Ο,τι συνέβη τις προάλλες στο «Ολντ Τράφορντ», μες στην (ελληνική) νιρβάνα του Δεκαπενταύγουστου, δεν ήταν κάτι το τρομερό... με αριθμητικούς όρους: Απλώς το νούμερο «5» της παγκόσμιας κατάταξης (Αγγλία) νίκησε, εντός έδρας, το νούμερο «32» (Ελλάδα) με 4-0. Γι' αυτό και δεν προξένησε, το γεγονός, ιδιαίτερη (διεθνή) αίσθηση. Πρόβλημα θα 'ναι, εάν το νούμερο «32» δεν τα βγάλει πέρα, το Σάββατο, με το νούμερο «73» (Μολδαβία).
Η Μολδαβία είναι η κλασική «ενοχλητική» ομάδα. Από εκείνες, με τις οποίες δεν έχεις καμία δόξα όταν τις νικάς. Αλλ' έχεις πολλούς μπελάδες, όταν πηγαίνεις και σκοντάφτεις επάνω τους. Η Μολδαβία, γενικώς, ηττάται δύσκολα μες στο γήπεδό της ή δεν ηττάται καν. Δεν κερδίζει κάτι μ' αυτό, δεν έχει (ποτέ και) τίποτα να χάσει, μόνο ζημιώνει τους άλλους. Δεν έχει βγει ποτέ πάνω από τέταρτη σε προκριματικό γκρουπ Euro, δεν έχει νικήσει ποτέ με διαφορά στο σκορ μεγαλύτερη του ενός γκολ, για την ακρίβεια έχει νικήσει μόνο σε 5 απ' τα 26 παιχνίδια της στον θεσμό.
Μπαίνουμε στον έκτο χρόνο της ζωής μας «με τον Ρεχάγκελ». Η πρώτη τριετία (2001-04) ήταν η άνοδος απ' το υπόγειο έως, το απρόσμενο, την ταράτσα. Η διετία εν συνεχεία, 2004-06, ήταν η (λίγο ως πολύ) αναμενόμενη κάθοδος απ' την ταράτσα στους, ένα προς ένα, όλο και πιο χαμηλούς ορόφους. Η διετία που τώρα αρχίζει έχει δύο σενάρια. Το ένα είναι το ξεκούραστο. Της επιστροφής στο υπόγειο. Το πιο εύκολο. Το άλλο είναι το κοπιαστικό. Της αναστροφής της πορείας. Και της, εκ νέου, ανόδου. Το Κισινάου δεν θα κρίνει κάτι. Θα δείξει, όμως, πολλά για την κατεύθυνση της περιόδου 2006-08.
Θα 'ναι, τρόπον τινά, η περίοδος της αποκατάστασης. Η πρώτη τριετία ήταν, για το μέγεθος της χώρας, εξωπραγματική. Η επόμενη διετία ήταν, για την ποιότητα της ομάδας, έως άδικη. Με την έννοια, όχι ότι μας αδίκησε κάποιος απ’ έξω, αλλά ότι οι ίδιοι αδίκησαν (αδικήσαμε) τους εαυτούς τους (μας). Ο Ρεχάγκελ την πρώτη τριετία είχε 21-8-7 (νίκες-ισοπαλίες-ήττες). Αριθμοί υπερδύναμης! Την επόμενη διετία, 9-7-8. Αριθμοί μικρομεσαίας, πλην αξιοπρεπούς, ταχύτητας (και πάλι ανώτεροι την ίδια διετία, για να το βάζουμε κι αυτό στον λογαριασμό, απ' τους αντίστοιχους των ελληνικών συλλόγων στα Κύπελλα Ευρώπης).
Αυτή τη στιγμή, η μπαλάντζα του Ρεχάγκελ έχει εξισορροπηθεί... απολύτως: 60 ματς, 30 νίκες, 15 ισοπαλίες, 15 ήττες! Το cv του Γερμανού διδάσκει ότι (παραμένει να) είναι ο προπονητής που ανατρέπει, κάθε φορά, τα αναμενόμενα. Και τα καλά αναμενόμενα και τα κακά αναμενόμενα. Δεν φτούρησε στην Μπάγερν, όταν όλα έμοιαζαν ανοικτή λεωφόρος μπροστά του. Αλλά πήρε το πρωτάθλημα με την (αμέσως ερχόμενη από προβιβασμό στην Μπουντεσλίγκα) Καϊζερσλάουτερν, όταν όλα ήταν ταξίδι στα κατσάβραχα. Μας πήρε το Ευρωπαϊκό, όταν δεν το περίμενε κανείς. Αλλά δεν μας πήγε στο Παγκόσμιο, όταν το περίμεναν όλοι, ή σχεδόν.
Στην παρούσα φάση, αφού κρατήσαμε τον Ρεχάγκελ μετά τον αποκλεισμό απ' το Μουντιάλ όπως εκείνος... μας είχε κρατήσει μετά τον τίτλο στη Λισσαβώνα (άρα, ισοσκελίσαμε τον λογαριασμό), πλέον η Εθνική έχει όσο τίποτε άλλο ανάγκη τον Ρεχάγκελ που «ανατρέπει τα αναμενόμενα» και αναζωογονεί την ατμόσφαιρα. Χρειαζόμαστε τον Ρεχάγκελ που γίνεται πάλι απρόβλεπτος, που γεφυρώνει τα χάσματα των γενεών, που γίνεται οξύς, που ξαναβρίσκει ως χαρακτήρας τις γωνίες του (διότι, κακά τα ψέματα, κι αυτός με τον καιρό παραστρογγύλεψε!), που εν ολίγοις «δεν καταλαβαίνει Χριστό». Οι γενναίες αποφάσεις δεν παίρνονται απέναντι στον άμαχο πληθυσμό. Τον Νταμπίζα και τον Βρύζα ή, τώρα, τον Αντζα και τον Σαμαρά. Μπορεί, ο χερ Οτο, να ανταποκριθεί στη νέα απαίτηση που οι συνθήκες διαμορφώνουν; Δεν μπορεί; Θα φανεί.
Δυο λέξεις για την (επίκαιρη μεν, άκαιρη δε) Castillo-mania: Επειδή είχα ζήσει από κοντά το έργο και με τον Μιλόγεβιτς (που τον ήθελε, θυμίζω, σαν τρελός ο Ιορντανέσκου) και με τον Τζόρτζεβιτς, θέλει μικρό καλάθι. Ο Καστίγιο στη Νέα Σμύρνη την Κυριακή, όταν τον ρώτησαν για Εθνική, η απάντηση που του ήρθε αυθόρμητη ήταν για «Ουρουγουάη ή Μεξικό». Μονάχα μετά τη διευκρινιστική αντερώτηση, κατάλαβε ότι τον ρωτούσαν για Ελλάδα. Και ήταν, φυσικά, εντελώς επιφυλακτικός...