Είμαι αρκετά μεγάλος. Οχι κατ’ ανάγκη και ώριμος άνθρωπος. Τις Κυριακές, ό,τι κι αν γίνει, πάντα βρίσκω χρόνο για να ασχοληθώ –να παίξω, δηλαδή– με τη συλλογή μου από μολυβένια στρατιωτάκια. Ευτυχώς ή δυστυχώς, ακόμα δεν έχω παιδιά για να μοιραστώ μαζί τους τη χαρά του παιχνιδιού. Πολλές φορές ακούω από άλλους ανθρώπους με ίδιες συλλογές ότι τις κρατάνε μακριά από όλους και ότι συμπεριφέρονται στα στρατιωτάκια τους, όπως ο φιλάργυρος στις λίρες του. Ανοίγουν για λίγο την κασέλα όπου τα έχουν κρύψει, τα χαϊδεύουν με ένα είδος μοχθηρής ευχαρίστησης, κοιτώντας τριγύρω καχύποπτα μήπως κάποιος παρείσακτος βρίσκεται κοντά τους και ρίξει καμιά κλεφτή ματιά στον «θησαυρό» τους. Εναν «θησαυρό» που δεν μοιράζονται με κανέναν.
Τι νόημα έχουν, όμως, τέτοιοι θησαυροί, αν δεν τους μοιράζεσαι; Τα στρατιωτάκια, όπως και τα αυτοκινητάκια, είναι για να παίζεις μαζί τους. Αν τα «φυλακίσεις» σε ένα δικό σου αυτοσχέδιο μουσείο, με μαύρη λάκα ή κρύσταλλο, είναι σαν να σκοτώνεις τις αναμνήσεις του παιδιού που κάποτε υπήρξες και που αντέχεις ακόμα να κουβαλάς. Και χωρίς αναμνήσεις από την παιδική ηλικία, θα φοβάσαι πάντα τα γηρατειά. Όσο μάλιστα περνάνε τα χρόνια, θα φοβάσαι όλο και περισσότερο. Είμαι αρκετά μεγάλος.
Τόσο που οι μνήμες μου, εκτός από μολυβένια στρατιωτάκια αραδιασμένα σε φωτεινές βιτρίνες παιχνιδάδικων (που, όταν ήμουν παιδί, μπορούσα να χαζεύω και να παίζω μαζί τους μόνο στη φαντασία μου), οι μνήμες μου –λέω– είναι «ασπρόμαυρες», όταν σκέφτομαι το Παγκόσμιο Κύπελλο. Το πρώτο μου Παγκόσμιο Κύπελλο έγινε όλο μέσα σε μια ασπρόμαυρη Φίλιπς, είκοσι τεσσάρων ιντσών. Και το δεύτερο, το ίδιο. Και το τρίτο. Χρώμα στις αναμνήσεις μου το Παγκόσμιο Κύπελλο απέκτησε με τον Σόκρατες, τον Ντιέγκο, τον Σιρέα, τον Μπράιτνερ, τον Ρόσι, τον Πλατινί, τον Μπόνιεκ. Στην Ισπανία, το '82. Ομως, τίποτα δεν μπορεί να ξεπεράσει την ένταση της πρώτης φοράς. Της μαυρόασπρης.
Τότε, που σε μια μικρή αυλή στα προσφυγικά, στον Ταύρο, ένα καλοκαιρινό βράδυ καθίσαμε όλα τα παιδιά της γειτονιάς για να χαζέψουμε τους ήρωες που κοιμούνταν κάτω από το μαξιλάρι μας. Εκεί που βάζαμε τα χαρτάκια με τις εικόνες των ποδοσφαιριστών που μπορεί να μας έφερναν το υπέρτατο δώρο. Μια δερμάτινη μπάλα, αν βρίσκαμε το χαρτάκι με τη σφραγίδα, φυσικά.
Μια σφραγίδα που, όπως ακούγαμε στο σχολείο, έπεφτε σαν μια μυστήρια βόμβα χαράς σε άλλες γειτονιές γύρω μας, αλλά ποτέ στη δικιά μας, γαμώ την ατυχία μας. Κάποια στιγμή, τον κυρ-Μανόλη που είχε το ψιλικατζίδικο από όπου παίρναμε τα χαρτάκια, τον βλέπαμε με μισό μάτι. Ιδίως όταν το καλοκαίρι, εκείνο του πρώτου Μουντιάλ, ο γιος του εμφανίστηκε στη γειτονιά με μια δερμάτινη μπάλα.
Ήμασταν όλοι σίγουροι ότι πατέρας και γιος είχαν βρει έναν τρόπο να κοιτάνε τα φακελάκια με τα χαρτάκια, απ’ έξω, δίχως να τα ανοίγουν και να βλέπουν αν κάποιο από αυτά είχε την σφραγίδα. Μια σφραγίδα έπρεπε να πέσει σε κάποιον και στη δική μας γειτονιά. Αφού δεν είχε πέσει σε κανέναν μας και ο Βαγγέλης, ο γιος του κυρ-Μανόλη, που μάζευε κι αυτός χαρτάκια, είχε δερμάτινη μπάλα, το πράγμα μιλούσε μόνο του. Εκείνη τη δερμάτινη μπάλα, όσο και αν την λαχταρούσαμε, κανείς μα κανείς δεν πήγε να τη κλοτσήσει με τον Βαγγέλη. Αυτόματα, σαν να είχαμε κάνει κάποια μυστική συνεννόηση, τον εξορίσαμε από την παρέα και τα παιχνίδια μας, λες και ήταν λεπρός. Μάλιστα, σε εκείνο το παιχνίδι του πρώτου, «μαυρόασπρου» Μουντιάλ, δεν τον αφήσαμε να μπει στην αυλή να δει τηλεόραση. Έμεινε έξω από την αυλόπορτα, με την μπάλα στα χέρια και το κεφάλι σκυμμένο. Πολύ σκληρή τιμωρία, που δεν την άξιζε. Δεν θυμάμαι, πια, ποιο ήταν το πρώτο παιχνίδι που είδα σε εκείνη την τηλεόραση.
Προσπαθούσα να καταλάβω το μυστήριο της μετάδοσης, της σμίκρυνσης του κόσμου τόσο, που να χωράει σε είκοσι τέσσερις ίντσες. Θυμάμαι ότι είχα πάει να δω πίσω από την τηλεόραση μήπως εκεί υπήρχε η εξήγηση γι’ αυτό που βλέπαμε μπροστά, στην οθόνη. Μήπως υπήρχε κάποια μικρή, μυστική πόρτα, από όπου έμπαιναν μικρά ανθρωπάκια και έπαιζαν ποδόσφαιρο. Οχι. Τίποτα. Καμία μυστική πόρτα. Ούτε μικρά ανθρωπάκια. Μόνο καλώδια και μια μυρωδιά λίγο ενοχλητική. Σαν καμένο πλαστικό.
Όταν το παιχνίδι στην τηλεόραση τελείωσε, ξεχυθήκαμε όλοι έξω για να παίξουμε μπάλα, μέσα στο βράδυ, κάτω από το φως που έριχναν οι λάμπες του δήμου. Εκεί, μέσα στο μισοσκόταδο, ο Πελέ μπλεκόταν με τον Δομάζο, ο Ζαϊρζίνιο με τον Παπαϊωάννου και ο Μπόμπι Μουρ με τον Σιδέρη, έβαζαν πόδια για να διαλέξουν παίκτες. Οταν οι ομάδες χωρίστηκαν, τότε μόνο καταλάβαμε ότι μας έλειπε η μπάλα. Ο Βαγγέλης, που όλη αυτή την ώρα τον είχαμε ξεχάσει, είχε μείνει εκεί που τον αφήσαμε, έξω από την αυλή, με την μπάλα στα χέρια και το κεφάλι σκυμμένο. Μεμιάς, έπεσε σιωπή. Ο Βαγγέλης σήκωσε το κεφάλι και μας κοίταξε.
Δεν είπε τίποτε. Απλώς άφησε την μπάλα να κυλήσει από τα χέρια του, στο μέρος μας. Πώς ξεκίνησε το παιχνίδι, για πότε η γειτονιά γέμισε τόσες χαρούμενες φωνές βραδιάτικα, πώς οι μανάδες με τους πατεράδες βρέθηκαν κρεμασμένοι στις αυλόπορτες να παρακολουθούν το μεγάλο ματς, πώς ο Βαγγέλης βρέθηκε τερματοφύλακας σε μία από τις δύο ομάδες, δεν το θυμάμαι.
ΕκεΙνο που θυμάμαι είναι ότι το παιχνίδι δεν κράτησε πολύ. Στο πρώτο γκολ που φάγαμε η μπάλα έφυγε στη λεωφόρο, στην Πειραιώς, και ένα φορτηγό που περνούσε την πήρε από κάτω και έσκασε. Στον Βαγγέλη, τότε, τα συχωρέσαμε όλα. Και ακόμη περισσότερα, όταν, δύο μέρες μετά, έδωσε σε κάποιο από τα παιδιά της γειτονιάς, ένα ορφανό, ένα κλειστό φακελάκι που είχε μέσα έναν Φακέτι, που ήταν και σπάνιος, με σφραγίδα για μπάλα δερμάτινη. Τον Βαγγέλη, έχω να τον δω από τότε. Όμως είναι για πάντα ο επιμελητής του δικού μου μουσείου αναμνήσεων από το Μουντιάλ. Ένα Μουντιάλ «μαυρόασπρο», είκοσι τεσσάρων ιντσών.