Μας χωρίζουν, πλέον, κάμποσες ημέρες από τη λήξη του Μουντιάλ: τώρα που ο νους μας «ξεκολλά» από τις επιμέρους εικόνες, ήλθε ίσως η ώρα των συνολικών αποτιμήσεων: πόσο καλή μπάλα παρακολουθήσαμε; Μόνο οι εξαιρετικά ολιγαρκείς θα δήλωναν ικανοποιημένοι. Ίσως και οι στωικοί: συνηθίσαμε, πλέον, να μην περιμένουμε πολλά από τα Παγκόσμια Κύπελλα.
Με... μιάμιση εξαίρεση, τα τελευταία πέντε Μουντιάλ χαρακτηρίστηκαν από τη βύθιση του θεάματος σε επίπεδα ασυνήθιστα χαμηλά -με κριτήριο τα «κεκτημένα» των δεκαετιών του '70 και του '80. Το 1990 ήταν η αρχή της «λιτότητας»: σκεφθείτε, θυμόμαστε περισσότερο τους χορούς του Μιλά, διότι η μνήμη μας δεν έχει και πολλά αμιγώς αγωνιστικά να συγκρατήσει. Κοντέψαμε να ανακηρύξουμε τη Γερμανία, τον μονόφθαλμο που κυριάρχησε εν μέσω τυφλών, σχεδόν σε... Βραζιλία '70.
Το 1994 τα πράγματα βελτιώθηκαν. Είδαμε καλύτερο ποδόσφαιρο, θαυμάσαμε τα «ξεπετάγματα» ομάδων όπως η Σουηδία κι η Βραζιλία, μας προσέφεραν παραστάσεις παίκτες όπως ο Ρομάριο, ο Ρ. Μπάτζιο, ο Λάρσον, ο Στόιτσκοφ, ο Χάτζι. Την κάμψη του 1998 σε ένα βαθμό την έκρυψε ο Ζιντάν, αλλά και η ποιότητα της τότε «βαλκανικής έκπληξης», της Κροατίας, που παρέλαβε τη σκυτάλη από τη Βουλγαρία του 1994, των Στόιτσκοφ και Λέτσκοφ.
Βαλκανική έκπληξη είχαμε και το 2002, την Τουρκία. Αναλογιστείτε, όμως, πόσο κατώτερη της Κροατίας του 1998 ήταν η «πρέσβειρα των Βαλκανίων», η οποία αναρριχήθηκε τόσο ψηλά το 2002, και θα έχετε μια (από τις άφθονες) ένδειξη της μιζέριας του Μουντιάλ της Απω Ανατολής. Η «έκπληξη» του 2002, η Ν. Κορέα, ήταν κυρίως κατασκεύασμα του απροκάλυπτου διαιτητικού κυνισμού. Αλλά γιατί να το «ταλαιπωρούμε» περισσότερο το θέμα; Μόνο το γεγονός ότι εκείνη η Γερμανία έφθασε στον τελικό, καθιστά το Μουντιάλ του 2002 ορόσημο κατάπτωσης. Το 2006 θα το συζητάμε τα επόμενα χρόνια περισσότερο για όσους μας απογοήτευσαν (Ροναλντίνιο) ή δεν βγήκαν επί σκηνής (Μέσι) παρά για τα υπόλοιπα...
Να κάνουμε συγκρίσεις με τα προηγούμενα Μουντιάλ; Με εκείνο του 1986 -του Μαραντόνα, των «υπερηχητικών» Σοβιετικών και των θελκτικών Δανών; Με το χορταστικότατο του 1982 -της πανέμορφης Βραζιλίας, των τόσων συναρπαστικών παιχνιδιών, της παγκόσμιας πρωταθλήτριας Ιταλίας, σε σύγκριση με την οποία η σημερινή, τυπικώς ισότιμη, «σκουάντρα ατζούρα» φαντάζει άθροισμα φιλότιμων πλην μέτριων αναπληρωματικών; Με του 1978 που, όσο κι αν στιγματίστηκε από το σκάνδαλο του «αγώνα» Αργεντινή - Περού και την εμετική προπαγάνδα της χούντας Βιντέλα, επιφύλαξε πολύ καλή μπάλα; Με του 1974, που τότε ναι μεν είχε χαρακτηριστεί «απογοήτευση» (η σύγκριση με το 1970, βλέπετε), αλλά ήταν το Μουντιάλ της -ιέρειας ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου- Ολλανδίας, της καλύτερης Γερμανίας και της ισχυρότερης Πολωνίας όλων των εποχών;
Η απάντηση κλισέ: «αυτό είναι το ποδόσφαιρο τα τελευταία χρόνια». Λάθος. Σε επίπεδο συλλόγων βλέπουμε καλύτερα πράγματα. Τα Μουντιάλ της σύγχρονης εποχής δεν είναι πασαρέλες του ποδοσφαίρου. Είναι μετρητές της κόπωσης των εξουθενωμένων κορυφαίων άσων του. Είναι -για τους «φθασμένους»- ό,τι απομένει από τη σωματική και ψυχική φθορά που έχουν προκαλέσει 60-70 προηγηθέντες αγώνες σε όλη τη σεζόν. Το σύγχρονο ποδόσφαιρο -συν τοις άλλοις, πολύ πιο ταχύ και τραχύ- «ξεζουμίζει» γρήγορα. Το ζουμί το κρατούν οι ισχυροί πολυεθνικοί σύλλογοι -θυμηθείτε τις παλιότερες δηλώσεις Νέντβεντ: «Η Γιουβέντους με πληρώνει, γι’ αυτή θα τα δίνω όλα». Η πτώση του θεάματος, αναπόφευκτη. Αλλά δεν βαριέστε, γιατί να χαλάσει τη ζαχαρένια του το «διευθυντήριο» του παγκόσμιου ποδοσφαίρου; Η διοργάνωση του 2006 έσπασε ρεκόρ εσόδων: φτωχό να το βλέπεις, αλλά χαρά της... τσέπης. Μάλλον περιττεύει να εικάσουμε τι «μετράει» περισσότερο για τη ΦΙΦΑ...