Δεκαπέντε μόλις χρόνια πριν, η εικόνα του αγγλικού ποδοσφαίρου δεν ήταν τόσο ελκυστική όσο μοιάζει να είναι σήμερα. Το ποδόσφαιρο στο νησί προσπαθούσε να συνέλθει από τις δύο μεγάλες τραγωδίες που το είχαν σημαδέψει ανεξίτηλα –το Χέιζελ και το Χίλσμπορο– ενώ παράλληλα πολεμούσε τον χουλιγκανισμό και προσπαθούσε να βρει τον βηματισμό του, στη νέα εποχή που χάραζε, με τον «γάμο» με την τηλεόραση. Τότε ο νόμος Μποσμάν δεν υπήρχε ακόμα, οι φίλαθλοι αγόραζαν το εισιτήριό τους από τις θύρες των γηπέδων λίγο πριν από τον αγώνα, τα γήπεδα ήταν γεμάτα κατά τα 2/3, ο μέσος όρος εισιτηρίων βρισκόταν στις 26.000, πολλά από τα γήπεδα των ομάδων της Πρέμιερσιπ είχαν ακόμα θέσεις ορθίων, ενώ η τηλεόραση του Sky έδειχνε ζωντανά μόλις 40 παιχνίδια τον χρόνο, την Κυριακή το απόγευμα και τη Δευτέρα το βράδυ. Τώρα, για να παρακολουθήσεις ένα παιχνίδι θα πρέπει να προ-αγοράσεις το εισιτήριό σου, ο μέσος όρος στα ποδοσφαιρικά παιχνίδια της Πρέμιερσιπ έχει ξεπεράσει τις 35.000 και, στα 380 συνολικά παιχνίδια της Πρέμιερσιπ μέσα σε μία περίοδο, η πληρότητα των γηπέδων –που όλα τώρα έχουν μόνο θέσεις καθήμενων– φθάνει το 95%. Το SKY δείχνει ζωντανά περισσότερα από 140 παιχνίδια τον χρόνο, ενώ μόνο το Σάββατο, χάριν της τηλεόρασης, υπάρχουν τρεις διαφορετικές ώρες διεξαγωγής των αγώνων. Οι κορυφαίοι ποδοσφαιριστές κερδίζουν μέσα σε μία εβδομάδα τόσα χρήματα, που οι ποδοσφαιριστές το 1994 έκαναν μήνες για να τα κερδίσουν, ενώ το συνδρομητικό κανάλι BSkyB έχει δυόμισι φορές περισσότερους συνδρομητές από όσους είχε το 1994. Χωρίς δυσκολία, μπορεί να πει κανείς ότι όλα τα χαρακτηριστικά δείχνουν ένα ποδόσφαιρο που σφύζει από υγεία, το οποίο δεν μπορούμε να το συγκρίνουμε με το δικό μας.
Μια σύγκριση που είναι απαγορευτική όχι μόνο διότι είναι χαώδεις οι διαφορές των μεγεθών της ποδοσφαιρικής αγοράς, αλλά και διότι είναι εξίσου μεγάλες οι διαφορές στο θεσμικό πλαίσιο, την αντίληψη για το παιχνίδι και την ποδοσφαιρική παιδεία. Κι όμως.
Παρ’όλα τα θετικά στοιχεία που εύκολα εντοπίζονται, το αγγλικό ποδόσφαιρο δεν είναι σε καλή κατάσταση, όπως θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει. Πληρώνει την απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας, στην οποία παραδόθηκε μετά το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του '96, που έγινε στην Αγγλία. Υστερα από εκείνη τη χρονιά. Οι αμοιβές των ποδοσφαιριστών εκτινάχθηκαν στα ύψη –με την προσδοκία των υψηλότερων εσόδων από την τηλεόραση– 29 ομάδες μπήκαν στο χρηματιστήριο, οι ομάδες ξόδευαν τεράστια ποσά για μεταγραφές, ώστε να γίνουν περισσότερο ανταγωνιστικές, δανείστηκαν χρήματα για να ανακατασκευάσουν τα γήπεδά τους και όλοι ήταν πεπεισμένοι ότι το ποδόσφαιρο ήταν η χρυσή αγελάδα που όλοι μπορούσαν να την αρμέξουν.
Η διεύρυνση της συνύπαρξης του ποδοσφαίρου με τον τζόγο, στη βάση του σλόγκαν «παίξε–κέρδισε», έδωσε στα πλήθη τη δυνατότητα να δουν το παιχνίδι σαν μέσο πλουτισμού, δηλητηριάζοντας την όποια σχέση είχε διαμορφώσει ο κόσμος με το παιχνίδι. Τότε, στα μέσα της δεκαετίας του '90, η αντίληψη που ήταν ευρύτατα διαδεδομένη υποστήριζε πως το να κερδίσει χρήματα ένας σύλλογος ήταν τόσο απλό όσο το να σκοράρεις σε άδειο τέρμα από τα τρία μέτρα. Μεγάλοι οργανισμοί ΜΜΕ επένδυσαν σε μετοχές ομάδων, αποκτώντας το υψηλότερο ποσοστό που προέβλεπε ο νόμος –το 9,9% του συνόλου των μετοχών– ενώ κάποιοι επενδυτικοί οργανισμοί προσανατολισμένοι σε ποδοσφαιρικές επενδύσεις κέρδιζαν απίστευτα ποσά. Κατόπιν, ήρθε το σκάσιμο της φούσκας, που καθάρισε το τοπίο. Στο γήπεδο έμειναν οι πλούσιοι και οι κομπάρσοι τους.
Οι αδύνατοι εξορίστηκαν. Οι περισσότεροι αναλυτές που ειδικεύονται στα θέματα της οικονομίας του ποδοσφαίρου, συνεκτιμώντας και τις πιθανές εξελίξεις στον τομέα του Διαδικτύου και της επικοινωνίας, πιστεύουν ότι μόνο 4-6 ομάδες της Πρέμιερσιπ θα μπορέσουν να αποδειχθούν κερδοφόρες επενδύσεις στο μέλλον. Και αυτή την επισήμανση πρέπει να την πάρουμε σοβαρά υπόψη μας στην Ελλάδα, τώρα που η χώρα μας ανακαλύπτει έναν άλλο «επενδυτικό» δρόμο για το ποδόσφαιρο, με τη Σούπερ Λίγκα, ο οποίος μπορεί να δείχνει λαμπερός, αλλά ίσως αποδειχθεί φενάκη.
Οι σταθερές της προετοιμασίας
Οι προετοιμασίες των ομάδων, ειδικότερα των λεγόμενων μεγάλων, είναι το καλύτερό μου. Διότι σε αυτό το χρονικό διάστημα αποθεώνονται τα στερεότυπα. Οι νεοαποκτηθέντες ποδοσφαιριστές, πάντα, προσαρμόζονται γρήγορα, γεγονός ιδιαίτερα εντυπωσιακό, αν σκεφτεί κάποιος ότι πολλοί από αυτούς δεν γνωρίζουν ούτε τη γλώσσα. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις αθλητικές εφημερίδες έχει καθιερώσει την αποστολή δημοσιογράφων στις προετοιμασίες των ομάδων. Η νεκρή ποδοσφαιρική κίνηση του καλοκαιριού καλύπτεται, σε ό,τι αφορά το ρεπορτάζ των ομάδων, από τις ανταποκρίσεις των απεσταλμένων. Αυτά τα ρεπορτάζ, που θα έπρεπε να διδάσκονται στις σχολές δημοσιογραφίας, στερούνται πρωτοτυπίας. Και πώς θα μπορούσε να συμβεί, άλλωστε, όταν σε αυτή την περίοδο οι ποδοσφαιριστές φροντίζουν τη φυσική τους κατάσταση; Οι εκφράσεις της μορφής «εσπασε τα χρονόμετρα ο τάδε» ή «έριξε δύο γύρους στους συμπαίκτες του» είναι καθιερωμένες, αλλά τι ενθουσιασμό να προκαλέσουν στον οπαδό;
Ο οπαδός θέλει να διαβάσει για κατορθώματα, για μαγκιές, για παικταράδες που θα μαγέψουν στο γήπεδο και θα ρίξουν τα τσιμέντα. Ξέρετε κάποιον να φτιάχνεται διαβάζοντας ότι «...ο τάδε πέρασε τις κορύνες σε χρόνο ρεκόρ, ενώ στα βαρελάκια τούς πήρε τα σώβρακα...»; Αν ξέρετε, να μου τον δείξετε, διότι έχω ένα φίλο τρελογιατρό, που ψάχνει για ασθενείς πρόθυμους να πάρουν μέρος σε πειραματικές θεραπείες. Στις ανταποκρίσεις, φυσικά, το μεγάλο όνομα των μεταγραφών πάντα δείχνει τα δείγματα του τεράστιου ταλέντου, που ορισμένες φορές τα ξεχνά στην κανονική περίοδο.
Ενα από τα στερεότυπα της προετοιμασίας είναι τα κύματα ενθουσιασμού που σκορπίζουν οι ομάδες με τις νίκες στα φιλικά, οι οποίες, αν είναι ευρείας εκτάσεως, ακόμα καλύτερα. Βέβαια, τυχαίνει αρκετές φορές κάποιες από αυτές τις ομάδες να είναι χαλαρές μπιραρίες, αλλά δεν έχει καμία σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι να χορτάσει ο φίλαθλος οπαδός με «ομολογίες» για τη νέα υπερομάδα που κτίζεται και θα τα σαρώσει όλα. Ομως η πραγματικότητα, αργά ή γρήγορα, δοκιμάζει όλα τα όνειρα. Οι ομάδες το καλοκαίρι χτίζονται. Η περίοδος της προετοιμασίας είναι μια περίοδος που ανήκει αποκλειστικά στον προπονητή. Είναι όλη δική του. Για τους πειραματισμούς και τις δοκιμές του. Και κανείς, εκτός ίσως από όσους παρακολουθούν από κοντά την προετοιμασία, δεν μπορεί να έχει άποψη για την αξία ή τη χρησιμότητα ενός ποδοσφαιριστή. Εχουμε όλον τον καιρό να κρίνουμε την ομάδα, αφού πρώτα δώσει αρκετά δείγματα γραφής.