Yπάρχει ως έκφραση. «Ναι, τον ξέρω. Τον είχα σε χαρτάκι της Panini». Λέγεται ειρωνικά όταν σου μιλάνε για έναν παγκοσμίως άγνωστο παίκτη και θέλεις να τονίσεις το πόσο ασήμαντος είναι. Οταν μία εταιρεία έχει φτάσει στο σημείο το όνομά της να υποκαθιστά το είδος στη γλώσσα, όπως το «τζιπ» και το «κρις κραφτ», δεν μιλάμε για επιτυχία, αλλά για θρίαμβο. Επίσης αν προσθέσουμε ότι όταν αυτή η εταιρεία στέλνει ένα άλμπουμ σ' έναν πενηνταφεύγα αθλητικογράφο «που τα έχει όλα» και του φτιάχνει τη μέρα, τα χαρτάκια αποκτούν σχεδόν θρησκευτική σημασία. Το να τα πάρεις και να κοιτάς έναν έναν παίκτη τη στιγμή που τα κολλάς είναι ό,τι πλησιέστερο υπάρχει στο να είσαι ο Αμπράμοβιτς και να τους αγοράζεις για την Τσέλσι.

Χαρτάκια με ποδοσφαιριστές υπήρχαν από τη δεκαετία του '50. Ταλαιπωρημένα, με στρογγυλεμένες γωνίες, μου έχουν μείνει κάποια, περιλαμβανομένου ενός με φωτογραφία του Γεντζή του ΠΑΟΚ, που όπως διάβασα στο ρεπορτάζ, απεβίωσε. Η μνήμη του όμως θα μείνει για πάντα χαραγμένη στη δική μου, αφού μαζί με τον Κουρουικίδη και τον Πρόγιο είναι από τους ελάχιστους ποδοσφαιριστές της ομάδας της Θεσσαλονίκης που θυμάμαι να παίζει στο Καραϊσκάκη όταν ακόμα πήγαινα στο δημοτικό. Τα χαρτάκια της εποχής ήταν φτιαγμένα από χοντρό χαρτόνι, έγχρωμα συνήθως, με τα τέσσερα χρώματα να απέχουν μισό πόντο το ένα από το άλλο, δίνοντάς τους ψυχεδελική όψη, και μερικές φορές με βιογραφικά στοιχεία του ποδοσφαιριστή στο πίσω μέρος τους. Στοίχιζαν δύο δεκάρες το ένα, ισόποσο με τα είκοσι σημερινά λεπτά, και συνοδεύονταν από μία λεπτή, αφυδατωμένη ροζ τσίχλα, που καλύτερα να μάσαγες κόντρα πλακέ, παρά να την έβαζες στο στόμα σου. Επίσης σπανιότερα υπήρχαν «χαρτάκια» που ήταν φτιαγμένα από τσίγκο, με πολύ καλύτερη εκτύπωση και φυσικά ακριβότερα. Αν αξιωθώ κάποτε, μετά τη μετακόμιση και ξεπακετάρω, θα τσεκάρω εάν και πόσα έχω. Νομίζω ότι υπάρχει ένα με τον Μεσσολογγίτη του Ολυμπιακού, ένα με τον Μελισσή της ΑΕΚ κι ένα άλλο με κάποιον παίκτη από τα Πράσινα Πουλιά της Καλαμάτας. Πώς τον λένε μικρή σημασία έχει.

Το πώς υπάρχουν ακόμα χαρτάκια μετά τις εκκαθαρίσεις της μάνας μου, της μακαρίτισσας της κυρα Λένης, όπως και το πώς υπάρχουν Μικροί Ηρωες, Ταγκόρ και Γκρέκο, ο Ηρως των Γηπέδων, οφείλεται σ' ένα ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Του συλλέκτη, που είτε γεννιέσαι είτε ποτέ δεν γίνεσαι. Οπως η Γαβριέλα στη αυτοβιογραφία της είχε γράψει «είμαι πόρνη διότι έτσι εγεννήθην» και περιέγραφε πώς, ταξιδεύοντας από τη Σμύρνη για την Αθήνα σε ηλικία έξι ετών, άφησε τον καπετάνιο του πλοίου να της πιάσει το μπούτι με αντάλλαγμα το ρολόι του. Θυμάμαι τον εαυτό μου να μαζεύει βιβλία, περιοδικά, μάσκες, στρατιωτάκια, καπάκια από αναψυκτικά, γραμματόσημα κι ό,τι άλλο θα μπορούσε να γίνει συλλογή. Στη λογική του πραγματικού συλλέκτη, που είναι υπεράνω λογικής και πολιτικής, είχα το αντάρτικο αριστούργημα «Ο καπετάν Τρομάρας» ή κάτι τέτοιο, που στο εξώφυλλό του και σε διχρωμία είχε έναν καπετάνιο του Ε.Λ.Α.Σ. να κρατάει αγκαλιά μία αντάρτισσα με μαλλιά φλοτάν και μ' ένα γερμανικό Steyer να καθαρίζει Γερμανούς κι ένα βιβλίο με τον Στάλιν να ταΐζει εργάτες μια μηχανή και να βγαίνουν τανκς.

Τα βιβλία και τα περιοδικά με πολιτική χροιά, περιλαμβανομένου του «Καπετάν Τρομάρα» και του Στάλιν, καταστράφηκαν από τη μάνα μου όταν έγινε η Εθνοσωτήριος. Αδύναμος να προστατεύσω τον πολιτιστικό μου θησαυρό στην Αγγλία, έμαθα αργότερα ότι η κυρα Λένη τα έκαψε στο πλυσταριό, πιστεύοντας ότι η Ασφάλεια Πειραιώς θα φτάσει στη Καλλίπολη και το πατάρι μας για να αποκαλύψει το ανατρεπτικό υλικό και να την στείλει στη Γιάρο να φτιάχνει την περίφημη ψητή της κότα, που είχε γεύση σαν πριονίδι -διαπίστωση που όταν γίνεται από ένα μοναχογιό για την κουζίνα της μαμάς του αποκτάει διαφορετική αξία.

Οι υπόλοιπες συλλογές όμως, έστω και με μικρές απώλειες, επιβίωσαν. Κι εμπλουτίστηκαν. Τα βιβλία έχουν φτάσει τις κάποιες χιλιάδες, τα κόμικ και τα γραμματόσημα δεν πάνε πίσω κι αν θα υπήρχε ποτέ λόγος να εγκαταλείψω τη δημοσιογραφία, ένα επάγγελμα που οι συμμαθητές μου θυμούνται ότι ήθελα να κάνω από τα 12, θα ήταν για να τακτοποιήσω τη συλλογή των γραμματοσήμων και των μολυβένιων στρατιωτών μου, που τόσο καιρό παραμέλησα.

Τα προαναφερθέντα γράφτηκαν για να ευχαριστήσω την Panini για το άλμπουμ και για να κάνω τον Χρίστο Χαραλαμπόπουλο να βγάλει μπιμπίκια από τη ζήλια του. Γιατί πριν από λίγες μέρες ο Χρίστος είχε γράψει για τη συλλογή του από στρατιωτάκια. Μόνο ένας συλλέκτης μπορεί να καταλάβει τον άλλο και ξέρω ότι τώρα λιώνει να πλακωθούμε στις ανταλλαγές. Είπαμε, με ορισμένα πράγματα ο άνθρωπος γεννιέται. Οπως με τη διάθεση να βελτιώσει το περιβάλλον του. Ακόμα κι όταν δεν του ανήκει.

Ολοι αντιμετωπίσαμε με σκεπτικισμό τις δηλώσεις του Γιάννη Καμπάνη ότι θέλει να βοηθήσει τον ΠΑΟΚ στις δύσκολες ώρες που περνά και να φτιάξει μία καινούργια Τούμπα. Ελα όμως που ο καπετάνιος έχει κάτι περίεργες τάσεις να βοηθάει χώρους που βρίσκονται στο άμεσο περιβάλλον του.

Το σπίτι του καπετάν Γιάννη βρίσκεται στην οδό Αχιλλέως, έναν ήσυχο δρόμο της Πολιτείας, βορείου και κυριλέ προαστίου για όσους δεν ξέρουν την περιοχή της Αθήνας. Απέναντι από το σπίτι του καπετάν Γιάννη υπάρχει ένα οικόπεδο με ταμπέλα ιδιοκτησίας της ΕΣΗΕΑ. Ο καπετάν Γιάννης στην αρχή το καθάρισε. Μετά έβαλε εργάτες να το καθαρίσουν. Μετά κηπουρούς να το περιποιηθούν. Σήμερα το οικόπεδο, που δεν ανήκει στον καπετάν Γιάννη, είναι κόσμημα της οδού Αχιλλέως.
Αλλά η οδός Αχιλλέως είχε πρόβλημα και με τον δημοτικό φωτισμό. Με το ένστικτο του γεννημένου νοικοκύρη και ακτιβιστή, ο καπετάν Γιάννης φώναξε εργάτες κι ανανέωσαν τα φωτιστικά του δρόμου του σπιτιού του. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, ο Καμπάνης ανανέωσε και την άσφαλτο του δρόμου. Ετσι σήμερα ένας μικρός παράδεισος υπάρχει στην οδό Αχιλλέως. Συγγνώμη, στην οδό «Γ. Καμπάνη». Γιατί, σύμφωνα με πηγές του Δήμου, ο καπετάν Γιάννης μετά τις βελτιώσεις στην ποιότητα ζωής της οδού Αχιλλέως αποφάσισε να ανακηρύξει εαυτόν ευεργέτη κι άλλαξε τις πινακίδες του δρόμου από «Αχιλλέως» σε «Γ. Καμπάνη». Κάποιοι όμως μικρόψυχοι υπάλληλοι του Δήμου πήγαν και κατέβασαν τις πινακίδες, ξαναβάζοντας το όνομα του Αχιλλέα, σαν να είχε ανάγκη ο μακαρίτης, το όνομα του οποίου φέρει ένας στους 100 δρόμους στην Αθήνα. Κουράγιο, καπετάνιε, συνέχισε να κάνεις το καλό και μια μέρα δίπλα στην ταμπέλα με το όνομά σου θα κάνουν κακά τα περιστέρια. Ξέρεις, σ' αυτή την πλατεία που είναι οι μυστήριοι με τα φουρώ και τα ντουφέκια, που παλιά τη λέγαμε «Συντάγματος» και σύντομα θα τη λέμε «Πλατεία Καμπάνη».

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube