Θέλω να το γράψω εδώ και καιρό, αλλά... κρατιέμαι. Μα, τι μας λέτε, κύριοι; Να γυρίσει ο Νίκος Ζήσης στην Ελλάδα; Για ποιο λόγο; Για να ζει στο πετσί του το απερίγραπτο άγχος της αντιπαλότητας Παναθηναϊκού-Ολυμπιακού; Για να ξεκινάει κάθε χρόνο τα πλέι οφ εξοπλισμένος με κράνος και παλάσκα; Για να τον βρίζουν οι άπλυτοι της («κόκκινης» ή «πράσινης») εξέδρας, αμαυρώνοντας μεμιάς τις μνήμες του Βελιγραδίου; Για να τον βαφτίσουν αποδιοπομπαίο οι φίλαθλοι (της ΑΕΚ) που κάποτε τον αποθέωναν; Για να βγάζει το ψωμί του σε συνθήκες ζούγκλας; Για να γίνουν τα νεύρα του κουρέλια; Για να τρέμει η ψυχή των γονιών του κάθε που φτάνει η ώρα ενός ντέρμπι;
Ε, όχι δα. Τόσο ο Ζήσης όσο και οι υπόλοιποι ξενιτεμένοι μας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, έριξαν για τα καλά τη μαύρη πέτρα πίσω τους. Εφυγαν σε ταξίδι δίχως γυρισμό. Στην Ελλάδα θα έρχονται μόνο για μπάνια για να βλέπουν τους δικούς τους και για να ενισχύουν την Εθνική ομάδα.
Ο Παναθηναϊκός, διάβαζα, θέλει τον Παπαλουκά. Ναι, αλλά... ο Παπαλουκάς θέλει τον (κάθε) Παναθηναϊκό; Ρωτήσατε τον Κακιούζη αν έχει διάθεση να αφήσει την ονειρεμένη Βαρκελώνη για να ξαναζήσει στην κόλαση της Αθήνας; Ρωτήσατε τον Βασιλειάδη αν ευχαριστήθηκε τα πλέι οφ της ACB στα κατάμεστα γήπεδα της Ισπανίας; Οσοι γυρίζουν στην Ελλάδα, γυρίζουν επειδή δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Είτε δεν βρίσκουν θέση σε ομάδα που να ικανοποιεί τις προσωπικές φιλοδοξίες τους (περίπτωση Ντικούδη) είτε μένουν στα αζήτητα (Κόμματος).
Ακόμα και ορισμένοι ακραιφνείς Ελληνάρες φεύγουν από την Ψωροκώσταινα και μονομιάς τυφλώνονται από το φως το αληθινό. Οταν πρωτοείδε την ομορφιά της Μπολόνια, ο Νίκος Οικονόμου έμεινε έκθαμβος. Ο,τι κι αν σας πουν οι αμετανόητοι ελληνολάγνοι, η Θεσσαλονίκη δεν είναι ωραιότερη από τη Σεβίλλη (όπου έπαιξε φέτος ο Γιάννης Γιαννούλης) ούτε η Αθήνα από την Αγία Πετρούπολη (όπου εργάστηκε ως προπονητής της Σπάρτακ ο Φώτης Κατσικάρης) ούτε ο Πειραιάς από τη Βαλένθια (όπου αγωνίστηκαν οι Ντικούδης, Σκλάβος) ούτε βέβαια η Λάρισα από τη Νυρεμβέργη (όπου διαφήμισε το ελληνικό μπάσκετ ο Σωτήρης Γκιουλέκας).
Ο Ζήσης ανανέωσε τη συνεργασία του με την Μπενετόν έως το 2009 και ρίζωσε για τα καλά στα περίχωρα της Βενετίας, όπως ρίζωσαν για τα καλά στη Μόσχα οι Παπαλουκάς, Παπαδόπουλος, Φώτσης και στη Βαρκελώνη ο Κακιούζης. Επιστρέφοντας στην πατρίδα για τα μπάνια του λαού, έφεραν μαζί τους ένα σωρό μετάλλια, αποδεικτικά προόδου κι ευημερίας. Ο Παπαλουκάς σάρωσε τα πάντα με την ΤΣΣΚΑ, εντός κι εκτός των ρωσικών συνόρων. Το δίδυμο της Ντιναμό την οδήγησε στην κατάκτηση του ULEB Cup. Ο Ζήσης σήκωσε «κούπα» στην Ιταλία. Ο Βασιλειάδης πρόφτασε να πάρει πρωτάθλημα με την Ουνικάχα Μάλαγα. Ο Λιαδέλης κατέκτησε νταμπλ στην Ουκρανία (όπως και ο Γιαννούλης ένα χρόνο νωρίτερα). Ο ξεχασμένος Γλυνιαδάκης πήρε δαχτυλιδάκι στο (θυγατρικό του ΝΒΑ) ΝΒDL με την ομάδα του Αλμπουκέρκι.
Τίτλοι, ξενοιασιά, χρήματα, ανθρώπινες συνθήκες ζωής και δουλειάς. Γιατί λοιπόν να γλυκαθούν από το νόστιμον ήμαρ τα εκλεκτά τέκνα του ελληνικού μπάσκετ; Μήπως για να τους σημαδεύουν οι χούλιγκαν με πιστόλια και στιλέτα; 'Η για να τους δουλεύουν οι προεδράρες ψιλό γαζί; Ας μην ψάχνουμε για κορόιδα. Πάνε τα κορόιδα, πήραν το πρώτο αεροπλάνο κι έφυγαν μακριά.