Ο Ιβάν Σαββίδης φέρεται σαν μαυραγορίτης. Περίμενε μέχρι να εξαθλιωθεί ο ΠΑΟΚ για να απαιτήσει ένα δυσανάλογο αντίτιμο για την προσφορά του. Ο Ιβάν Σαββίδης πάει να πάρει τον ΠΑΟΚ και το γήπεδο της Τούμπας με 3 εκατ. ευρώ, ποσό μικρότερο από όσα έβαλε η ομάδα του Ντέμη Νικολαΐδη για να πάρει την ΑΕΚ και με πολύ μικρότερο ρίσκο. Το μόνο που χρειάστηκε ήταν να παίξει στο χαρτί της απελπισίας του φτωχού ένα παιχνίδι που μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης έχει παιχτεί πολύ καλά στη Ρωσία.
Για να παιχτεί το παιχνίδι χρειάζεται ένα αδύναμο κράτος. Ο Σαββίδης έκανε το τεστ με την εγγυητική της Εθνικής και κατάλαβε ότι η κυβέρνηση μασάει από εκβιασμούς. Βρέθηκε μια κρατική τράπεζα να δώσει την εγγυητική που καμία ιδιωτική δεν έδινε. Για να υπάρχει αντικείμενο χρειάζεται ένα περιουσιακό στοιχείο για εκμετάλλευση. Ήταν η Τούμπα που μοιάζει να είναι το μόνο που ενδιαφέρει τον Σαββίδη. Μετά χρειάζεται ένα παραμύθι για το μέλλον. Εδώ εμφανίζεται η ιστορία του Αμπράμοβιτς. Επειδή είναι σαφές ότι ο Σαββίδης ουδόλως ενδιαφέρεται για τον ΠΑΟΚ, μπαίνει το παράδειγμα του Αμπράμοβιτς για να πειστεί ο κόσμος ότι ο πατριώτης από τη Ρωσία ψάχνει για καταξίωση.
Ο Ιβάν Σαββίδης σίγουρα δεν ψάχνει για καταξίωση. Γιατί με το να αφήνει τον ΠΑΟΚ να κινδυνεύει να μείνει έξω από το ΟΥΕΦA για 3 εκατ. ευρώ, δεν φτιάχνει την εικόνα του ζάπλουτου Ρώσου αλλά του περιορισμένων δυνατοτήτων εύπορου ανθρώπου (στην καλύτερη) και του αρπακτικού (στη χειρότερη των περιπτώσεων). Τώρα τι σόι καταξίωση είναι να φτιάξεις την εικόνα ενός εύπορου αλλά τσιγκούνη Ρώσου ή ενός κορακιού που θα περίμενε τη χήρα να πεινάσει μέχρι να τις φάει το σπίτι, εμένα τουλάχιστον μου διαφεύγει. Ο Σαββίδης έψαχνε για ένα καλό οικόπεδο. Το βρήκε στην Τούμπα. Μια τυχάρπαστη κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει το εμπορικό του εγχείρημα. Τη βρήκε, έστω και αν χρειαστεί το εμπορικό κέντρο να έχει και γήπεδο μιας ομάδας. Επίσης, βρήκε έναν Τύπο που για να ικανοποιεί τον λαό του ΠΑΟΚ έχει ανάγκη να ανακαλύπτει έναν σωτήρα του ΠΑΟΚ ανά πενταετία.
Η συνταγή έχει ολοκληρωθεί. Κάποιες μικρές αντιδράσεις τύπου Ζουράρι θα θαφτούν στον λαϊκισμό «ο ΠΑΟΚ είναι πολύ μεγάλος για να βρεθεί στις μικρές κατηγορίες», ο οποίος βασίζεται στην ενστικτώδη ανάγκη του ΠΑΟΚτσή να λέει στους αρειανούς ότι μόνο αυτοί έχουν πέσει. Γιασάν και γιασασίν στον Ιβάν Σαββίδη, τον πρώτο μάγκα της Σοβιετικής Ένωσης, που κατάλαβε ότι εμείς δεν είμαστε Εγγλέζοι για να χρειαστεί να δίνει, αλλά Έλληνες που μπορεί να τα πάρει. Καλοφάγωτα λοιπόν και ας περιμένουμε τον επόμενο σωτήρα. Για τον οποίο έχω μια διαίσθηση ότι για να εμφανιστεί δεν θα χρειαστεί πενταετία.
Πέρυσι το ΟΑΚΑ ήταν γεμάτο. Φέτος στην πρώτη ειδική διαδρομή πήγαν 40 χιλιάδες θεατές. Στη δεύτερη πήγαν επτά χιλιάδες. Και του χρόνου επτά θα πάνε στην πρώτη και στη δεύτερη τρεις. Διότι το μεγαλύτερο πρόβλημα του ελληνικού αθλητισμού είναι ότι όταν βρίσκει κάτι καλό, το μόνο που κάνει είναι να το επαναλαμβάνει μέχρι να το εξοντώσει. Ετσι έγινε με την ειδική εντός σταδίου του Ράλλυ Ακρόπολις. Ετσι έχει γίνει και με τις ποδοσφαιρικές μεταδόσεις, που ξεκίνησαν με ένα ματς την εβδομάδα για να φτάσουμε να δείχνουμε τον Ηρακλή να παίζει εναντίον της Καλαμαριάς -τέλος της σεζόν- σε αδιάφορο ματς. Μετάδοση που αν γινόταν σε δικτατορία σαν ποινή, η Διεθνής Αμνηστία θα είχε βραχνιάσει να ξεφωνίζει.
Το πρόβλημα της υπερπροβολής είναι ένα από τα πρώτα που απασχολούν τη Σούπερ Λίγκα. Το να φτηναίνει το ποδόσφαιρο με τη μετάδοση αδιάφορων, ασήμαντων, βαρετών αγώνων μόνο και μόνο για να γεμίζει το τηλεοπτικό πρόγραμμα. Το δεύτερο πρόβλημα που απασχολεί τη Σούπερ Λίγκα είναι οι ώρες της προβολής των αγώνων. Είναι και ο λόγος που ο Ολυμπιακός προτίμησε την ΕΡΤ από τον Alpha, επειδή υπέθετε ότι θα ακολουθηθεί η περσινή τακτική να μεταδίδονται ματς το βράδυ της Δευτέρας ώστε να δυναμώνει το πρόγραμμα του καναλιού. Το θέμα, όμως, για τη Σούπερ Λίγκα δεν είναι μόνο οι μεταδόσεις της Δευτέρας, αλλά και η ώρα των μεταδόσεων. Πέρυσι όλοι θυμούνται ματς να αρχίζουν στις 5 το απόγευμα του Σαββάτου, στις 7, στις 9, νωρίς το απόγευμα της Κυριακής, αργά το απόγευμα, το βράδυ, αργά το βράδυ και πιθανότατα να έγινε και κάποιο μεταμεσονύχτιο που δεν πήρα είδηση. Οπως και δεν το πήραν οι υπόλοιποι ποδοσφαιρόφιλοι.
Γιατί οι ελληνικές ομάδες μες στην απληστία τους μέχρι πρόσφατα υπέγραφαν συμβόλαια τα οποία παραχωρούσαν το δικαίωμα στα κανάλια να δείχνουν ματς ό,τι ώρα γούσταραν, εκτός από το δίωρο της Κυριακής που υποτίθεται ότι έμενε κενό μεταδόσεων για να πηγαίνουν οι οπαδοί στο γήπεδο. Και να βλέπουν τη Σούπα της Εβδομάδας, αφού σε αυτό το δίωρο έμπαινε το χειρότερο ματς της αγωνιστικής με το μικρότερο τηλεοπτικό ενδιαφέρον. Αντικείμενο της πολιτικής της Σούπερ Λίγκας είναι να δημιουργήσει στάνταρ χρόνους για αγώνες με ή χωρίς τηλεοπτική μετάδοση. Για να δημιουργήσει τη συνήθεια στο κυριακάτικο ματς, κάτι σαν την αντίστοιχη των αγώνων του Τσάμπιονς Λιγκ που ο καθένας ξέρει ότι αρχίζουν πάντα στις δέκα παρά τέταρτο. Στην Ελλάδα σπανίως προβληματιζόμαστε για τη συμπεριφορά μας. Παράδειγμα, ο τρόπος της φιλοξενίας μας.
Στην Ελλάδα έχουμε δύο τύπους φιλοξενιών. Μία που κλασικά βλέπουμε στο ποδόσφαιρο. Αυτή που δίνει τα υπέροχα κείμενα: «Με φωτοβολίδες και άλλα αντικείμενα υποδέχτηκαν οι οπαδοί των γηπεδούχων την ομάδα των φιλοξενουμένων». Εχουμε και την άλλη, τύπου 2004. Οπου δουλικά υπηρετούμε τους ξένους. Οπου στέλνουμε τον διευθυντή να ασχολείται με το πόση μουστάρδα έχουν τα σάντουιτς, αν η κόκα κόλα είναι κρύα, όπως έκανε ο Σπύρος Καπράλος
-σήμερα πρόεδρος του χρηματιστηρίου- για λογαριασμό της Μαντάμ στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου του 1997. Μπορούμε να γινόμαστε γαϊδούρια ή Χατζιαβάτες. Δεν ξέρουμε να γινόμαστε οικοδεσπότες. Οχι για το «δωρεάν», αφού τα έξοδα μιας τριήμερης παραμονής στην Κρήτη δεν κάνουν την παραμικρή διαφορά στα οικονομικά μου, αλλά για την ποιότητα της φιλοξενίας και την οργάνωση μπορώ να γράψω ότι το Aegean Pro Am Open ήταν ό,τι κοντινότερο υπάρχει στα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Η φιλοξενία έχει να κάνει και με το πάθος του οικοδεσπότη και αυτούς που το μοιράζονται. Στη συγκεκριμένη περίπτωση του ιδιοκτήτη της Aegean Θόδωρου Βασιλάκη. Βρισκόμαστε στη 15η τρύπα και οι σκιές είχαν αρχίσει να μακραίνουν επικίνδυνα. Κάποιος μπροστά μας καθυστερούσε το παιχνίδι. Ενας Αγγλος διαιτητής πλησίασε την τετράδα μας. «Sorry for the delay», άρχισε τη φράση. Μετά μας διαβεβαίωσε ότι η τετράδα που έπαιζε μπροστά μας και καθυστερούσε έχει ειδοποιηθεί να κάνει πιο γρήγορα. «...Βut you know how it is sometimes», τελείωσε τη φράση. Μήπως δεν το ξέραμε όλοι μας. Αυτός που καθυστερούσε το παιχνίδι ήταν ο διοργανωτής του. Ο Θόδωρος Βασιλάκης, που το παιχνίδι του δεν πήγαινε καλά και έπαιρνε περισσότερο χρόνο να σκεφτεί το κάθε χτύπημα. Οταν κάποιος φτιάχνει ένα τουρνουά των δεκάδων χιλιάδων ευρώ και είναι πρόθυμος να ξεχάσει ότι είναι διοργανωτής και νιώθει σαν παίκτης, η διοργάνωση μπορεί να αργήσει ένα τέταρτο, αλλά μπροστά στο πάθος υποκλίνομαι.