Τη μέρα που μου είπαν από το Mega ότι θα ταξίδευα στα γνωστά-άγνωστα Σκόπια, για μια (την πρώτη) στιγμή πάγωσε, ομολογώ, το αίμα μου. Χθες, στην Αθήνα ύστερα από ένα 48ωρο εκεί, επέστρεψα με άριστη διάθεση. Ποτέ μη μιλάς, πριν το δοκιμάσεις. Το λένε κι οι μαμάδες στα παιδιά άμα δεν τους αρέσει το φαγητό... που δεν έχουν φάει ποτέ.

Συνάντησα, στην πρωτεύουσα της ΠΓΔΜ κόσμο ελληνικής επαρχιακής πόλης προ εικοσαετίας. Δεν είναι απαξιωτικό, καθόλου. Για καλό, το γράφω. Κόσμο που ξέρει να τα φέρνει βόλτα, να περνάει με τα λίγα και να 'ναι καλά. Κόσμο που δεν φοβάσαι να αναμιχθείς. Να κυκλοφορήσεις, με λεφτά στην τσέπη, ανάμεσά τους. Κόσμο που έχει αξιοπρέπεια.

Το 'βλεπες στη σεμνότητα των νέων κοριτσιών που ντύνονται-στολίζονται-βάφονται για να βγουν έξω το βράδι, στη βόλτα. Κι ο ξένος άντρας, στα μάτια τους, δεν είναι ο υποψήφιος πελάτης που θα αγοράσει σεξ. Οπως στις περισσότερες ανατολικές, λεγόμενες, χώρες. Εδώ ο ξένος άντρας είναι, ή ονειρεύονται να είναι, ο καλός γαμπρός. Το διαβατήριό τους για τα καλύτερα. Έλληνας (...δίχως βέρα), ακόμα καλύτερα.

Στο γήπεδο, το παλαιικό Γκράντσκι, δεν συνέβη το παραμικρό. Μολονότι ο Τέρι τους προβόκαρε. Οτι καίνε σημαίες, ότι είναι ρατσιστές, ότι μισούν την Αγγλία. Το παραμικρό. Φόρεσαν τα χρώματά τους, πήγαν με τον φίλο τους, με τη γυναίκα τους, με τα παιδιά τους, είχαν παλμό, ενθουσιασμό. Δύο πανέμορφες κοπέλες, πριν από τη σέντρα, έψαλλαν «α καπέλα» τους εθνικούς ύμνους.

Διαλύθηκαν, μετά, σε πλήρη τάξη. Πληγωμένοι, ίσως. Βουβοί, πάντως. Κι αργότερα, στην κεντρική πλατεία, είχαν ξαναβρεί το κέφι τους. Ανακατεύτηκαν ειρηνικά με τους χιλιάδες Άγγλους. Κανείς δεν στραβοκοίταζε κανένα. Στα μπαρ, στα καφέ, στα εστιατόρια δίπλα στο ποτάμι, τον Βάρνταρ.

Χάρηκα που είδα, κι ας ήξερα από πριν ότι υπάρχουν, Βερόπουλο και Γερμανό. Ο,τι συνεισφέρει στο να πηγαίνουν προς το μέλλον, η οικονομική ανάπτυξή τους, είναι το όφελός μας. Η εξαθλίωση γεννά, εύκολα, τον μισθοφόρο που αύριο, μεθαύριο για πέντε ψίχουλα δεν θα έχει κανένα πρόβλημα να κηρύξει ότι γεννήθηκε στην Κατερίνη... κι οι Έλληνες τον έδιωξαν, ή δεν ξέρω τι άλλο.

Στο (κατάμεστο από Άγγλους, δημοσιογράφους και φαν) «Holiday Inn», με το που είδαν το διαβατήριο οι ντόπιοι ρεσεψιονίστ μου μίλησαν από καρδιάς, φαινόταν στο βλέμμα τους, ελληνικά. Κι έξω απ' το Γκράντσκι πριν από τον αγώνα, στο εστιατόριο, προφανώς με άκουσαν να κουβεντιάζω με τον Τρύφωνα, τον συνάδελφο που ήλθε για την τεχνική υποστήριξη της δουλειάς, κατάλαβαν από πού είμαστε και, για να μας ευχαριστήσουν, σέρβιραν παγωτό με την ελληνική σημαιούλα επάνω!

Το κυριότερο που κέρδισα αυτό το 48ωρο ήταν ότι γνώρισα τον Ντούλε. Σκοπιανός, ένα παλικάρι ίσαμε κει πάνω, μπασκετάκιας πρώτα, αλλά και ποδοσφαιράκιας, Ερυθρός Αστέρας στο... θρήσκευμα, καθότι γεννημένος όταν η Γιουγκοσλαβία κρατιόταν ακόμα, υπό τον Τίτο, ενωμένη. Ηρθε την Τρίτη, μας πήρε από τη Θεσσαλονίκη, μας πήγε, μας ξανάφερε χθες. Ο άνθρωπός μας. Τον ξέρουν όσοι, λίγο πολύ απ' όλα τα κανάλια, έχουν πάει αποστολή στα Σκόπια. Τον μάθαμε, τώρα, κι εμείς.

Η χαρά, και η δύναμη, της ζωής. Δουλεύει σε μεταφορική εταιρεία, η γυναίκα του σε φαρμακευτική, τα βγάζουν πέρα δίχως να βαρυγκωμούν για κάτι, πριν ενάμιση μήνα απέκτησαν δύο αγόρια, δίδυμα. Χθες, στη Θεσσαλονίκη, μου υποσχέθηκε ότι όταν έρθει στην Αθήνα, «μπορεί να τα πούμε». Του απάντησα, «όχι μπορεί, οπωσδήποτε θα τα πούμε». Του πλήρωσα τα συμφωνημένα. «Αυτά, από το Mega». Μου έδωσε την απόδειξη. Υστερα, έβγαλα απ' την τσέπη μερικά ακόμα. «Αυτά, από μένα. Για τα μωρά».

Δεν τα ήθελε, επ' ουδενί. Τα δέχθηκε μονάχα όταν τον δέσμευσα πως, μεγαλώνοντας τα αγόρια του, «όταν αρχίσουν να καταλαβαίνουν», θα τους μιλήσει για έναν μακρινό θείο Αλέξη στην Αθήνα. Ελπίζω κάποτε τα δίδυμά του να παίζουν με τα δικά μου δίδυμα. Και να 'χουν τους πατεράδες τους παράδειγμα ότι μπορούμε να συμβιώνουμε σαν καλοί γείτονες. Δίχως (κι ας μας βάζουν) να μαλώνουμε. Είναι ο μοναδικός, στο να μας οδηγεί κάπου, δρόμος προς τα εμπρός.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube