Πέντε ισοπαλίες στα οκτώ ματς, αυτό για το πρωτάθλημα είναι καθαρή ανωμαλία. Για την πρεμιέρα του πρωταθλήματος, όμως, το αναμενόμενο. Πέρυσι στην πρεμιέρα, σε σχέση με τώρα μόνο μία εβδομάδα (27/8, αντί το φετινό 19/8) αργότερα, ισόπαλα είχαν έλθει τα τέσσερα από τα οκτώ ματς. Όταν οι ομάδες αντάμωσαν ξανά στην πρεμιέρα του β' γύρου, Ιανουάριο πλέον, η ήρα είχε ξεχωρίσει από το στάρι. Και στα οκτώ αναδείχθηκαν νικητές. Καμία ισοπαλία.
Το ομαλό είναι, στα οκτώ ματς της αγωνιστικής, το πολύ δύο να έρχονται ισόπαλα. Στον δε β' γύρο ένα και... αν. Το προηγούμενο πρωτάθλημα έβγαλε 56 ισοπαλίες στα 240 ματς, ούτε δύο (κατά μέσον όρο) ανά αγωνιστική. Στον α' γύρο, 35. Στον β', μόλις 21. Η νομοτέλεια είναι ότι κάπου εκεί θα πάει και φέτος, αρκεί να δώσουμε τον χρόνο και να αφήσουμε το τοπίο να εξισορροπηθεί σταδιακά. Η στατιστική, μαζί και η πείρα, διδάσκουν ότι η 1η αγωνιστική είναι το πιο ανασφαλές εργαλείο ερμηνείας.
Αρκεί, μονάχα, να θυμηθεί κανείς (κι ύστερα να δει πώς έκλεισαν τη χρονιά αυτές οι δύο ομάδες) ότι στην περσινή πρεμιέρα ο Ακράτητος είχε κάνει κόσκινο τον Ηρακλή (3-1) στα Άνω Λιόσια. Ο τέλειος παραμορφωτικός καθρέφτης του λούνα παρκ. Γιατί οι ισοπαλίες είναι πολλές στην αρχή, λιγότερες στη συνέχεια και, όσο πλησιάζουμε προς το φινάλε, ελάχιστες; Για πολύ εύκολους, στο να κατανοηθούν, λόγους.
Στην αρχή, ο συμβιβασμός με την ισοπαλία είναι ανακούφιση για τον προπονητή (... ποιος ρισκάρει να μετράει, με το ξεκίνημα της σεζόν, ήττες;) και, με τις ομάδες λίγο ως πολύ αμοντάριστες, οι αποστάσεις ποιότητας είναι εφικτό να συρρικνώνονται. Στη συνέχεια, οι καλοί ξεχωρίζουν από (και, κατά κανόνα, υπερνικούν) τους λιγότερο καλούς. Στη δε τελική ευθεία, με τα περιθώρια να στενεύουν πια, η ισοπαλία δεν είναι ανακούφιση. Εν όψει του άμεσου στόχου είναι (έως) καταστροφή.
Η γενική αρχή είναι ότι, στην πρεμιέρα, συμφέρει να παίζεις εκτός έδρας. Και να επενδύεις στο άγχος του γηπεδούχου που πιέζεται να ανταποκριθεί στις, παντού και πάντοτε ανώτερες του ρεαλισμού, θερινές προσδοκίες. Και (πολύ) χειρότερος να 'σαι, γεμίζεις τους χώρους, ταμπουρώνεσαι, παρκάρεις το πούλμαν μπροστά στην εστία κι άσε τον άλλον να τρέχει μες στη ζέστη, να ιδρώνει και να ξεϊδρώνει για να σε διασπάσει. Γιορτή. Παίρνεις τον πόντο, το... χινάρι που λένε, και τα υπόλοιπα «θα τα βρει η υπηρεσία».
Το 'κανε ο Πανιώνιος στο Καυταντζόγλειο. Το 'κανε ο ΠΑΟΚ στο Μαρούσι. Κόντεψε να το κάνει η Ξάνθη στο Καραϊσκάκη. Μετέφεραν το πρόβλημα στον «επιθετικό» οικοδεσπότη. Οχι κάτι το καινούργιο. Το 'κανε και η Αστον Βίλα, δίχως μεταγραφές και σε φάση ιδιοκτησιακής μετάβασης, μες στο ολοκαίνουργιο σπίτι της Αρσεναλ. Πάρκαραν το λεωφορείο. Εάν αποτολμούσαν να παίξουν στα ίσα, το κοντέρ θα σταματούσε στα πολλά. Εδώ, παραλίγο να κλέψουν ολόκληρο το ματς. Για μια φορά αποτελεσματικό, ή σχεδόν. Αλλά (το βέβαιον είναι ότι) δεν κρατάει πολύ και δεν σε πηγαίνει μακριά.
Μακριά σε πηγαίνουν άλλες (αγωνιστικές) νοοτροπίες. Ισοπαλία από ισοπαλία, άλλωστε, έχει διαφορά. Μπορεί να έχει τεράστια, στην αίσθηση, διαφορά. Οση υπάρχει ανάμεσα στα δύο 0-0 της πρεμιέρας και στο 1-1 του Αλκαζάρ (ή, ακόμα, στο 2-2 του Περιστερίου). Ο ΟΦΗ βγήκε να παίξει ποδόσφαιρο, κατά τις πρώιμες αναλύσεις «δίχως σέντερ φορ» μετά τη φυγή Μαχλά, πήρε τα γκολ από τα δύο σέντερ φορ... που δεν έχει (!) κι έπαθε το fade out, επειδή έχασε τον ένα στην ανάπαυλα κι ο άλλος, ο τρίτος, είχε μείνει τραυματίας στην Κρήτη (Νουαφόρ). Την πολύ αισθητή διαφορά, ωστόσο, την έκανε ο Αρης.
Και Οχι μόνον επειδή οι νέες φανέλες, φτυστές Μπάρτσα, έμοιαζαν σαν να τις είχε στείλει απευθείας από την μπουτίκ του «Καμπ Νου» ο Ροναλντίνιο. Κυρίως, πέρα από την όποια πλάκα, επειδή κυνήγησε με (συμβατή προς το ισπανόφωνο και το βραζιλιάνικο στοιχείο) φούρια όχι το... χινάρι, αλλά το αυτονόητο του ποδοσφαίρου, τη νίκη. Κι εκεί, για να γλιτώσουμε από την εύκολη μπουρδολογία, ζέστη έκανε. Ακριβέστερα: εκεί, μες στην καρδιά του κάμπου, κι αν έκανε ζέστη! Αλλ' αυτοί, οι Χαβίτο και οι Κόκε, όπλιζαν και πυροβολούσαν έως και στις καθυστερήσεις του παιχνιδιού.
Ο τρέχων Αρης είναι το πιο ιδιότυπο πείραμα της χρονιάς. Εξιτάρει, ετούτο το μόρφωμα οργάνωσης, αγρίως την περιέργεια. Φανταστείτε τον Ολυμπιακό, με τον Σέλουκ να ελέγχει (σε υψηλότερα, μάλιστα, ποσοστά) όχι δυο-τρεις παίκτες στο ρόστερ... αλλά δεκατρείς. Ο Αρης, βεβαίως, είναι κατανοητό ότι ενέδωσε στον πειρασμό, επειδή η εναλλακτική λύση του ήταν να στελεχώσει, με ίδιες δυνάμεις, ομάδα ίσα ίσα ανταγωνιστική για τη μάχη της σωτηρίας. Ενώ, έτσι, αναπτύσσει δυναμική «οπωσδήποτε ΟΥEΦA». Κι όπου τον (τους) βγάλει.