Είναι μάλλον ασυνήθιστο να ανακαλύπτουμε στα Παγκόσμια Κύπελλα ποδοσφαιριστές που έχουν ένα τελείως διαφορετικό στυλ παιχνιδιού. Που δεν υπάγονται σε καμία κατηγοριοποίηση, διότι είναι τόσο ιδιόμορφοι, ώστε να αποτελούν από μόνοι τους ξεχωριστή κατηγορία.

Ενας τέτοιος ποδοσφαιριστής υπήρξε ο Μπεκενμπάουερ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966, τότε που έδειξε ένα διαφορετικό τύπο κεντρικού αμυντικού, που μπορούσε να κινηθεί, εκτός από τα μετόπισθεν, με ευχέρεια και στην επίθεση. Ποδοσφαιριστής με ξεχωριστό στυλ σε αυτό το Μουντιάλ, μέχρι τώρα, νομίζω ότι είναι ο Ρικέλμε.
Ενας δυνατός, ψηλός, λεπτός ποδοσφαιριστής, του οποίου το πρόσωπο μαρτυρεί μια διαρκή ενόχληση, ανεξάρτητα από τη σπουδαιότητα του παιχνιδιού και την αντιμετώπισή του από τους αντιπάλους. Θεωρητικά, ο Ρικέλμε αγωνίζεται στη μεσαία γραμμή, πίσω από τους δύο επιθετικούς, αλλά επί της ουσίας κινείται σε όποιο σημείο του γηπέδου ο ίδιος επιλέγει, προκειμένου να δημιουργήσει κενό χώρο και καλές προϋποθέσεις για τους συμπαίκτες του.

Ο Ρικέλμε μοιάζει πολύ με τον quarterback του αμερικανικού φουτμπόλ, του ράγκμπι. Είναι ένας δημιουργός, ένας ποδοσφαιριστής που έχει τη δυνατότητα να ανακαλύπτει λύσεις όσο το παιχνίδι εξελίσσεται. Μπορεί να περνά την μπάλα μπροστά, να τη μοιράζει στο πλάι, να παγώνει ή να επιταχύνει τον ρυθμό του παιχνιδιού.

Δύο από τα μεγαλύτερα προσόντα του Ρικέλμε είναι η υπομονή και η εξαιρετική ευστοχία των αποφάσεων που παίρνει, σε σχέση με το παιχνίδι. Φαίνεται ότι ο Αργεντινός έχει αυτή τη σπάνια αίσθηση να γνωρίζει τι πρέπει να κάνει κάθε στιγμή. Ο Ρικέλμε, φυσικά, δεν είναι Μαραντόνα και ούτε θέλει να διεκδικήσει μια ανάλογη θέση. Και αυτό το γνωρίζει ο προπονητής του, ο Χοσέ Πέκερμαν, που έχει δημιουργήσει την πρώτη ισορροπημένη ομάδα της Αργεντινής στη μετα-Ντιέγκο εποχή.

Και γι’ αυτήν την ισορροπία είναι απαραίτητο ένα κλειδί που θα συμπεριφέρεται τελείως διαφορετικά από όλα τα άλλα στοιχεία. Προσέξτε τις αντιδράσεις του, όταν χάνει την μπάλα. Δεν τρέχει πανικόβλητος στην άμυνα για να διορθώσει το λάθος, όπως θα 'κανε ένας οποιοσδήποτε άλλος, αλλά κινείται στον δικό του –ακαταλαβίστικο, πολλές φορές– ρυθμό, όπως ένας Ινδιάνος ιχνηλάτης του αμερικανικού ιππικού. Υπομονετικός, αργός ίσως για τους περισσότερους, αλλά αποτελεσματικός.

Εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο την αγωνιστική φιλοσοφία του Πέκερμαν, που ήθελε να εμφυσήσει στους ποδοσφαιριστές του ένα περισσότερο αργό και περισσότερο λατινοαμερικάνικο αγωνιστικό χαρακτήρα στην «Biancoceleste». Πολύ πιστεύουν ότι, επειδή ο Ρικέλμε παίζει χωρίς να χαμογελάει, δεν το διασκεδάζει.
Στο εκπληκτικό δεύτερο γκολ με τους Σέρβους, ενώ όλοι έτρεξαν να αγκαλιάσουν τον σκόρερ, ο Ρικέλμε στράφηκε προς τον πάγκο και, με ανοιχτά τα χέρια και σφιγμένες τις γροθιές, με το πρόσωπο συσπασμένο, ήταν σαν να έλεγε «ναι, έτσι θέλω να παίζουμε». Οι συμπατριώτες του τον θεωρούν πολύ αργό, αλλά ο Βαλντάνο είχε πει το εξής: «όταν έρχεται η μπάλα πάνω του, πρέπει να τη σταματήσει. Ο ρυθμός του παιχνιδιού και η κατεύθυνση προς την οποία θα κινηθεί η μπάλα εξαρτώνται από την έμπνευσή του.

Και οι καλές ιδέες δεν του λείπουν, αλλά δεν είναι όλες εφαρμόσιμες». Ο Πέκερμαν, από την άλλη, τον υπερασπίζεται. «Δεν είναι αργός, ιδίως όταν έχει την μπάλα στα πόδια του. Μην ξεχνάτε ότι η μπάλα πρέπει να τρέχει, όχι ο παίκτης». Φαίνεται ότι όλη η ομάδα έχει στηθεί γύρω από τον Ρικέλμε, που μέχρι τώρα ανταποκρίνεται στον ρόλο του κυρίως επειδή ο Πέκερμαν γνωρίζει πώς να διαχειριστεί ψυχολογικά τους ποδοσφαιριστές του. Και ο Ρικέλμε είναι τύπος που θέλει να νιώθει ότι τον υπολογίζουν. Διαφορετικά, κλείνεται στον εαυτό του και ξεκόβει τελείως από το παιχνίδι. Στα 28 του χρόνια, πάντως, ο Ρικέλμε δείχνει να έχει την ωριμότητα που χρειάζεται για να κάνει ό,τι και εκείνος με τον οποίο τον παρομοίαζαν μικρό. Να σηκώσει το Παγκόσμιο Κύπελλο. Μόνο που, σε αντίθεση με τον Ντιέγκο, αυτό δεν μπορεί να το καταφέρει μόνος του.

Οι δαπάνες για την εκπαίδευση

Συμφωνώ απόλυτα με όλους όσοι υποστηρίζουν ότι οι αριθμοί δεν λένε πάντα την αλήθεια. Εξάλλου, πολλές φορές οι πολιτικοί τούς χρησιμοποιούν αποσπασματικά, με στόχο να δημιουργήσουν ψευδείς εντυπώσεις. Ομως, υπάρχουν και περιπτώσεις που δεν χρειάζεται να αναζητήσεις κρυμμένες αλήθειες σε αριθμούς οι οποίοι –πολύ συχνά– αποκαλύπτουν τις πραγματικές προθέσεις των πολιτικών.

Τον Αύγουστο του 2005, η στατιστική υπηρεσία της Ε.Ε. έδωσε στη δημοσιότητα τις συνολικές δαπάνες των 25 για την παιδεία, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα έπαιρνε την τελευταία θέση. Τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν καθόλου στη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης ούτε τρία χρόνια αργότερα.

Με βάση τον προϋπολογισμό του 2006, φαίνεται ότι το 2005 για το Υπουργείο Παιδείας (που δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να είναι και «θρησκευμάτων», όπως στις χώρες των φανατικών ισλαμιστών) διατέθηκαν συνολικά (δηλαδή και από τον τακτικό προϋπολογισμό και από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων) 6.366 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή ποσοστό 3,54% του ΑΕΠ.

Για το 2006, το συνολικό ποσό που θα διατεθεί στο Υπουργείο Παιδείας θα φτάσει τα 6.873 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή ποσοστό που φτάνει το 3,55% του ΑΕΠ. Ας βγουν, λοιπόν, οι υπεύθυνοι του Υπουργείου Παιδείας και ας ανακοινώσουν στους φοιτητές, που ζητούν την αύξηση της χρηματοδότησης της εκπαίδευσης, το ποσοστό που προβλέπει ο προϋπολογισμός του 2006 σε σχέση με εκείνο του 2005.

Είναι προφανές ότι τόσο η κυβέρνηση της Ν.Δ. όσο και η προηγούμενη του ΠΑΣΟΚ δεν είχαν καμία πρόθεση αναβάθμισης του εκπαιδευτικού συστήματος. Και οι δύο είχαν στόχο τη σταδιακή απαξίωσή του με τον περιορισμό της χρηματοδότησης, ώστε να γίνει ελκυστική στα μάτια της κοινής γνώμης η ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Μια ιδιωτική εκπαίδευση που θα χορηγούσε όχι πτυχία, αλλά απλές βεβαιώσεις ειδικευμένων εργατών. Αυτό, άλλωστε, έχει ανάγκη η αγορά. Το 2003, οι Πορτογάλοι, που βρίσκονται κάτω από εμάς σε όλους τους στατιστικούς πίνακες της Ε.Ε., δαπανούσαν για την εκπαίδευση ποσοστό που ξεπερνούσε ελάχιστα το 7%. Αυτό, τρία χρόνια πριν.

Και 40 σχεδόν χρόνια πριν, οι κινητοποιήσεις της ελληνικής νεολαίας είχαν ως βασικό σύνθημα το 15% του ΑΕΠ για την παιδεία. Γι’ αυτό, οι απαιτήσεις των φοιτητών για τη χρηματοδότηση της δημόσιας παιδείας πρέπει να είναι μαξιμαλιστικές. Ετσι κι αλλιώς, για το δικό τους μέλλον πρόκειται και όχι για το «εξασφαλισμένο» μέλλον των επαγγελματιών γραφειοκρατών που νομοθετούν.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube