Δεν θα ξεχάσω ποτέ το τραγικό βράδυ της 28ης Απριλίου 1993. Είχα πάει στο κλειστό της Νέας Σμύρνης για να καλύψω τον αγώνα Πανιωνίου-Παναθηναϊκού για την «Ελευθεροτυπία». Από τα ορεινά του στενόχωρου γηπέδου ήταν αδύνατο να φανταστώ ότι αυτό που εξελίχθηκε μπροστά στα μάτια μου θα εξελισσόταν στη χειρότερη τραγωδία στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ.
Θυμάμαι τις στιγμές σαν να έγιναν χθες. Το επιθετικό φάουλ του Μπόμπαν. Το σφύριγμα του διαιτητή. Τη στιγμιαία διαμαρτυρία του Σέρβου εις ώτα μη ακουόντων. Το απονενοημένο διάβημα. Το τίναγμα του ήδη παράλυτου κορμιού. Την ξαφνική βουβαμάρα. Την παγωνιά. Το απεγνωσμένο σπριντ του γιατρού. Τις πρώτες βοήθειες. Το δεκάλεπτο της προσμονής για ένα καλό νέο. Το φορείο. Το χειροκρότημα. Το υπόλοιπο ματς.
Ναι, ο αγώνας συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Ψηλά στα δημοσιογραφικά θεωρεία ελάχιστων το μυαλό πήγε μεμιάς στο κακό. Φανταστήκαμε (ελπίζαμε;) ότι ο τραυματισμός του Γιάνκοβιτς ήταν επιπόλαιος. Οτι του φόρεσαν ιατρικό κολάρο για λόγους προληπτικούς. Οτι ήταν απλώς ζαλισμένος. Οτι τον μετέφεραν στο νοσοκομείο μοναχά για εξετάσεις και για να ξεπεράσει το σοκ. Καταλάβαμε την αλήθεια πολύ αργότερα, όταν κατεβήκαμε στα αποδυτήρια για δηλώσεις. «Το μοναδικό που μας ενδιαφέρει είναι να γίνει καλά ο Μπόμπαν», είπαν μ' ένα στόμα προπονητής και παίκτες του Πανιωνίου.
Τότε και μόνο τότε άρχισε να ξετυλίγεται το νήμα της τραγωδίας. Για τα επόμενα δυο-τρία εικοσιτετράωρα ο Μπόμπαν έδινε μάχη για τη ζωή του. Μαζευτήκαμε στο νοσοκομείο, κοράκια και κανονικοί άνθρωποι, για απανωτές ολονυχτίες έξω από την εντατική. Υποχρεωμένοι οι περισσότεροι για τις ανάγκες του ρεπορτάζ. Το δικό μου μυαλό ταξίδευε ταυτόχρονα σε μια άλλη εντατική, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Ας πούμε ότι ξέρω πολύ περισσότερα για παθήσεις της σπονδυλικής στήλης απ' όσα θα 'θελα.
Ο Μπόμπαν επέζησε, αλλά καθηλώθηκε στο αναπηρικό καροτσάκι, τετραπληγικός, ανήμπορος να χρησιμοποιήσει τα χέρια ή τα πόδια του. Οταν πρωτοήλθε στην Ελλάδα, ήταν όρθιος. Μετά τον τραυματισμό του, ήλθε η Ελλάδα στον Μπόμπαν. Ξεχασμένες υποσχέσεις, ξεδιάντροπες υπαναχωρήσεις, τα τερτίπια της ασφαλιστικής εταιρείας, τα ήξεις αφήξεις του Πανιωνίου.
Ταυτόχρονα, η αγάπη και η συγκίνηση των απλών φιλάθλων, η χείρα βοηθείας από ανώνυμους και επώνυμους μακριά από τα φώτα (επιτρέψτε μου να κάνω ξεχωριστή μνεία στον Ντράγκαν Τάρλατς), η καθολική συμπαράσταση προς έναν ξένο, από μια χώρα που έγινε δεύτερο σπίτι του Μπόμπαν. Δεύτερο σπίτι ενός ανθρώπου ξαφνικά ανήμπορου, οικονομικά τσακισμένου και μόνου από τη στιγμή που τον εγκατέλειψε η σύζυγός του.
Στα 13 χρόνια που ακολούθησαν, έβλεπες δύο συναισθήματα να συγκρούονται στα μάτια του Σλόμπονταν Γιάνκοβιτς. Παράπονο και αξιοπρέπεια. Εδωσε τον μάταιο αγώνα του με το κεφάλι ψηλά. Ακόμα και τον καιρό που δεν είχε να φάει (πόσω μάλλον να πληρώσει φάρμακα και θεραπείες) κρατούσε το στόμα του κλειστό. Δεν ζήτησε ποτέ τίποτε από κανέναν. Ακόμα και αυτά που οι μεγαλόσχημοι του υποσχέθηκαν, ήταν πρόθυμος να τα ξεχάσει, με αντάλλαγμα μια ζωή με αξιοπρέπεια. Ο βαριά άρρωστος άνθρωπος δεν φοβάται τον πόνο, ούτε τον θάνατο. Φοβάται την ταπείνωση.
Είδα για τελευταία φορά τον Μπόμπαν στην πτήση της επιστροφής από το Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου. Ο γιος του, ένας 16χρονος Αδωνις με κορμί σαν κυπαρίσσι, στεκόταν δίπλα του έτοιμος να βοηθήσει τον πατέρα στα δύσκολα της επιβίβασης στο αεροπλάνο. Αύριο μεθαύριο θα τον βλέπουμε στα γήπεδα (ήδη είναι μέλος της ελληνικής Εθνικής Παίδων) και θα φέρνουμε στο νου τον -κυριολεκτικά- αδικοχαμένο Μπόμπαν. Διότι έτσι θα τον θυμόμαστε τον Μπόμπαν. Ορθιο, ωραίο και με το βλέμμα να ατενίζει τον ουρανό. Εκεί όπου ψάχνει πια τις απαντήσεις.