Στο «Η ερωμένη του Γάλλου υπολοχαγού» ο πρωταγωνιστής μαζεύει απολιθώματα με ντάλα ζέστη στην Κορνουάλη, φορώντας βαρύ τουίντ σακάκι, επειδή «αυτό πρέπει να φοράνε αυτοί που μαζεύουν απολιθώματα». Το θυμήθηκα όταν έσφιξα το δεξί χέρι του Γιάννη Βαρδινογιάννη και κατάλαβα ότι ήταν μπανταρισμένο. Πήγα να πω «συγγνώμη», αλλά τελικά τον ρώτησα γιατί δεν χαιρετάει με το αριστερό. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς απάντησε, αλλά αυτό που κατάλαβα είναι ότι δεν χαιρετάει με το αριστερό επειδή οι κύριοι πρέπει να χαιρετάνε με το δεξί. Καθωσπρεπισμός; Περισσότερο αστική ευγένεια, που, όπως και το κατάλληλο ντύσιμο, είναι δύο στοιχεία εν ανεπαρκεία στους ιδιοκτήτες των ελληνικών ΠΑΕ.

Δεν ξέρω αν θα έπρεπε να βρεθεί ενδυματολόγος της Σούπερ Λίγκας, αλλά το σακάκι –τουλάχιστον στην περίπτωση των προέδρων στις επίσημες παρουσιάσεις– βοηθάει στο κύρος. Η εμφάνιση του Χρήστου Καννελάκη να κατεβαίνει τα σκαλιά καθυστερημένος, με το μαλλί να γυαλίζει από την κρέμα και άσπρο πουκάμισο, θύμιζε περισσότερο χορευτή σε συρτάκι παρά πρόεδρο. Το ράσο δεν κάνει τον παπά, αλλά από την άλλη αν δεις ένα μουσάτο με παρεό, δεν πας να του φιλήσεις το χέρι. Το ίδιο ισχύει και με τη συνήθεια του Χρήστου Κανελλάκη να κάθεται στον πάγκο και να διασχίζει τον αγωνιστικό χώρο σκοτουριασμένος στα ημίχρονα των ματς του Ιωνικού. Ωραία τα σχέδια για branding, αλλά η εικόνα πρέπει να ξεκινάει από τους παράγοντες.

Οπως και η επιμέλεια στα σήματα της Σούπερ Λίγκας. Πόση ώρα πήρε στον σχεδιαστή για να φτιάξει τη μακέτα; Αν είναι πάνω από μισή ώρα, θα πρέπει να του έπεσε καφές στον υπολογιστή και να χρειάστηκε να το φτιάξει δύο φορές. Ενα κομπιουτερέ γήπεδο ετοιματζίδικο, bird's eye view, με τη φοβερή έμπνευση να το βάψει στα χρώματα της ελληνικής σημαίας, άντε να χρειάστηκε πέντε λεπτά για να το σκεφτεί και άλλα πέντε για να χτυπήσει από κάτω ξεκρέμαστα την ονομασία της Σούπερ Λίγκας και τον χρόνο της διοργάνωσης. Τέλος πάντων, το ξεπετουά έγινε και πάει και τέλειωσε. Το να το παρουσιάζεις όμως μετά τα σήματα της Bundesliga, του F.A., της Primera Division και το φοβερό σήμα του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2002, στο οποίο είχε χρησιμοποιηθεί το φούξια και το φλούο πράσινο που βλέπεις μόνο στην Απω Ανατολή, ήταν σαν να έχεις φορέσει δύο κάλτσες από διαφορετικά ζευγάρια και να θέλεις να φωτογραφηθείς για το «Vogue».

Φυσικά, έπειτα από ένα μήνα κανένας μας δεν θα εξετάζει το σήμα. Το έχουν αυτό τα σήματα των διοργανώσεων και τα ονόματα των εντύπων. Για παράδειγμα, το σήμα του Ολυμπιακού με τον δαφνοστεφανωμένο έφηβο μοιάζει να το σχεδίασε κάποιος εθνικοσοσιαλιστής της δευτέρας Λυκείου. Κανένας, όμως, δεν εξετάζει την αισθητική του σήματος, αλλά το τι συμβολίζει. Το ίδιο ισχύει και με τους τίτλους. Θυμάμαι μια φράση του Πέτρου Κωστόπουλου: «Μετά τον πρώτο μήνα είτε "Νίτρο" το λέγαμε είτε "Μήτρο", το ίδιο πράγμα θα ήταν». Παράδειγμα, οι εφημερίδες. Παίζει κανένα ρόλο σήμερα αν την εφημερίδα την οποία κρατάτε τη λένε «SportDay» ή «SportΝight»; Σήμερα όχι, αφού ξέρετε τι περιμένετε, αλλά όταν πρωτόβγαινε ήταν άλλη ιστορία. Γιατί αν οι Τσοχοχελάκηδες την είχαν βγάλει «SportΝight», όποιος την έπαιρνε θα περίμενε ότι το editorial θα είχε τίτλο «Αβάδιστα» και με 20 κουπόνια θα είχες δωρεάν ποτό και με 30 δωρεάν χορό στο «Lido Palace... πρέπει να πας».

Λιγότερο –αλλά εξίσου– με απογοήτευσε η σχεδίαση της μπάλας που θα χρησιμοποιηθεί στο επόμενο πρωτάθλημα. Τα ασύμμετρα σχήματα πράγματι θα βοηθούν στο να αντιλαμβάνεται ο παίκτης τα φάλτσα, μου φάνηκαν όμως ελάχιστα αρμονικά και πολύ «γωνιασμένα» για κάτι που περιστρέφεται. Επίσης, το σήμα της Nike είναι ένα αριστούργημα απλότητας. Θυμίζει το σημάδι που βάζει κάποιος σε έναν κατάλογο σε ένα θέμα που τον ενδιαφέρει. Το σημάδι, όμως, ποτέ δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το θέμα. Με το να μπει το σήμα της Nike τόοοσο -με το συμπάθιο- η μπάλα παίρνει μια αίσθηση βλαχιάς. Δεν ξέρω αν το ζήτησε η Nike ή ήταν προσφορά της Σούπερ Λίγκας, αλλά το αποτέλεσμα ήταν βλαχέ ψιλοκιτσέ, «ασε, μάστορα, όση φέτα έκοψες και ζύγισέ μου τη να την πληρώσω».

Το πώς ντύνεται ο Κανελλάκης και πόσο πρόχειρο είναι το σήμα της Σούπερ Λίγκας είναι επουσιώδη πράγματα. Η ουσία είναι πώς βλέπουν τη Σούπερ Λίγκα οι ιδιοκτήτες των ομάδων. Αν τη βλέπουν σαν επιχείρηση εξεύρεσης χορηγών και διαπραγμάτευσης τηλεοπτικών δικαιωμάτων, ας την ξεχάσουμε από τώρα. Το πρόβλημα του ποδοσφαίρου δεν είναι τα λεφτά των χορηγών και τα τηλεοπτικά συμβόλαια, αλλά η διαιτησία, η καφροσύνη και τα «να το κόψουμε ισόπαλο, να τελειώνουμε» στα τέλη των σεζόν, που έχουν κάνει τα ματς τύπου Ιωνικού-Αιγάλεω λίγο πιο βαρετά από το να παρακολουθείς παλαιοημερολογίτικη ολονυκτία. «Γκέγκε;», που λένε και στα αρβανίτικα. Αν γκέγκε, καλώς. Αν όχι, πάλι μούτι θα τα κάνουν, που θα έλεγε και ο πατέρας μου ο Ανδριανός, που τα μίλαγε καλύτερα και από το να ήταν δημότης Τιράνων.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube