Στις 14 Ιουνίου 1987, ο Γιώργος Σιγάλας, 16χρονο παλικαράκι, έψαχνε απεγνωσμένα το «μαγικό χαρτάκι» για να ζήσει από κοντά τον τελικό του Ευρωμπάσκετ, να πανηγυρίσει τον θρίαμβο της Εθνικής Ελλάδας απέναντι στη «σοβιετική αρκούδα». Από κάποιο καπρίτσιο της τύχης, βρέθηκε στα χέρια του το ίδιο εισιτήριο που είχα αγοράσει (αλλά δεν μπόρεσα να χρησιμοποιήσω) εγώ, νεούδι στη δημοσιογραφία, για την αφεντιά μου. Επιασε τόπο.
Δεκαεννέα χρόνια αργότερα, η Ελλάδα είναι ξανά πρωταθλήτρια Ευρώπης στο μπάσκετ (αλλά και, ω της συζυγίας των πλανητών και κυρίως των κομητών, στο ποδόσφαιρο). Φτασμένος και καταξιωμένος μπασκετμπολίστας, στη δύση -έστω- της καριέρας του, ο Γιώργος Σιγάλας γιόρτασε την επέτειο μέσα στο γήπεδο, πικραίνοντας τον άνθρωπο, χάρη στον οποίο έζησε το '87 την υπέρτατη αθλητική χαρά.
Ο Παναγιώτης Γιαννάκης, ο πρώτος άνθρωπος που ύψωσε το βαρύτιμο τρόπαιο στον ουρανό του Φαλήρου, αν θέλετε αυτός που σήκωσε στους ώμους του ολόκληρη την περήφανη Ελλάδα, πέρασε τη χρονιάρα μέρα μελαγχολικός. Κάπου στα βάθη της ψυχής του, όμως, είμαι βέβαιος ότι έλαμπε μια σπίθα ικανοποίησης. Αν έπρεπε οπωσδήποτε να κλέψει κάποιος το εισιτήριο του Παναγιώτη για την Ευρώπη, ας ήταν ο διάδοχός του στο αρχηγιλίκι της Εθνικής ομάδας. Κι αν έπρεπε οπωσδήποτε να πετάξει μια ομάδα το Μαρούσι εκτός Ευρωλίγκας, ας ήταν εκείνη τη φανέλα της οποίας τίμησε ο Γιαννάκης.
Ο Σιγάλας δεν έγινε ποτέ πρωταθλητής Ευρώπης με την «επίσημη αγαπημένη». Ο Αρης δεν κατέκτησε ποτέ το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Ο Γιαννάκης, πάλι, δεν έχει στερηθεί τίποτα στο μπάσκετ.
Γράφω και ξαναγράφω, από το ξεκίνημα της περιόδου, ότι ο Σιγάλας είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του φετινού Αρη, ο μοναδικός παίκτης που συναισθάνεται το βάρος της φανέλας και τη σημασία της επιστροφής του συλλόγου (και της Θεσσαλονίκης) στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση του μπάσκετ. Εάν ο Αρης διέθετε ισχυρότερο ελληνικό πυρήνα γύρω από τον 35χρονο «Ράμπο», θα ήταν μια ομάδα πολύ πιο αποφασιστική, πολύ πιο παθιασμένη. Είναι τυχαίο ότι ο Σιγάλας υπήρξε ο κορυφαίος της ομάδας στη σημαντικότερη φετινή της νίκη; Είναι τυχαίο ότι ο Σιγάλας πάλεψε περισσότερο από κάθε άλλον στον τελικό του ULEB Cup;
Οι απαιτητικοί οπαδοί του Αρη κατάλαβαν ότι αυτός κρατούσε τα μπόσικα όλη τη χρονιά μέσα στη στρατιά των ξενόφερτων και (αντίθετα με τη συνήθη πρακτική τους) ανέχθηκαν τις άσχημες βραδιές και το πρόσφατο ντεφορμάρισμά του. Ακόμα σημαντικότερο, απέφυγαν να τον αποδοκιμάσουν ως «λεγεωνάριο», παρά την πλούσια θητεία του στον Ολυμπιακό και στον ΠΑΟΚ. Ηξεραν ότι το πάθος του τον καθιστά πολύτιμο, αφού μπολιάζεται μ' αυτό ολόκληρη η ομάδα και βγάζει νύχια, πάνω που πας να τη χαρακτηρίσεις άκακο αρνάκι. Κάτι παρόμοιο δεν έγινε και με την Εθνική ομάδα στα Ευρωμπάσκετ της Αττάλειας και της Στοκχόλμης;
Αλλά, ας αφήσουμε την Εθνική κατά μέρος. Δεν είναι σωστό να στενοχωρήσουμε τον Γιώργαρο, μέρα που είναι. Στο πρόσωπό του, ο Αρης βρήκε τον αρχηγό που χρειαζόταν στο πιο κρίσιμο ραντεβού της σύγχρονης ιστορίας του. Αν η πρόκριση στην Ευρωλίγκα του 2006-07 αποδειχθεί εφαλτήριο για επιστροφή στα μεγαλεία, ο Σιγάλας θα πρέπει να περάσει στην ιστορία ως ευεργέτης της παλιάς αυτοκρατορίας του ελληνικού μπάσκετ.