Στις διακοπές στο Πήλιο παρακολούθησα τις περιπέτειες του φιλικού αγώνα (!) ανάμεσα στη Νίκη και τον Ολυμπιακό Βόλου –ματς που ομολογώ ότι δεν κατάλαβα γιατί έγινε. Δεν ήταν τόσο ενοχλητικό ούτε το φτωχότατο θέαμα (λογικό, καθώς οι δύο ομάδες βρίσκονται στο στάδιο της προετοιμασίας) ούτε οι μεγάλες αδυναμίες των δύο ομάδων (που δεν έχουν ολοκληρώσει τις μεταγραφές τους). Ανυπόφορο ήταν ότι καλοκαιριάτικα άνευ λόγου κι αιτίας στις εξέδρες στριφογύριζαν πιτσιρικάδες που πούλαγαν τσαμπουκάδες και δέρνονταν μεταξύ τους χωρίς λόγο.
Το ματς διακόπηκε κάνα-δυο φορές, η εξέδρα εκτονώθηκε πετώντας μπουκάλια στους διαιτητές, το γήπεδο ζούσε το φολκλόρ της μιζέριας που βασανίζει την πόλη χρόνια τώρα. Το σενάριο της θλίψης επιβάλλει ότι αφού παίζουν η Νίκη με τον Ολυμπιακό Βόλου, είναι ευκαιρία να πάμε να πλακωθούμε στο ξύλο.
Φθορά
Τι σχέση έχει αυτή η τραγωδία της μετριότητας με το ποδόσφαιρο; Απολύτως καμία. Η Νίκη και ο Ολυμπιακός Βόλου είναι δύο ωραίες ιστορίες φθοράς. Η φθορά το μόνο που φέρνει είναι παρακμή και παραίτηση –ούτε καν γκρίνια.
Ταβάνι
Η Νίκη Βόλου έχει να παίξει στην Α' Εθνική πάνω από 30 χρόνια. Οι περισσότεροι από τους ενθουσιώδεις υποστηρικτές της δεν έχουν παραστάσεις από τη μεγάλη ομάδα του Χρήστου Ζαντέρογλου. Θυμούνται ότι κάνα δυο φορές η ομάδα άγγιξε την άνοδο, για να τη χάσει από αληθινά θηρία, όπως ο Ηρακλής. Δεν θέλουν να θυμούνται ότι η ομάδα έφτασε στη Δ' Εθνική, ούτε θέλουν να πιστεύουν ότι η επιστροφή της στη Β' μοιάζει με το ταβάνι των φιλοδοξιών της.
Παρακμή
Ο Ολυμπιακός Βόλου αγωνίστηκε στην Α' Εθνική τελευταία φορά πριν από 16 ολόκληρα χρόνια. Έπεσε με μέσο όρο εισιτηρίων τα 5.000 –δεν ήταν και λίγα σε μια σεζόν που τίποτα δεν είχε πάει καλά. Η παρακμή της ομάδας (που έφτασε στο σημείο να συνενωθεί με την Κασσάνδρα για να μη χαθεί), όπως και όλου σχεδόν του επαρχιακού ποδοσφαίρου, ήρθε όταν ξεκίνησε το «αεροπλανάκι της Παράγκας»: βάλε πέντε δραχμές στο ταμείο για να ανέβεις και θα τα πάρεις από τα τηλεοπτικά. Όταν τα τηλεοπτικά άρχισαν να φέρνουν στα ταμεία πιο πολλά χρήματα από τα εισιτήρια, οι επαρχιακές ομάδες έχασαν το παιχνίδι και πρόκοψαν εκείνες που δεν είχαν κόσμο, αλλά παράγοντες που έβρισκαν τον δρόμο για την Καβάλας φορτωμένοι ρευστό. Έτσι, χάθηκαν από τον χάρτη ομάδες όπως η Καβάλα, η Βέροια, η Καστοριά και χαροπάλεψαν τα Γιάννινα, η Λάρισα, η Παναχαϊκή –αληθινοί κολοσσοί της ιστορίας του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Ευκαιρία
Τώρα η ρότα γύρισε. Τα τηλεοπτικά κατέρρευσαν και χωρίς εισιτήρια και έσοδα από χορηγίες δεν πας πουθενά. Οι επαρχιακές πόλεις που ξεπερνούν τα προβλήματα της εσωτερικής οικονομικής κρίσης τους άρχισαν να ανεβαίνουν. Το σπουδαιότερο είναι ότι υπάρχουν ξανά επιχειρηματίες που θέλουν να ασχοληθούν: όποιος καταλαβαίνει, μπορεί να διακρίνει ότι για ομάδες που αντιπροσωπεύουν μεγάλες πόλεις τώρα είναι η ευκαιρία να αλλάξουν το μέλλον τους. Αν στον Βόλο θέλουν να δουν μια ομάδα να διακρίνεται στην Α' Εθνική, τώρα είναι η ευκαιρία –ίσως η τελευταία. Έχουν ένα υπέροχο καινούργιο γήπεδο, έχουν κοινό που «διψάει» για μπάλα, έχουν μέλλον. Αλλά πρέπει κάτι να κάνουν για να ξεφύγουν από τη μιζέρια που τώρα τους χαρακτηρίζει. Ο Βόλος μπορεί να στηρίξει μία ομάδα στην Α' Εθνική: αλλά μία. Δεν έχει περιθώριο να χαρίζει κοινό και προσοχή σε καμία δεύτερη, όπως κι αν λέγεται.
Αντοχή
Το θέμα της συνένωσης των δύο έχει τεθεί στον Βόλο πολλές φορές –κατά τη γνώμη μου λανθασμένα. Η συνένωση που προτεινόταν καταργούσε τις δύο ομάδες, πράγμα απαράδεκτο. Ο Ολυμπιακός και η Νίκη ανήκουν στην ιστορία της πόλης: το μικρό της τωρινής δυναμικής τους δεν μπορεί να καταργήσει το σημαντικό παρελθόν τους. Οι δύο ομάδες πρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν ως κοιτίδες αθλητισμού για τα παιδιά του Βόλου και της Νέας Ιωνίας. Πρέπει να υποστηριχθούν, ώστε να συνεχίσουν να βγάζουν αθλητές. Συγχρόνως, πρέπει να τα βρουν μεταξύ τους, με τη δέσμευση ότι αν μία ομάδα καταφέρει να φτάσει στην Α' Εθνική, θα μεταλλαχθεί σε κάτι νέο ώστε να υποστηριχθεί απ' όλους και να μπορέσει να αντέξει.
Μοίρα
Ο σκόπελος της Β' Εθνικής δεν ξεπερνιέται δυστυχώς ούτε από τον Ολυμπιακό Βόλου ούτε από τη Νίκη. Πριν από δύο χρόνια η Νίκη είχε μια καλή ομάδα: δεν ανέβηκε, διότι δεν έκανε ούτε ένα «διπλό» εκτός έδρας! Πώς να το κάνει όταν ο κάθε διαιτητάκος την αντιμετώπιζε ως ευκαιρία για δημόσιες σχέσεις με τους ανωτέρους του, όταν τα σφυρίγματά του ήταν δουλικές πράξεις που έδειχναν σεβασμό στο σενάριο που πρόβλεπε ποιος κουμπάρος είχε σειρά; Πέρυσι είχα γράψει από τον Δεκέμβριο ότι ο Ολυμπιακός Βόλου ήταν «μαρκαρισμένος» και πήγαινε για υποβιβασμό. Κανονικά έπρεπε να με καλέσει εισαγγελέας: ουδείς ασχολήθηκε. Η ομάδα έπεσε, όπως προβλεπόταν, κι ας έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να αλλάξει τη μοίρα της. Πώς να τα βγάλεις πέρα όταν, για παράδειγμα, ένας διαιτητής άφησε στο ματς με την Παναχαϊκή, στην Πάτρα, μέσα στο γήπεδο να παίζει κανονικά ποδοσφαιριστής στον οποίο είχε δείξει δύο κίτρινες κάρτες;
Έτοιμος
Διαβάζω ότι είναι έτοιμος να αναλάβει ο Αχιλλέας Μπέος. Μπορεί να πει κανείς ό,τι θέλει σε βάρος του πρώην προέδρου του Πανιωνίου, αλλά έχει αποδείξει ότι όταν μπαίνει στην ΕΠΟ, τους βάζει όλους να κάθονται προσοχή. Ο Μπέος έχει το θάρρος και τη δύναμη για συγκρούσεις. Για να κάνεις όμως έναν πόλεμο, πρέπει να έχεις τουλάχιστον την ελπίδα ότι το μέλλον θα είναι καλύτερο. Αλλιώς, χωρίς ελπίδα, του συνιστώ να μην μπλέξει. Καθαρό μυαλό χρειάζεται στον Βόλο για να δεσμευτούν στη βάση μιας κοινής προσπάθειας –αυτό είναι το μόνο που λείπει. Από μιζέρια χορτάσαμε. Αυτό που λείπει είναι μια αξιόμαχη ομάδα: οι μόνοι που πιστεύω ότι προτιμούν τη μιζέρια είναι όσοι κερδίζουν, κρατώντας τα όνειρα μιας πόλης αιχμάλωτα...
«Ζιο» Νο 2, η επιστροφή
Δεν είναι παράξενο που επιστρέφει ο Ζιοβάνι. Το ποδόσφαιρο που παίζει ο Βραζιλιάνος στα 35 του μπορεί να αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού μόνο στην Ελλάδα. Ο Ζιοβάνι πήγε στη Βραζιλία για να παίξει στη Σάντος και τον τρίτο μήνα της παρουσίας του εκεί οι μισοί συμπαίκτες του δεν άντεχαν στην ιδέα να τον βλέπουν: δεν είναι ότι δεν μαρκάρει το πρόβλημα –πολλοί δεν μαρκάρουν. Αυτό που κάνει την κατάστασή του ανυπόφορη είναι ότι προσπαθεί ακόμα να κάνει όλα εκείνα που έκανε όταν ήταν τριάντα χρόνων και τα πόδια του τον σήκωναν: συμπεριφέρεται σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε που μεσουρανούσε, ξεχνώντας ότι τον χρόνο δεν τον νίκησε κανένας. Είναι σίγουρα δύσκολο να τον πείσει κάποιος να αλλάξει, να μην απαιτεί να παίζει 90 λεπτά, να μάθει να κατανέμει τις δυνάμεις του. Είναι σίγουρα δύσκολο να μάθεις στα γέρικα σκυλιά νέα κόλπα. Πόσω μάλλον όταν αυτά δεν προσπαθούν λίγο από μόνα τους να αλλάξουν τρόπους και συνήθειες. Ο «Ζιο» δεν θέλει να παραδεχτεί ότι μπορεί λιγότερα: αυτός είναι ο λόγος που δύο χρόνια τώρα ουσιαστικά καμία ομάδα δεν ζήτησε τη βοήθειά του.
Γι’ αυτό λέω ότι στην Ελλάδα μόνο μπορεί να παίξει –όσο και όπως παίξει. Διότι στην Ελλάδα δεν ενδιαφέρει κανέναν το τι μπορεί να κάνει: όλοι όσοι έχουν δει τα «θαύματά» του είναι ευχαριστημένοι από τα ψήγματα της κλάσης του. Αυτό που πραγματικά θέλουν δεν είναι να δουν από τον «Ζιο» μαγείες, αλλά να θυμηθούν εκείνες που έκανε! Στην Ελλάδα ο Ζιοβάνι έχει εξασφαλίσει ένα κοινό που θα τον λατρεύει για πάντα όχι για όσα μπορεί ή για όσα θα κάνει, αλλά για όσα απλώς θυμίζει. Κάθε του κίνηση -αργή, φθαρμένη από τον χρόνο, ατελής ή ακόμα και περιττή- θα παραπέμπει σε κάτι που προϋπήρξε, σε κάτι που ο κόσμος θυμάται. Μη νομίζετε ότι είναι και λίγοι εκείνοι που βρίσκουν την ευτυχία στις παραμορφωμένες εικόνες της μνήμης τους...
Εν ολίγοις. Οπως συμβαίνει με τα σίκουελ, το «νούμερο 2» θα είναι χειρότερο από το πρώτο. Απευθύνεται μόνο στους φανατικούς του «νούμερο 1», οι οποίοι (γράφοντας στα παλιά τους τα παπούτσια ό,τι λέει η κριτική, που δεν μετρά τα πάθη των ανθρώπων) θα το λατρέψουν...