Σήμερα, χάρη στον Καστίγιο, εξασκούμαι ασμένως στο αγαπημένο σπορ «εύκολο μεροκάματο». Αλλως, ασκώ το δικαίωμα στην τεμπελιά. Είναι κοντά τρία χρόνια από τότε που έγραψα στο περιοδικό «Active» το κείμενο, το οποίο θα μπείτε, όσοι μπείτε, στον κόπο να διαβάσετε. Δεκέμβριος 2003, ο Καστίγιο 19 ετών εκείνη την εποχή, δεκαεννιάμισι για την ακρίβεια. Καλή ανάγνωση κι επιστρέφω στο τέλος για τον επίλογο...
Ένας φίλος μου τον Καστίγιο τον λέει «το παιδί των φαναριών». Από αγάπη, έστω περιπαικτική. Και πάντως όχι από αληθινή διάθεση να τον υποτιμήσει ή, πολύ περισσότερο, να τον απαξιώσει. Το παιδί, άλλωστε, μόνο να το αγαπάς μπορείς. Και την ποιότητα στο ποδόσφαιρο μόνο να την αναδεικνύεις. Ο Ουρουγουανός είναι και το ένα, είναι και το άλλο. Παιδί. Και ποιότητα.
Η παιδικότητα είναι σοβαρό αβαντάζ. Ο μικρός, όσο είναι ακόμα καιρός, δεν έχει παρά να το απολαύσει. Παλαιότερα, έμεινε στην ιστορία το περιστατικό ότι δεν είχε κατεβεί στο ξενοδοχείο να ακούσει τη θεωρία του προπονητή, επειδή ξεχάστηκε στο δωμάτιό του παίζοντας Nintendo. Οχι ακριβώς ό,τι συνηθίζουμε, στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο, να εννοούμε ως πειθαρχικό παράπτωμα. Περισσότερο, κάτι σε σχολική αταξία. Τι να του κάνεις; Διακοπή συμβολαίου; Ενα τράβηγμα του αυτιού κι αμέσως μετά ένα χάδι αρκούν.
Τις προάλλες στη Ριζούπολη, σ' έναν τσαμπουκά της στιγμής στο ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό, εθεάθη να αρπάζει απ' τον λαιμό τον Νικοπολίδη: 1,70 μ. και 61 κιλά, εναντίον 1,87 μ. και 88. Και εδώ το περιστατικό, συνδυαζόμενο με το μικροκαμωμένο σουλούπι του, πιο πολύ έβγαζε τη γλύκα του παιδαριώδους παρά γεννούσε οργή. Και με πάσα ωριμότητα, 32 ετών απέναντι στα 19, ο γκολκίπερ της Εθνικής το αντιπαρήλθε. Ο ίδιος ο Καστίγιο αποκλείεται να το συνειδητοποιεί, τα παιδιά δεν βασανίζονται σε τέτοιους δαιδάλους, μα η αλήθεια είναι ότι τον περιρρέει ο φόβος τρίτων μήπως γίνει ο επόμενος Οφορίκουε. Στα δεκαέξι τον είχαν πάρει κι εκείνον, δεκαεννέα έκλεισε το καλοκαίρι ετούτος δω. (...)
Ο Καστιγιο είναι αέρας. Κι ο αέρας είναι, ως γνωστόν, κάτι άυλο. Δεν πιάνεται. Ιδίως στον ανοικτό χώρο, πράγμα που δύο επιφανείς Ολλανδοί, ο Ντε Μπουρ κι ο Βέστερφελντ, είχαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν. Ο Καστίγιο είναι αύρα. Η νεανικότητά του, η ταχύτητα, η έκρηξη, η λεπτή αίσθηση της μπάλας και η σπάνια επαφή μαζί της φρεσκάρουν, ανά πάσα στιγμή, το κουρασμένο τοπίο. (...)
Λατίνος, δεν μαζεύεται (ούτε θα κοιτάξει να διαφύγει στα ρηχά) απέναντι στον σωματώδη σέντερ μπακ, απεναντίας θα δοκιμάσει άφοβος να τον τρυπήσει στα ίσα, είναι αυθόρμητος, ευφυής, κατεβάζει ιδέες, έχει κιόλας πλούσιο ρεπερτόριο επιλογών, χώνεται εκεί που δεν τον υπολογίζουν και ο Ζιοβάνι σκίζεται να του δημιουργεί χώρους. Για τα υπόλοιπα, σύντομος δρόμος δεν υπάρχει. Η μοναδική επιλογή είναι να τον περιμένεις. Να βελτιώσει το κεφάλι, να βελτιώσει το δεξί πόδι, να βελτιώσει τις τοποθετήσεις στην περιοχή. Να ενισχύσει, και σιγά σιγά να ολοκληρώσει, την προσωπικότητά του.
Μαξιμαλιστική κριτική, δεν νοείται. Ναι, δεν έχει αυτοματισμούς. Θέλει χρόνο να υποδεχθεί την μπάλα, να την κοντρολάρει, να γυρίσει, να παίξει. Ναι, βλέπει περισσότερο την μπάλα απ' το γήπεδο. Αλλά, πάλι, τι καταλαβαίνετε; Ο Ζιντάν π.χ. στα δεκαεννέα έπαιζε με μία επαφή; Και το γήπεδο το 'βλεπε απ' τον... θρόνο όπου τώρα νομίζει κανείς πως τον έχουν ανεβάσει και κινεί, από κει ψηλά, όλα τα νήματα του παιχνιδιού;
Το θεμα ειναι ότι αξίζει τον κόπο και μόνο από περιέργεια να δούμε πού θα φτάσει, να τον περιμένει κανείς. Ως τότε, μάλιστα, ο «έξυπνος» εμπορικός οργανισμός μπορεί να τον εκμεταλλευτεί και να βγάλει πολλά περισσότερα απ' τα δίδακτρα που ο Ολυμπιακός, ως εταιρεία, ξοδεύει για να τον επιμορφώσει και να τον τελειοποιήσει. Διότι ο Καστίγιο, εκτός των άλλων, διαθέτει τη star quality να 'ναι το νέο είδωλο για Ρουβίτσες (=πιτσιρίκες που ουρλιάζουν για τον Σάκη) και μαθητούδια του Δημοτικού. Target group, εντελώς παρθένο έδαφος για το μάρκετιγκ του ποδοσφαίρου.
Αυτο ηταν. Τρία χρόνια (και ούτε) μετά, πλέον ο Νικοπολίδης είναι συμπαίκτης του Καστίγιο, ο Οφορίκουε, 26 ετών στα 27, πασχίζει στον ΟΦΗ να αναστήσει την καριέρα του, ο Ντε Μπουρ έχει αποσυρθεί από την κυκλοφορία κι ο Ζιοβάνι υπέγραψε στον Εθνικό. Ο δε μικρός; Ο χρόνος αποδείχθηκε, πράγματι, ο πιο σοφός σύμβουλος. Ο Ολυμπιακός, για μια φορά, δεν πέταξε αβασάνιστα στα σκουπίδια το πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο του, μολονότι η αλήθεια είναι ότι κατά καιρούς... προσπάθησε επίμονα. Δεν το πέταξε, όπως έχει κάνει με τόσα και τόσα άλλα, από δυσφορία ότι η πρώιμη απόδοση της επένδυσης υπήρξε πενιχρή. Ολο αυτό συνέβη, μάλλον, περισσότερο λόγω συμπτώσεων παρά από συνειδητή στρατηγική. Αλλά, και εδώ, το αποτέλεσμα είναι που εν τέλει μετράει. Τι μένει; Δύο πράγματα. Πρώτον, η αγωνιστική εδραίωση, αν θέλετε (να το προχωρήσουμε παραπέρα) η ομαλή διαδοχή του Τζόρτζεβιτς. Και δεύτερον, στην ώρα τους κι αυτές, οι Ρουβίτσες...