιήσει», λόγου χάρη, τι σημαίνει ένα ντέρμπι εναντίον του Παναθηναϊκού; Περίπου όσο κι ο Ριβάλντο. Όσο και οι Αναστασίου-Κυργιάκος θα «δυσκολεύτηκαν» να κατανοήσουν (οποίον πολύπλοκο μαθηματικό πρόβλημα!) τι το ιδιαίτερο αποπνέει το Αγιαξ-Φέγενορντ και το Ρέιντζερς-Σέλτικ, αντιστοίχως. Αστεία πράγματα.

Στη μεταβατική φάση που θα διανύσει -αναπόφευκτα- ο Ολυμπιακός, τα κρίσιμα ερωτήματα αφορούν στο πόσο γρήγορα και καλά οι νέοι θα προσαρμοστούν και θα «δέσουν» με τους «παλιούς». Πόσο αποδίδουν όλοι κι ο καθένας χωριστά. Οι απαντήσεις προκύπτουν από το γήπεδο, όχι από διαβατήρια και έγγραφα ιθαγένειας. Η τελευταία κινδυνολογική γραμμή άμυνας επικαλείται κάποια απροσδιόριστη «ιδιορρυθμία» του κόσμου της ομάδας: «Οι γαύροι ξενερώνουν με τους πολλούς ξένους». Μπα; Από πότε;

Στη χαραυγή της δεκαετίας του '70 οι γαύροι δεν λάτρεψαν την ομάδα των Λατινοαμερικανών και των ομογενών από Γαλλία και Αυστρία; Για τον Πολέτι δεν έτρεχαν στο αεροδρόμιο με αχαλίνωτο ενθουσιασμό; Για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, ο Ολυμπιακός ήταν περισσότερο «ξένη» ομάδα από όσο φαντάζουν σήμερα οι μεγαλύτεροι ευρωπαϊκοί σύλλογοι! Στα χείλη των οπαδών γίνονταν συνθήματα τα ονόματα του Υβ Τριαντάφυλλου, του Βιέρα και του Λοσάντα- όχι του Συνετόπουλου ή του Σταυρόπουλου. Ούτε καν του μεγάλου Δεληκάρη!

Οι «γαύροι» δεν λάτρεψαν την ελληνοαμερικανική πεντάδα μπάσκετ στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '70; Στα τελευταία 20 χρόνια, λίγες φορές μνημόνευσαν νοσταλγικά το Νοβοσέλατς; Ο κόσμος συνήθως κρίνει εκ του αποτελέσματος και της προσφοράς καθενός και καλά κάνει. Άλλοι δεν κάνουν καλά, χρεώνοντας στους οπαδούς τη δική τους γκρίνια. Αν πιστέψουμε ότι είμαστε -και ποδοσφαιρικά- «έθνος ανάδελφον», όπως έλεγε κάποτε ο Χρ. Σαρτζετάκης, θα παίζουμε τόπι... ανάμπαλον.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube