Η ψηφοφορία του ΕΣΑΚΕ για την ανάδειξη των κορυφαίων της σεζόν έγινε φέτος διά τηλεφώνου. Εφόσον βάλθηκε να μπερδεύει το χαρτομάνι και να χάνει ντοκουμέντα που θα 'πρεπε να φυλάγονται ως κόρην οφθαλμού, καλά έκανε ο Σύνδεσμος και υιοθέτησε τη μέθοδο της περιφοράς. Φαντάζεστε να έστελναν από λάθος τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας στο αρχηγείο της ULEB; Ή, ακόμα χειρότερα, στο γραφείο του Βωβού στο Μαρούσι;
Πέρα από (πικρό) χιούμορ, χρειάστηκε να ζητήσω «δικαίωμα» πριν ρίξω την ψήφο μου για τον MVP της περιόδου. Εξίσου δύσκολη μου φάνηκε η επιλογή και πέρυσι, όταν έβαλα τελικά σταυρό προτίμησης δίπλα στο όνομα του Γκάρι Τρεντ. Τον θυμάστε; Ηταν ο άνθρωπος που κράτησε όρθιο τον νεοφώτιστο τότε Πανελλήνιο και παράλληλα διαφήμισε το ΝΒΑ. Μολονότι κουβαλούσε στο διαβατήριό του την ένδειξη «σταρ», ήταν σε όλα του τύπος και υπογραμμός. Εκανε τη δουλίτσα του, ανταπέδωσε το χειροκρότημα με το οποίο τον στόλισαν φίλοι και εχθροί και έφυγε γι' άλλες πολιτείες.
Ο διάδοχος του Τρεντ στο τιμόνι του ΠΓΣ, ο Νταμίρ Μουλαομέροβιτς, ήταν από τα φαβορί για τον φετινό MVP. Πολύπειρος και κωλοπετσωμένος ηγέτης μιας ομάδας ταπεινής και μικρομεσαίας, την πήρε από το χεράκι και κόντεψε να τη βάλει στην τετράδα της Α1. Μόνο όταν τραυματίστηκε ο πολύς «Μούλα», λύγισε ο Πανελλήνιος.
Ακόμα πιο ψηλά στην εκτίμησή μου ανέβηκε φέτος ο τίμιος Μάικ Μπατίστ, ο οποίος ήλθε (προ τριετίας) από το ΝΒΑ με την ετικέτα του σμολ φόργουορντ και κλήθηκε να σηκώσει στις πλάτες του, ως πάουερ/σέντερ όμως, το βάρος ενός συλλόγου κορυφής. Ευρωπαϊκής κορυφής, όχι μόνο ελληνικής. Ο Μπατίστ υπέμενε αγόγγυστα τις κακουχίες, διάνθισε το παιχνίδι του με νέα στοιχεία, κέρδισε μάχες από αντιπάλους πολύ ψηλότερους και δυνατότερους, κέρδισε με το σπαθί του το παντεσπάνι των Γιαννακοπουλαίων.
Αν ο Μπατίστ ήταν ο άνθρωπος-κλειδί στο καπριτσιόζικο σύστημα του Ομπράντοβιτς, ο Δημήτρης Διαμαντίδης υπήρξε το έμβολο στο οποίο βασίστηκε η «πράσινη» μηχανή. Το πολυσύνθετο ταλέντο του, τα αθλητικά του προσόντα και η προσήλωσή του στην άμυνα τον ανέδειξαν σε πολυδύναμο εργαλείο μιας ομάδας που ξεκινούσε τις μάχες ταμπουρωμένη στα χαρακώματα.
Μουλαομέροβιτς, Διαμαντίδης, Μπατίστ. Θαυμάσιοι και οι τρεις, αλλά εγώ έψαχνα κάτι παραπάνω. Οταν χρειάστηκα ψηλούς για να γεμίσω την ιδανική πεντάδα μου, βρήκα τον Μαυροκεφαλίδη, τον Ζίζιτς, τον Σχορτσιανίτη. Οσο κι αν η ολική επαναφορά του Σοφοκλή ήταν η ευχάριστη έκπληξη της χρονιάς, ο νεαρός Λουκάς του ΠΑΟΚ ήταν εκείνος που παρουσίασε τη μεγαλύτερη πρόοδο. Βρήκα λοιπόν και τον τέταρτο. Το Οσκαρ, όμως, σε ποιον να το δώσω;
Στον Ρόντερικ Μπλέικνι βέβαια. Ο σεμνός και αγαπητός σε όλους γκαρντ από τις ΗΠΑ ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος μιας ομάδας που ξεπέρασε κάθε προσδοκία κι έφτασε μια ανάσα από τη συμμετοχή της στην Ευρωλίγκα. Σοβαρός, αποφασιστικός, έξυπνος και τεχνικά άρτιος, ο Μπλέικνι έπαιξε το μπάσκετ της ωριμότητάς του, μολονότι έχασε τον Διόσκουρό του κι έμεινε αβοήθητος στην περιφερειακή γραμμή της ομάδας του. Αλήθεια, ποιος περίμενε πρόοδο από το Μαρούσι μετά τη φυγή του Σπανούλη;
Ο Μπλέικνι όχι μόνο βρήκε τρόπους να κάνει το παιχνίδι του απέναντι σε άμυνες προσαρμοσμένες πάνω του, αλλά βοήθησε να αναδειχθεί το ταλέντο παικτών τους οποίους ουδείς υπολόγιζε: Κυρίτσης, Κολώκας, Στεφανίδης, Καϊμακόγλου, ακόμα και Σέκουλιτς. Στο πρόσωπο του μικρόσωμου Αμερικανού, ο Γιαννάκης βρήκε έναν σύγχρονο «δράκο». Εναν δράκο με αγγελικό πρόσωπο. Ο πολύτιμος Μπλέικνι είναι ο δικός μου MVP.